Η Μελίνα ήξερε να κερδίζει, αλλά ήξερε και να χάνει. Όταν το φθινόπωρο του 1990 μπήκε επικεφαλής του συνδυασμού διεκδίκησης της δημαρχίας της Αθήνας με τη στήριξη του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού, πίστεψε ότι έφτασε στο υπέρτατο αξίωμα που θα μπορούσε να της προσφέρει η ελληνική δημοκρατία – το ίδιο αξίωμα που κατείχε και ο πολυαγαπημένος της παππούς Σπύρος Μερκούρης για 21 χρόνια και με τον οποίο είχε εμμονή. Όλοι στο περιβάλλον της προσπάθησαν να την αποτρέψουν. Εκείνη ήταν ανένδοτη και πίστευε ότι της δινόταν ακόμα μια ευκαιρία να κάνει ως δήμαρχος Αθηναίων ακόμα περισσότερα για την πόλη της. Αντίπαλός της στη διεκδίκηση αυτή, ο πρώην σύντροφός της από το ΠΑΣΟΚ, Αντώνης Τρίτσης, ο οποίος είχε την υποστήριξη της συντηρητικής Νέας Δημοκρατίας, σε μια εποχή που ο παπανδρεϊσμός είχε υποστεί μεγάλη φθορά και το ΠΑΣΟΚ πνιγόταν μέσα στα απόνερα του σκανδάλου Κοσκωτά. Αλλά έτσι κι αλλιώς, οι «δικοί» της δεν έκαναν τίποτα να τη στηρίξουν. Πιο πολλά έκανε το ελληνικό θέατρο και ηθοποιοί όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Λάκης Λαζόπουλος – εις μάτην. Οι Αθηναίοι δεν πείστηκαν και τη βραδιά των εκλογών, όταν πια ήταν ξεκάθαρη η νίκη του Τρίτση, η Μελίνα πήρε θέση μπροστά στο μικρόφωνο και είπε με περίσσια εντιμότητα «χάσαμε». Ευχήθηκε καλή επιτυχία στον νέο δήμαρχο και προχώρησε μπροστά, με το κεφάλι ψηλά.
Κατά τα λεγόμενά της, κοίταξε κατάματα την ασθένειά της. Πράγματι, υπήρξε περίοδος που κάθε πρωί, πριν από το γραφείο της, πήγαινε για χημειοθεραπεία. Το ίδιο ακριβώς διάστημα, 357 έντυπα, τηλεοπτικά κανάλια και ραδιόφωνα απ' όλο τον κόσμο διεκδικούσαν μια συνέντευξη μαζί της.
Το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε εκτός εξουσίας για μια τριετία και όταν επέστρεψε ως κυβέρνηση το ’93, η Μελίνα, με δεδομένα τα σοβαρά προβλήματα υγείας της με καρκίνο πνευμόνων, ανέλαβε ξανά το αγαπημένο της υπουργείο, σε συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο. Κατά τα λεγόμενά της, κοίταξε κατάματα την ασθένειά της. Πράγματι, υπήρξε περίοδος που κάθε πρωί, πριν από το γραφείο της, πήγαινε για χημειοθεραπεία. Το ίδιο ακριβώς διάστημα, 357 έντυπα, τηλεοπτικά κανάλια και ραδιόφωνα απ’ όλο τον κόσμο διεκδικούσαν μια συνέντευξη μαζί της. Κι εκείνη, πικραμένη, έβλεπε πολλές από τις αρμοδιότητες του υπουργείου, συμπεριλαμβανομένου και του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, να πηγαίνουν σε άλλα χέρια. Τη μέρα πριν ταξιδέψει για τη Νέα Υόρκη για να εγχειριστεί, πέρασε από το υπουργείο να αποχαιρετήσει τους πιο αγαπημένους συνεργάτες της. Κι ενώ τους αποχαιρέτησε κι έφυγε, επέστρεψε λίγα λεπτά αργότερα, ξαναμπήκε στο γραφείο της χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν, κούρδισε μια μικρή λατέρνα που της είχε χαρίσει ο Τσαρούχης και αποχώρησε υπό τη μελωδία των «Παιδιών του Πειραιά».
Έναν μήνα αργότερα, την καλωσόριζε ο εκκωφαντικός ήχος των Φάντομ που συνόδευαν το Τζάμπο που έφερνε πίσω τη σορό της. Δύο εικοσιτετράωρα κράτησε το λαϊκό προσκύνημα των χιλιάδων Αθηναίων που πέρασαν από το παρεκκλήσι της Μητρόπολης για να πουν το στερνό τους αντίο και στις 10 Μαρτίου, μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία, πλήθη Αθηναίων τη συνόδευσαν μέχρι την τελευταία της κατοικία στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που κηδεύτηκε μετά από τριήμερο εθνικό πένθος, με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού. Ήταν η μεγαλύτερη σε όγκο και συγκίνηση κηδεία που έχει δει ποτέ η Αθήνα, ξεπερνώντας ακόμα και εκείνες δημοφιλέστερων προσωπικοτήτων. Και μάλλον θα αργήσει να ξαναδεί, γιατί η Μελίνα ήταν μία και μοναδική.