To 1992 o Ντέιβιντ Μάμετ γράφει την Ολεάννα. Το έργο ανεβαίνει στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης. Το 1993 ανεβαίνει στο Ρόγιαλ Κορτ στο Λονδίνο σε σκηνοθεσία Χάρολντ Πίντερ. Το 1994-5 ανεβαίνει στην Αθήνα στο Απλό Θέατρο σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα.
Τι θέλατε να πείτε γράφοντας την "Ολεάννα";
«Ξέρω ότι για πολλούς ανθρώπους είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτούν κάτι απλό: ότι ενώ φαίνεται ότι ένα έργο εμπεριέχει κάποιο μήνυμα, ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είχε καμία πρόθεση να στείλει το μήνυμα αυτό. Εγώ το μόνο που θέλω είναι να γράψω μια ιστορία. Να παρακολουθήσω τις πράξεις προσώπων με μεγάλο θεατρικό ενδιαφέρον μέχρι τη λογική τους κατάληξη, για να δούμε πού αυτές οδηγούν."
(Aπόσπασμα από ζωντανή τηλεοπτική συνέντευξη του Ντ. Μάμετ στο Charlie Rose Show, από το βιβλίο "David Mamet in Conversation")
Όταν είδα την Ολεάννα, στο Απλό θέατρο, είκοσι σχεδόν χρόνια πριν, ένοιωθα σε όλη την παράσταση μια αδιόρατη ενόχληση. Στο τέλος, φοβερή νευρικότητα. Δυσφορία.
Με τη φίλη μου, τότε, προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τον κανόνα που διέπει μια συζήτηση, μια χειρονομία και τα όριά της.
Ο όρος πολιτική ορθότητα μόλις είχε κάνει την εμφάνισή του και έπρεπε να την προσαρμόσουμε στη ζωή μας.
Δεν είναι βέβαια τόσο απλά όσο τα περιγράφει ο Μάμετ στην παραπάνω συνέντευξή του.
Είκοσι χρόνια αργότερα, ένοιωσα στην παράσταση τη νευρικότητα της πρώτης φοράς.
Ο Μάμετ αφηγείται ένα απλό περιστατικό, μια καθημερινή σκηνή σε ένα Πανεπιστήμιο.
Μια φοιτήτρια επισκέπτεται το γραφείο του καθηγητή της προκειμένου να ενημερωθεί και να μάθει γιατί οι επιδόσεις της είναι χαμηλές. Κινδυνεύει να χάσει το μάθημα και τη χρονιά, πιθανώς και τη φοιτητική της ιδιότητα. Ενας καθηγητής απέναντί της αντιμετωπίζει την περίπτωσή της σχεδόν περιφρονητικά.
Επειδή είναι άλλα τα θέματα που τον απασχολούν. Η προαγωγή του, το καινούργιο σπίτι που θέλει να αγοράσει.
Όσο αλαζών είναι αυτός που της μιλά σαν να έχει γράψει το πολυτιμότερο αλλά και απλούστερο εγχειρίδιο στον κόσμο, και την υποτιμά στην ουσία προβάλλοντάς της την «βατή και κατανοητή» γραφή του, άλλο τόσο εκείνη είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα προκειμένου να πετύχει το στόχο της.
Μόλις διαπιστώνει ότι η συναίνεση είναι αδύνατη, ξεκινά την πολεμική.
Θα χρησιμοποιήσει κάθε του λέξη, κάθε του κίνηση, με βασικό της όπλο την πολιτική ορθότητα, προκειμένου να τον εξοντώσει. Και να πετύχει την προαγωγή της στο επόμενο εξάμηνο.
Οι φράσεις του έργου είναι απλές. Είναι η αρχή της μεγάλης παρεξήγησης και ενός μεγάλου πολέμου.
Είναι κάπως έτσι και το έχουμε ζήσει όλοι.
-« Αυτή η σκέψη που κάνεις είναι ανόητη»
-« Με λες ανόητη τώρα;».
Τόσο εύκολα. Είναι βέβαιον ότι οι άνθρωποι οι οποίοι προσεγγίζουν τις έννοιες από τόσο διαφορετική σκοπιά, δε θα συνεννοηθούν ποτέ.
Οι δυο ήρωες του Μάμετ συγκρούονται με σφοδρότητα. Διψούν για εξουσία. Ο ένας στο πρόσωπο του άλλου βλέπει έναν δαίμονα. Μια φοιτήτρια θα χάσει τις σπουδές της. Ένας καθηγητής κατηγορείται για αλαζονεία, κυνισμό, σεξισμό και όλα προέρχονται από τις λέξεις.
Στα μάτια του θεατή δε δικαιώνεται κανείς. Ακόμα και στο περιβάλλον του πανεπιστημίου, σε ένα περιβάλλον δημοκρατικό και ελεύθερο οι άνθρωποι αναζητούν ό,τι και παντού. Εξουσία και ασφάλεια.
Για να υπερισχύσουν ο ένας επί του άλλου όχι μόνο διαστρεβλώνουν κάθε έννοια, αλλά συμπεριφέρονται σαν κτήνη. Ο, τι και να συμβεί στο τέλος δε δικαιώνεται κανένας.
Πάντοτε θα υπάρχει ένας καθηγητής που έχει δεχτεί την υπερβολική εφαρμογή των κανόνων μιας πολιτικής ορθότητας και πάντοτε θα υπάρχει μια φοιτήτρια που γνωρίζει καλά ότι με αυτό το όπλο προχώρησε προς τη γνώση.
Επί 80 λεπτά στην Ολεάννα υφίστασαι την ψυχολογική και λεκτική βία, σε τρεις σκηνές που κυλούν σαν νερό, σε ένα απογυμνωμένο σκηνικό περιβάλλον, με δυο πρωταγωνιστές εξαιρετικούς. Τον Δημήτρη Καταλειφό και τη Λουκία Μιχαλοπούλου.
Για ώρες μετά την παράσταση, μεγάλες πια, και με την πολιτική ορθότητα ορατή στη ζωή, τη δουλειά και την κοινωνική μας παρουσία προσπαθούσαμε να δώσουμε απαντήσεις.
Δεν τις δώσαμε και εξακολουθούμε να έχουμε την ίδια αμηχανία και απορία απέναντι στο «ορθό» και τα όριά του σε σχέση με την ηθική, ή αλλιώς τη ζωή και την πραγματικότητα.
Άλλωστε και μόνο για αυτό το λόγο, η Ολεάννα είναι ένα έργο σπουδαίο.
Αποκλείεται να σε αφήσει απαθή, αμέτοχο.. Αποκλείεται να μην αναρωτηθείς. Αποκλείεται να μη συζητήσεις.
Αυτό κατά τη γνώμη μου, διαφοροποιεί ένα σπουδαίο έργο από μια απλή ιστορία, που απλώς λέγεται στο θέατρο.
* Η Ολεάννα είναι το όνομα μιας αποτυχημένης ουτοπικής αποικίας, η οποία ιδρύθηκε το 1850 στις Ηνωμένες Πολιτείες από το διάσημο Νορβηγό βιολονίστα Ολε Μπουλ.
σχόλια