Η ποιητική τοιχογραφία της ανοησίας
Αν υπάρχει κάποιος σκηνοθέτης στην Ευρώπη με απολύτως προσωπικό μουσικό ιδίωμα, αυτός είναι ο Κριστόφ Μαρτάλερ. Το θέατρο που έχει συλλάβει και παρουσιάζει αποτελεί δημιούργημα και σφραγίδα του. Ο Μαρτάλερ δημιουργεί τοιχογραφίες κάνοντας ένα βαθύ πολιτικό σχόλιο, μέσα σε έναν κόσμο που μπορεί και να είναι εφιαλτικός στην απόλυτη αρμονία του.
H Φρουτόμυγα
Στα έργα που έχουμε δει στην Ελλάδα, η «Φρουτόμυγα» αποτελεί μια σπουδή πάνω στο φαινόμενο του έρωτα, προσπαθώντας να σκιαγραφήσει τη φύση του μέσω της επιστήμης, ενώ στο «Ρίζενμπουτσμπαχ», κοιτάζει με το μοναδικό του βλέμμα και τον μεγεθυντικό φακό του τη μικρομεσαία τάξη και τις αθεράπευτες νευρώσεις της. Αυτή τη φορά έρχεται η σειρά της αστικής τάξης.
Ο Μαρτάλερ έρχεται στη Στέγη για να παρουσιάσει το έργο του “Das Weisse vom Ei/ Une île flottante”, του οποίου ο ελληνικός τίτλος θα είναι «Το ασπράδι του αυγού, κρέμα και μαρέγκα».
Une île flottante, σημαίνει στη ζαχαροπλαστική ένα επιδόρπιο γαλλικής προέλευσης, ένα επιδόρπιο λαχταριστό από μαρέγκα που επιπλέει μέσα σε crème anglaise. Για το γλυκό αυτό υπάρχει μια σύγχυση σχετικά με την προέλευση και την ονομασία του, αλλά ταιριάζει γάντι στον σκηνοθέτη Κριστόφ Μαρτάλερ, ο οποίος αποφάσισε να ενώσει το Une île flottante με το γερμανικό Das Weisse vom Ei, το οποίο σημαίνει ασπράδι του αυγού και να δώσει τη δική του ερμηνεία στο έργο του Γάλλου δραματουργού Ευγένιου Λαμπίς, ο οποίος είναι ένας από τους πιο σημαντικούς εκφραστές του veaudeville, είδους παρεξηγημένου από πολλούς θεωρητικούς, το οποίο γνώρισε άνθηση κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Τα έργα του Λαμπίς χαρακτηρίζονται όχι για τις απρόβλεπτες καταστάσεις αλλά για το τολμηρό τους χιούμορ. Το οποίο ταιριάζει επίσης γάντι στο μελαγχολικό χιούμορ του Μαρτάλερ. Δεν είναι τυχαίο ότι διάλεξε Λαμπίς αντί άλλου κωμωδιογράφου.
Ο Κριστόφ Μαρτάλερ γεννήθηκε στη Ζυρίχη και ξεκίνησε την καριέρα του παίζοντας επαγγελματικά όμποε και φλάουτο. Αποφοίτησε από τη σχολή του Jacques Lecoq στο Παρίσι, στη δεκαετία του 70 και στη συνέχεια έγινε παγκοσμίως γνωστός με τις θεατρικές του παραγωγές. Το 1991, η συνάντηση του με την διακοσμήτρια, Anna Viebrock και την δραματουργό, Stephanie Carp επηρέασε την καριέρα του δραματικά κι ανεπανόρθωτα. Μετά την εμφάνιση του Μαρτάλερ στο ευρωπαϊκό θέατρο, τίποτα δεν είναι το ίδιο.
Το μοναδικό του ύφος διακρίνεται από μία βραδύτητα και μια ειρωνεία στη γραφή του, και είναι ενσωματωμένο στην καθημερινή πραγματικότητα. Με τρυφερότητα, χιούμορ και ανθρωπιά, μας παρουσιάζει τους κοινούς θνητούς, οι οποίοι είναι θύματα υπαρξιακών και σχεσιακών ερωτημάτων σε ένα κόσμο που μέρα με τη μέρα ρημάζει.
Ο Μαρτάλερ δημιουργεί ένα έργο πάνω στο έργο του Λαμπίς, χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από το «Un mouton à l'mezzanine» και από το «La poudre aux yeux". Πρωταγωνιστές του δύο οικογένειες. Η μια μιλά γερμανικά, η άλλη γαλλικά. Ο Μαρτάλερ χρησιμοποιεί τη διγλωσσία για να προσεγγίσει την ασυνεννοησία, για να στήσει μια μαύρη κωμωδία στην οποία η αστική τάξη γελοιοποιείται ανελέητα.
Δύο οικογένειες ευυπόληπτων αστών συναντιούνται με αφορμή τον επικείμενο γάμο των τέκνων τους και, αδυνατώντας να συνεννοηθούν, τραγουδούν σαν να μην υπάρχει αύριο, χορεύουν σέικ, σφηνώνουν σε ξεχαρβαλωμένες καρέκλες, υποφέρουν από ρινορραγία και φλυαρούν περιφέροντας βαλσαμωμένα ζώα. Η συμπεριφορά και οι συζητήσεις τους είναι ακατανόητες εξ αιτίας τόσο της αντικειμενικής δυσκολίας τους να συνεννοηθούν όσο και της ανοησίας τους. Μπορεί οι εντυπωσιακοί χαρακτήρες του να θέλουν να μοιάζουν εκθαμβωτικοί, αλλά είναι πάντα θλιβερά γελοίοι, αδέξιοι, άχαροι και άδειοι. Όμως ποτέ ένα έργο του Μαρτάλερ δε σημαίνει μόνο αυτό. Αυτό θα ήταν μια ανάγνωση κοινωνική ή πολιτική.
Για τον Μαρτάλερ χρειάζεται να φτιάξεις μια αλυσίδα πράξεων. Χρειάζεται μόνο ένας διάλογος, ο οποίος αναφέρεται σε μια άρια όπερας, με σκοπό να βρείτε τον εαυτό σας μέσα στον Ιονέσκο, ο οποίος θα ακούσει τα βήματα του Τατί και τον βαρύ απόηχο των μικροαστών του Μπρέχτ. Οι δουλειές του Μαρτάλερ είναι ένας ολόκληρος κόσμος πρωτοφανούς λεπτομέρειας και λεπτότητας. Είναι ο μόνος που μπορεί να μετατρέψει ένα πιάνο σε άρπα με ντανταϊστικό χιούμορ. Το πλωτό νησάκι από μαρέγκα μετατρέπει το συνονθύλευμα ανοησίας των προσώπων σε ποίηση. Τα αφηγηματικά κείμενα ανοίγουν τα πανιά τους με έναν αέρα ελεύθερο και φανταστικό. Μη φανταστείτε καμία αποδόμηση. Είναι η πιο ζαχαρένια, ονειρεμένη σύνθεση θεάτρου που μπορεί να δει κανείς. Στην τσεπούλα σας κρύψτε μια μαρέγκα.
***
Το River of Fundament δεν είναι για όλους
Το 1983 ο Νόρμαν Μέιλερ γράφει τα “Αρχαία δειλινά”. Μέσα σε ένα μυθιστόρημα εκθαμβωτικό αναπλάθει το μυσοβυθισμένο στη λήθη πολιτισμό της Αρχαίας Αιγύπτου. Ο Μέιλερ εμφυσά ζωή στα πρόσωπα της εποχής της 18ης Δυναστείας των Φαραώ: στον Ραμσή Β' και στη σύζυγό του Νεφερταρί, στον Μενενχετέτ, δημιούργημα, εραστή και θύμα τους, στους θεούς και τους θνητούς που τους περιστοιχίζουν, διατηρώντας άμεση, τηλεπαθητική επικοινωνία μαζί τους. Ο ήρωάς του, που μετενσαρκώνεται τρεις φορές στη διάρκεια του μυθιστορήματος, κινείται μέσα στο εκτυφλωτικό φως πάλλευκων ναών, στους εξαίσιους κήπους του βασιλικού χαρεμιού, κατά μήκος του επιβλητικού, ζωοδότη Νείλου, αλλά και μέσα στην κλαγγή της μάχης. Το μυθιστόρημα εκφράζει την εμμονή του Μέιλερ με τη μαγεία και τον ερωτισμό.
«...πρέπει να καταλάβεις ότι είσαι νεκρός εδώ και χίλια χρόνια”.
Αυτή η πορεία προς την μετενσάρκωση, το νερό, το θάνατο, ο Νόρμαν Μέιλερ, η Αίγυπτος και η σύγχρονη Αμερική είναι η πηγή έμπνευσης του Μάθιου Μπάρνεϊ, ενός καλλιτέχνη γνωστού παγκοσμίως για τα τεράστια, τολμηρά έργα του σχετικά με τα πάντα. Από τα φαλαινοθηρικά πλοία μέχρι την οδοντιατρική.
"Ο Νόρμαν ήταν πολύ ευαίσθητος και γεμάτος αμφιβολίες," λέει ο Rushdie, καθώς το φάντασμα του συγγραφέα περιδιαβαίνει το δωμάτιο.
Ο Μάθιου Μπάρνεϊ είναι μια κινητή επιτυχία. Έφυγε από το Yale το 1989, όταν έδωσε μόνος του μια παράσταση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο το 1992 και όταν εμφανίστηκε στο Documenta 9 και στο Biennial έναν χρόνο αργότερα. H αλήθεια είναι ότι η τέχνη του δεν ήταν ποτέ για τον καθένα. Όντας γλύπτης, περφόρμερ και σκηνοθέτης, ο Μπάρνεϊ συχνά εξελίσσει τα έργα του με το πέρασμα των ετών.
Ξεκίνησε τη συλλογή του, με τίτλο (Drawing Restraint) το 1987, κυκλοφορώντας μια ταινία το 2005, το Drawing Restraint 9, γυρισμένη σε ένα ισλανδικό φαλαινοθηρικό και με πρωταγωνίστρια την τότε σύντροφό του, Μπιόρκ. Οι ταινίες του Μπάρνεϊ με τίτλο Cremaster Cycle, (οι οποίες ολοκληρώθηκαν μεταξύ του 1994 και του 2002 και ονομάστηκαν έτσι από τους μυς που ελέγχουν την άνοδο και την πτώση των όρχεων) ήταν περίεργα, βασανιστικά, μυθολογικά αινίγματα, τα οποία κινούνταν από την κέλτικη μυθολογία και τους μοτοσυκλετικούς αγώνες TT στη νήσο του Μαν, σε σκηνές από το μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης, με πρωταγωνιστές εκτελεστές της μαφίας, εμπνευσμένες από τη οδοντιατρική και με τον Γκάρι Γκίλμορ και τον γλύπτη Ρίτσαρντ Σερρά σαν μεγάλο ειδικό του τεκτονισμού.Αυτό που ενώνει όλα τα έργα του Μπάρνεϊ είναι η ψύχωση με το σώμα, τη ζωή και τον θάνατο, η δημιουργικότητα, τα συστήματα της πίστης, η δύναμη και η βιομηχανία.
σχόλια