Από το 1997 ο Κώστας Χρηστίδης είναι εγκαταστημένος στο Λος Άντζελες. Στην αρχή για σπουδές μουσικής κινηματογράφου, κι αμέσως μετά ως βοηθός του διάσημου συνθέτη του Χόλυγουντ, Κρίστοφερ Γιάνγκ. Σήμερα, υπογράφει πια ο ίδιος μουσική σε ταινίες όπως το Dark Ride, The Drone Virus, το Baytown Outlaws (παραγωγής 2012 με τους Μπίλυ Μπομπ Θόρτον και την Εύα Λονγκόρια) αλλά και τα τηλεοπτικά κινούμενα σχέδια Crime Time.
Για τον ελληνικό κινηματογράφο έχει δουλέψει δύο φορές. Πριν μερικά χρόνια μαζί με το φίλο του Μίνω Μάτσα συνεργάστηκαν για τη μουσική επένδυση του Eduart της Αγγελικής Αντωνίου, με το οποίο κέρδισαν το Κρατικό βραβείο ποιότητας 2006, και μόλις φέτος το Poker Face του Χρήστου Δήμα με τον οποίο γνωρίστηκαν στην πρεμιέρα της ταινίας…
Πως γίνεται μια συνεργασία από τόσο μεγάλη απόσταση;
Πάρα πολύ απλά! Με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Όταν ο Χρήστος σηκωνόταν για πρωί εδώ, εκεί ήταν μεσάνυχτα. Ανοίγαμε το Skype και δουλεύαμε. Εντωμεταξύ μου είχε στείλει εικόνες από τα γυρίσματα κι εγώ του είχα στείλει μουσικά κομμάτια μέσω μέηλ. Μ’ αυτόν τον τρόπο εργαστήκαμε δυόμιση με τρεις μήνες γιατί είμαι από αυτούς που γράφουν μουσική επάνω στην εικόνα κι όχι με βάση το σενάριο. Συνολικά 68 λεπτά μουσικής.
Διαφέρει πολύ η αντιμετώπιση της μουσικής επένδυσης μεταξύ του ελληνικού και του αμερικανικού κινηματογράφου;
Στον ελληνικό κινηματογράφο δεν γίνεται πραγματικά score. Καλούνται άνθρωποι του τραγουδιού και γράφουν 10 με 15 κομμάτια τα οποία αφήνονται στην τύχη του μοντέρ. Μπορεί να είναι όμορφα κομμάτια αλλά δεν ακολουθούν καμμία τεχνική. Κι απ’ ο, τι έχω αντιληφθεί μέχρι σήμερα, τόσο οι σκηνοθέτες όσο και οι παραγωγοί δε γνωρίζουν τη διαδικασία και τη λειτουργία της μουσικής στον κινηματογράφο. Μια ταινία δεν τελειώνει με το μοντάζ.
Πως είναι να εργάζεσαι για τα μεγάλα στούντιο και τις παντοδύναμες εταιρίες παραγωγής;
Τρομερή ευθύνη. Καθώς η μουσική μπαίνει τελευταία σε μια ταινία, συνήθως έχουν εξαντληθεί και ο χρόνος και το budget. Καθ΄όλη τη διάρκεια του μοντάζ και για τρεις περίπου μήνες είσαι σε καθημερινή επαφή με σκηνοθέτη, film editor και παραγωγό.
Εσύ διαθέτεις εμπειρία δίπλα στον Κρίστοφερ Γιάνγκ.
Ήταν μεγάλη εμπειρία. Έμαθα πώς να χειρίζομαι δύσκολες καταστάσεις με τα στούντιο και παράλληλα έγραψα, χάρη σ’ αυτήν τη συνεργασία μου μαζί του, συμπληρωματικά μουσικά κομμάτια για ταινίες όπως τα Ναυτιλιακά Nέα, το Spiderman 3 και το Love Happens. Ακολουθώντας πάντα το δικό του στυλ φυσικά.
Τώρα πια υπογράφεις δικά σου scores.
Ναι, έχω κάνει αρκετές δικές μου δουλειές. Συνεργάζομαι και με τον Νάσο Βακαλή που δραστηριοποιείται στην DreamWorks σε κινούμενα σχέδια. Πάντως η αξία σου εκτινάζεται στα ύψη, μόνο όταν μια σου ταινία γίνει box office hit, όταν θεωρηθεί blocbuster. Ασχέτως τι ποιότητα μουσικής έχεις γράψει, συνδέεσαι με την επιτυχία της ταινίας και σε ζητάν γι’ αυτό.
Πως είναι να σταδιοδρομείς σήμερα ως μουσικός στον αμερικανικό κινηματογράφο; Φαντάζομαι θα είναι η πιο σκληρή αρένα του κόσμου….
Ειδικά μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’90 που άρχισε να αλλάζει ο ήχος στον κινηματογράφο και να μπαίνει περισσότερο ηλεκτρονικός ήχος. Εμφανίζονται συνθέτες με ελάχιστες μουσικές γνώσεις αλλά με ένα καλό συνθεσάιζερ και κάποια καλά software και με κάποιο τρόπο δημιουργούν μουσικά θέματα. Αν χρειαστεί, προσλαμβάνουν και έναν μουσικό και τους σουλουπώνει το αποτέλεσμα. Επίσης, έχουν εμφανιστεί και πολλά πρώην μέλη ροκ γκρουπ ή της τζαζ που λόγω του ονόματος τους παίρνουν πιο εύκολα δουλειές απ’ ο, τι ένας μουσικός με σπουδές. Ένα άλλο θέμα είναι το ηλικιακό. Σήμερα προσλαμβάνουν πολύ πιο εύκολα έναν εικοσιπεντάχρονο.
Οπότε, οφείλεις να είσαι να είσαι απολύτως ενήμερος για κάθε νέα μουσική τάση.
Καθημερινώς! Τεχνολογία, ήχο, μουσική, τα πάντα. Οι σκηνοθέτες άλλωστε δε ζητάν πια μεγάλα ορχηστρικά θέματα όπως τις δεκαετίες του ’70 και του ΄80. Θέλουν σύντομα θέματα και πιο υποτονική μουσική. Έχουμε και τα sound effects που δεν είχαμε παλιά. Έχει πάψει πια η μουσική να έχει τη λειτουργικότητα που είχε. Τώρα όλοι επιδιώκουν την ατμόσφαιρα.
συνέντευξη: Χρήστος Παρίδης φωτογραφίες: Χάρης Σαράντης
σχόλια