Ένα παράπηγμα – σουβλατζίδικο στην άκρη μίας ειδυλλιακής παραλίας κάπου στην Ελλάδα. Ένας μεσήλικας άντρας, με όλες τις κακές συνήθειες του τυπικού Έλληνα της τσαπατσουλιάς και της αυθαιρεσίας. Η κόρη του, που τον αντιμετωπίζει με οίκτο. Η εξαφάνιση ενός νεαρού Γερμανού τουρίστα αναστατώνει τη ρουτίνα τους και απειλεί την ίδια τους την επιβίωση. Ένας νεαρός αστυνομικός, ο μόνος επισκέπτης της καντίνας, θα αποδειχθεί αμείλικτος κριτής και υπονομευτής της ίδιας τους της ύπαρξης.
Ο συγγραφέας του Άγριου Σπόρου, Γιάννης Τσίρος μιλάει για ένα ιδιαίτερα επίκαιρο στα μηνύματά του θεατρικού έργο.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΠΑΡΙΔΗ
Ο «Άγριος Σπόρος» μοιάζει ένα έργο σε ευθεία αναφορά με την επικαιρότητα. Το γράψατε πρόσφατα;
‘Όχι, δεν γράφτηκε πρόσφατα. Άρχισε να γράφεται το 2008 αλλά για κάποιους λόγους δεν ευόδωσε. Όμως τα γεγονότα που ακολούθησαν έδωσαν νέα πνοή και το δημιούργησαν.
Όταν το γράφατε δεν υπήρχε η δαιμονοποίηση των Γερμανών, όπως συνέβη στην πορεία με τις γνωστές επεμβάσεις στα εσωτερικά της Ελλάδας, με την κορύφωση της κρίσης ;
Θα έλεγα ότι στην αρχή ξεκίνησα με έναν χαρακτήρα που δέχεται την αποστροφή των ανθρώπων του περιβάλλοντός του, Ελλήνων και ξένων, ακριβώς γιατί ο ίδιος διατηρεί κάποια απωθητικά στοιχεία. Εννοώ στοιχεία της καθημερινότητάς του, τα οποία κατά τη γνώμη των άλλων έπρεπε να αλλάξουν από κάποιες συνήθειες που θεωρούνται πιο σύγχρονες.
Εσάς σας γοητεύουν αυτά του τα στοιχεία και θελήσατε να τα υπερασπιστείτε;
Δεν υπερασπίζομαι αυτά του τα στοιχεία. Το θέατρο δεν προσφέρεται για την υπεράσπιση κάποιου, ούτε για την καταγγελία του. Δείχνει κάποια πλευρά της ζωής του. Οι θεατές αποφασίζουν τι θέλουν να υπερασπιστούν και τι όχι. Σίγουρα όμως αν υπερασπίζομαι κάτι σ’ αυτόν τον άνθρωπο, τον ήρωά μου, εξίσου υπερασπίζομαι και τις ιδέες οι οποίες τον επιπλήττουν. Αλλιώς δεν παράγεται δραματική κατάσταση.
Κατανοώ να συμπονάτε τον ήρωα σας. Όπως κάθε άνθρωπος έχει κι αυτός πληγές.
Εκτός από πληγές έχει και ένα μερίδιο αλήθειας στις όποιες πράξεις του.
Βεβαίως. Αλλά έρχεται η νέα γενιά και του λέει ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό. Και αυτό εσείς επίσης το υπερασπίζεστε, συγχρόνως με τα κακώς κείμενα του ήρωα.
Το υπερασπίζομαι στο σημείο που ο αυτός ο άνθρωπος δεν δύναται να αλλάξει. Δε μπορεί να ακολουθήσει ούτε τη ροή ούτε την ταχύτητα των πραγμάτων. Δεν ξέρω αν αυτό που χρειάζεται είναι χρόνος, ή αν χρειαζόταν στο παρελθόν μία προετοιμασία, αλλά ο συγκεκριμένος άνθρωπος, όπως και πολλοί σαν αυτόν στην επαρχία, έχουν τους δικούς τους ρυθμούς. Είναι δύσκολο να τους αλλάξουν, πολύ περισσότερο όταν οι εξελίξεις έρχονται επιβαλλόμενες. Τότε αρνούνται.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Έλληνα που περνάει μέσα στο έργο σας, είναι η ζήλια. Που φέρνει βέβαια και την πόλωση σε μία κοινωνία. Το λέει η κόρη του ήρωα πώς το μισό χωριό είναι υπέρ του πατέρα και το άλλο μισό τον επιβουλεύεται…
Δεν υπάρχει ζήλια. Αλλά ναι, μας χαρακτηρίζει μία πόλωση που την παρακολουθώ με οδύνη. Ίσως πράγματι η φτώχεια να φέρνει γκρίνια. Βλέπω ότι η κοινωνία μας, όπως δυστυχώς έχουμε δει και σε άλλες κοινωνίες, ίσως όχι στις τόσο «προηγμένες», ότι διχάζονται. Το βλέπουμε στη διπλανή μας Τουρκία, στην Ουκρανία και σε πολλές χώρες αραβικές. Βέβαια η ελληνική κοινωνία δεν είναι στην ίδια θέση, ή έτσι θέλω να νομίζω. Ελπίζω λοιπόν ότι η κοινωνία μας θα μπορέσει να βρει ήπια λύση, αρκεί η κάθε πλευρά να μπορέσει να αναγνωρίσει τα δικαιώματα ύπαρξης και της άλλης.
Πάντως ενώ βλέπουμε κυρίως τα κακώς κείμενα του ήρωα, τον βάζετε να λέει «δεν ξέρουν με τη ράτσα τα έχουν βάλει». Σαν να του αναγνωρίζετε το μεγαλείο της καπατσοσύνης του.
Είναι μία χαρακτηριστική καταφυγή των Ελλήνων και όχι μόνο. Κάθε λαός καταφεύγει σε πιο βαθιά, ακόμα και πιο σκοτεινά σημεία, θεωρώντας ότι υπάρχει ένα εθνικό ψυχικό απόθεμα, το οποίο μπορεί να τον ορθώσει ηθικά. Μερικές φορές αυτό είναι μεγαλειώδες, άλλες δεν είναι κάτι περισσότερο από την αθλιότητα του, την οποία κι αυτός τη λούζεται καθημερινά. Αλλά γι’ αυτόν είναι πάντα μία μικρή νίκη.
Είναι σαν τελικά να δικαιώνεται απόλυτα, να ηρωποιείται κυριολεκτικά.
Η γραφή ενός θεατρικού έργου δεν είναι ούτε πολιτικός σχεδιασμός, ούτε μανιφέστο. Δεν είχα πρόθεση ηρωοποίησης, αλλά ανάδειξης της τραγικής του θέσης. Υπάρχει όμως ένα άλλο στοιχείο σε αυτό το έργο, το οποίο το τόλμησα, ξέροντας ότι θα αναλάβω και κάποιο κόστος. Η δραματουργία, από άποψη πρωτοπορίας θεωρείται ουραγός των τεχνών, αλλά έρχεται με ένα μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο καταστάλαγμα, ίσως μετά από χρόνια, όταν όλα έχουν κοπάσει, για να μιλήσει για το τι συνέβη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το έργο μιλάει για μια τρέχουσα κατάσταση, γι’ αυτό που ζούμε καθημερινά και δε ξέρουμε πότε θα λήξει. Αυτός ο χρονικός συγχρονισμός είναι σαν να μας φέρνει κοντά και το χνώτο του ήρωα, σε σημείο που να το οσμιζόμαστε, και αυτό μπορεί να μας ενοχλεί, να μην μας αρέσει. Το διαπιστώνει και ο ίδιος όταν λέει «Δεν τους αρέσω, γιατί ίσως να τους θυμίζω κάτι που θέλουν να ξεχάσουν». Η ύπαρξή του όμως αντιστοιχεί σε μία πραγματικότητα. Μαζί με τις συνήθειές του αφανίζουν και τον ίδιο. Και σ’ αυτό δικαιούται ν’ αντιστέκεται. Δεν έγραψα το έργο για να πω κάτι περισσότερο. Προσπάθησα να μιλήσω γι’ αυτό που συμβαίνει.
Τότε προς τι η γερμανική παρουσία που έρχεται να επιβάλει μία «πειθαρχία»; Όπως στην πραγματική ζωή, που η Γερμανία μας επιβάλει μία ανεπιθύμητη από την πλειονότητα πειθαρχία...
Την πειθαρχία στο έργο την επιβάλουν οι Έλληνες, αισθανόμενοι την πίεση των ξένων. Στην υπόθεση υπάρχει μία τυπική διαδικασία σε μία αστυνομική έρευνα. Τώρα, όσον αφορά τις αναγωγές στην πολιτική πραγματικότητα, αν ζητάτε μία ξεκάθαρη θέση μου, αυτό που κυριαρχεί σε μένα, είναι ότι είμαι πάντα με την πλευρά του ανίσχυρου. Δε θα μπορούσα να μην είμαι.
ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΡΟΥ ΑΓΡΙΟΣ ΣΠΟΡΟΣ
Σκηνοθεσία: Τσέζαρις Γκραουζίνις
Σκηνικά- Κουστούμια: Πάρις Μέξης
Μουσική: Δημήτρης Θεοχάρης
Παίζουν: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Κίμωνας Κουρής, Μυρσίνη Χρυσοχοΐδου
Θέατρο Ακροπόλ Ιπποκράτους 9-11 210 3643700
Παρασκευή 11, Σάββατο 12 και Κυριακή 13 Απριλίου 2014 21:00
σχόλια