Στη « Μήδεια» του Ευριπίδη, με το Γιώργο Κιμούλη.
Από την Κορίνα Φαρμακόρη.
Ένα στοίχημα ήταν το φετινό ανέβασμα της Μήδειας για το σκηνοθέτη της Σπύρο Ευαγγελάτο και τον πρωταγωνιστή Γιώργο Κιμούλη. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος επέστρεψε μετά από απουσία στο θέατρο της Επίδαυρου, απουσία που τον είχε ενοχλήσει, καθώς για χρόνια ήταν «εκ των ων ουκ άνευ» του Φεστιβάλ Αθηνών. Ο Γιώργος Κιμούλης αναμετρήθηκε με έναν από τους πιο απαιτητικούς γυναικείους ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Για το εγχείρημα επιστρατεύθηκαν εγνωσμένης αξίας συνεργάτες, ο Κ.Χ.Μύρης στη μετάφραση, ο Γιώργος Πάτσας στα σκηνικά, ο Γιάννης Μετζικώφ στα κουστούμια και ο Θάνος Μικρούτσικος στη μουσική. Καταξιωμένοι και με εμπειρία στο αρχαίο θέατρο και οι πρωταγωνιστές. Τα υλικά για την παράσταση ήταν λοιπόν καλοδιαλεγμένα, όμως δεν αρκεί αυτό για να πετύχει το «γεύμα», πρωταρχικό ρόλο παίζει και η συνταγή.
Η ενδιαφέρουσα πρόταση που κομίζει ο σκηνοθέτης είναι η εξ ολοκλήρου αντρική διανομή. Ντυμένοι με τα καλόγουστα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, οι πρωταγωνιστές και πρωτίστως ο Γιώργος Κιμούλης μεταμορφώνονται σε γυναίκες, χωρίς ούτε στιγμή το θέαμα να γίνεται γκροτέσκο. Τα προσωπεία ολοκληρώνουν την εικόνα και ο θεατής «ξεχνά» ότι οι ηθοποιοί είναι άντρες. Στο πρωτότυπο, όσο και λειτουργικό, σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, κυριαρχεί ένας επικλινής κύβος, διακοσμημένος με την εικόνα ενός αρχαιοελληνικού συμπλέγματος, που απαρτίζεται από ένα παιδί ανάμεσα σε πόδια ενηλίκων. Στην αρχή ο κύβος λειτουργεί ως εσωτερικός χώρος στον οποίο κινείται η Μήδεια και στο τέλος μεταμορφώνεται στο άρμα με το οποίο διαφεύγει.
Ο Γιώργος Κιμούλης ως Μήδεια έχει μελετήσει το ρόλο του πολύ, δεν «παριστάνει» τη γυναίκα και καταθέτει μια δυναμική και ειλικρινή ερμηνεία. Σε μεγάλο βαθμό έχει καταφέρει να ξεπεράσει τη μανιέρα του και τον χαρακτηριστικό τρόπο εκφοράς του λόγου, ωστόσο στην παράσταση που εγώ παρακολούθησα, τουλάχιστον δύο φορές ο Κιμούλης υπερίσχυσε της Μήδειας, διακόπτοντας στιγμιαία τη συνομιλία του με την ηρωίδα.
Ένα από τα βασικά προβλήματα που ανακύπτει είναι η ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στη Μήδεια και τον Ιάσονα. Η επιλογή του ικανού Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου φοβάμαι ότι ήταν εξαρχής παρακινδυνευμένη. Ο Ιάσονας δίπλα στη Μήδεια φαίνεται αδύναμος, εντύπωση που δε μειώνεται από τη σκηνοθετική επιλογή να δοθούν όλες οι «μάχες» του ζεύγους από απόσταση, συχνά δε με τη Μήδεια καθισμένη σε σκαμνιά. Η σωματική διάπλαση του Παπασπηλιόπουλου σε συνδυασμό με τη μάλλον άχρωμη ερμηνεία του, προδίδουν τον Ιάσονα και ούτε στιγμή δεν τον καθιστούν ισότιμο με την εντυπωσιακή και πορφυροντυμένη Μήδεια.
Ο Κρέοντας του Τάσου Νούσια διακατέχεται από έπαρση και η ερμηνεία του είναι αρκετά επίπεδη, χωρίς να εμβαθύνει σε άλλα στοιχεία του χαρακτήρα του. Με ιδιαίτερη άνεση απέδωσε το ρόλο της τροφού ο Μάνος Βακούσης, ενώ και οι Δημήτρης Παπανικολάου (Αιγέας), Νίκος Αναστασόπουλος (παιδαγωγός) και Νικόλας Παπαγιάννης (αγγελιοφόρος) μας χάρισαν κλασικές, εύστοχες ερμηνείες.
Ο χορός τραγούδησε και εκτέλεσε αυστηρούς σχηματισμούς, ενώ απουσίαζαν εντελώς οι χορογραφίες. Η έλλειψή τους δεν ενόχλησε, σε αντίθεση με τη μουσική του Θάνου Μικρούτσικου, η οποία παρέπεμπε σε έπος. Η μετάφραση του Κ.Χ.Μύρη αυτήν τη φορά έμοιαζε να μη θέλει να είναι ποιητική. Ο λόγος που επέλεξε ήταν στυφός, χωρίς στολίδια, στερώντας από το θεατή την αισθητική απόλαυση του κειμένου.
Η σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου ήταν λιτή, κλασική και χωρίς συγκινησιακές εξάρσεις. Η απουσία των παιδιών από τη σκηνή, η παρουσία των οποίων υπονοείται μόνο από τις ηχογραφημένες παιδικές φωνές, από τη μια, και η «άφυλη» μορφή της Μήδειας από την άλλη, συντελούν σε μια αποστασιοποιημένη μεταφορά μίας από τις πιο δραματικές σκηνές του αρχαιοελληνικού δραματολογίου. Η τραγικότητα της μάνας που σκοτώνει τα ίδια της παιδιά, τρελή από τον πόνο της συζυγικής προδοσίας, δεν αγγίζει εν κατακλείδι τον θεατή. Ο σπαραγμός της δε μπορεί εύκολα να αποδοθεί από έναν άντρα, όσο ικανός ηθοποιός κι αν είναι. Η παράσταση ολοκληρώνεται χωρίς ο θεατής να βιώσει την κάθαρση. Μένει ελαφρώς αμήχανος, καθώς στα αυτιά του ηχεί η ηχογραφημένη φωνή του σκηνοθέτη που απαγγέλει στίχους από το Εξόδιο Άσμα.
Τα τελευταία χρόνια με την έλευση του Γιώργου Λούκου στο Φεστιβάλ Αθηνών, τη λειτουργία της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών και τη δραστηριοποίηση νέων επιχειρηματιών στο χώρο του θεάματος, ο Έλληνας θεατρόφιλος μπόρεσε να έρθει σε επαφή με τη θεατρική πρωτοπορία εκτός Ελλάδας, από την οποία ουσιαστικά ήταν αποκλεισμένος, να καλλιεργήσει το κριτήριό του και, εύλογα, να γίνει πιο απαιτητικός.
Σ΄αυτόν το θεατή προσφέρεται τώρα το ανέβασμα ενός από τα πλέον αγαπητά όσο και πολυπαιγμένα αρχαία δράματα, της Μήδειας, με ματιά και τρόπο που έρχεται από και παραπέμπει στο παρελθόν. Η παράσταση είναι κλασική και λιτή, θα μπορούσε όμως να έχει παιχτεί και πριν από τριάντα χρόνια. Ο μόνος λόγος ύπαρξής της σήμερα είναι, ίσως, η νοσταλγία, αρκεί όμως αυτό; Ο Γιώργος Κιμούλης μοιάζει να κερδίζει το στοίχημα, ο Σπύρος Ευαγγελάτος όμως, ο οποίος στο παρελθόν έχει υπάρξει ρηξικέλευθος, θα πρέπει να να ανανεωθεί και να τολμήσει συνεργασίες που θα του προσφέρουν νέα ερεθίσματα.
σχόλια