Ένα χρόνο πριν η Αμερική πάρει μέρος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Νέα Υόρκη – κυρίως η περιοχή με το όνομα Little Armenia στην λεωφόρο Lexington και η Little Syria κοντά στο δημαρχείο – ήταν η νέα πατρίδα για θύλακες μεταναστών των οποίων οι ζωές και πατρίδες είχαν καταστραφεί από τον πόλεμο. Ενώ επιβίωναν με δουλειές του ποδαριού, μια σκηνή μουσικών γεννήθηκε ανάμεσά τους. Οι κυριότερες δισκογραφικές εταιρίες, η Columbia και η Victor, άντλησαν από την μεταναστευτική σκηνή, ηχογραφώντας τη μουσική τους σε δίσκους 78 στροφών. Μουσική για τους νοσταλγούς της πατρίδας.
Μερικές δεκαετίες μετά: ο Ίαν Ναγκόσκι, ένας ιδιοκτήτης δισκάδικου στη Βαλτιμόρη, βρέθηκε με ένα κουτί ελληνικών ηχογραφήσεων γραμμοφώνου. Συλλέγοντας δίσκους του ίδιου είδους, ανακάλυψε ιστορίες για τις ζωές των μουσικών που τους δημιούργησαν.
Τηλεφώνησα στον Ίαν για να μιλήσουμε για έθνικ ρετρό μουσική.
VICE: Γεια σου Ίαν. Πώς βρέθηκαν στα χέρια σου αυτοί οι δίσκοι 78 στροφών; Ήταν όλοι για γραμμόφωνο;
Ίαν Ναγκόσκι: Ναι, ήταν όλοι δίσκοι 78 στροφών από τις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Συνήθιζα να αγοράζω οτιδήποτε σε 78 στροφές που δεν ήταν στ’ αγγλικά. Είχα κάποια πράγματα στα τούρκικα και στα αραβικά και μου άρεσαν, αλλά δεν ασχολήθηκα και πολύ. Μετά απέκτησα μία κούτα με δίσκους στα ελληνικά και συνειδητοποίησα ότι οι τούρκικοι και αραβικοί δίσκοι που είχα είχαν ηχογραφηθεί περίπου την ίδια περίοδο στην ίδια περιοχή, κι αυτό ήταν στις δεκαετίες του 1910 και 1920 στη Νέα Υόρκη, από ανθρώπους που ίσως γνωρίζονταν. Συνειδητοποιώντας τη σχέση που υπήρχε μεταξύ τους αποφάσισα να μάθω όσο πιο πολλά μπορούσα για τις ιστορίες και τις σχέσεις αυτών των ανθρώπων.
VICE: Υπάρχει μια φωνή σ’ αυτούς τους δίσκους που ξεχωρίζει, η Μαρίκα Παπαγκίκα. Πώς έμαθες γι’ αυτή;
Έφτασε σε μία κούτα για γάλατα η οποία σύρθηκε έξω από ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στη Βαλτιμόρη. Ένας ηλικιωμένος Έλληνας είχε πεθάνει και αυτοί που είχαν προσληφθεί για να αδειάσουν το σπίτι άρπαξαν όλους τους δίσκους και τους έφεραν σε μένα κι αγόρασα όλη την κούτα για πέντε δολάρια, ήταν το 2006. Ήταν το κουτί με τους ελληνικούς δίσκους που πραγματικά με έστειλε. Ήθελα να μάθω πραγματικά τα πάντα και ειδικά για τη Μαρίκα. Είχα ήδη δίσκους του Αχιλλέα Πούλου, που έπαιζε ούτι, και του βιολονίστα Naim Karakand – ήταν κάπως η σύνδεση όλων αυτών και συνειδητοποίησα ότι όλοι ήταν σπουδαίοι μουσικοί.
Μετά έβγαλες ένα άλμπουμ της Μαρίκας Παπαγκίκα με τη Mississippi Records με το όνομα TheFurtherTheFlameTheWorseItBurnsMe. Πώς έγινε αυτό;
Ήμασταν σε επαφή για αρκετά χρόνια – έχω το δικό μου μικρό δισκάδικο στη Βαλτιμόρη. Είχα τηλεφωνική σχέση με τον Eric Isaacson, ο οποίος τρέχει την Mississippi. Το 2007 είχα βγάλει ένα δίσκο που λεγόταν BlackMirror με ένα τραγούδι της Μαρίκας Παπαγκίκα που του άρεσε πολύ και μου ζήτησε να ξανακάνω κάτι παρόμοιο για την εταιρία τους. Βασικά μου έδωσαν ελευθερία για ένα δικό μου δίσκο, κι έτσι προσπάθησα να μαζέψω ό,τι είχε ηχογραφήσει ποτέ.
Τέλεια. Τι ξέρεις για τη ζωή της; Όλα της τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν στη Νέα Υόρκη;
Το πιστοποιητικό θανάτου της λέει ότι γεννήθηκε στην Κω και ξέρουμε ότι ηχογράφησε για πρώτη φορά στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στο τέλος του 1914. Έφτασε στο νησί Έλλις στη Νέα Υόρκη το 1915 και ξεκίνησε να ηχογραφεί στο τέλος του 1918. Από ηχογραφούσε πάντα στη Νέα Υόρκη εκτός από νομίζω έξι τραγούδια που έγραψε στο Σικάγο, για μια ανεξάρτητη δισκογραφική που λεγόταν the Greek Record Company.
Δηλαδή οι δίσκοι που έγιναν στη Νέα Υόρκη ήταν όλοι της Κολούμπια;
Όλοι είναι της Κολούμπια και της Victor που ήταν οι δύο μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες της εποχής και τώρα είναι ιδιοκτησία της Sony.
Άκουγα το To What Strange Place κι εκεί υπάρχει ένας Παναγιώτης Τούντας, που δούλεψε ως art director της Κολούμπια και της His Master’s Voice. Επίσης ήταν μεγάλο όνομα στο ελληνικό Ρεμπέτικο. Ήταν κάπως συνδεδεμένοι με την Παπαγκίκα;
Ο Τούντας δούλευε στην Ελλάδα γι’ αυτές τις εταιρίες και ήταν αυτός που ανακάλυψε την Ρόζα Εσκενάζυ και την Ρίτα Αμπατζή, που ήταν δύο σπουδαίες ελληνίδες τραγουδίστριες της δεκαετίας του ’30. Οπότε είναι περίπλοκο, αλλά σίγουρα υπάρχει ένα κοινό νήμα που συνδέει τις ιστορίες. Η Μαρίκα τραγούδησε μερικές συνθέσεις του Τούντα στη δεκαετία του ’10. Η Ρίτα Αμπατζή ήταν μικρό κορίτσι όταν η Μαρίκα ήταν στο απόγειο της καριέρας της – ήταν 7 χρονών. Οπότε μιλάμε για άλλη γενιά, αλλά υπάρχει μια συνέχεια.
η Ρίτα Αμπατζή
Ποιοί ήταν οι υπόλοιποι παραγωγοί;
Στη Νέα Υόρκη υπήρχε κι ένας άλλος, ο Τέτος Δημητριάδης που γεννήθηκε το 1900 στην Κωνσταντινούπολη και ήρθε στις ΗΠΑ κι έγινε πολύ καλός φίλος με τη Μαρίκα. Νομίζω ότι ήταν ο παραγωγός πολλών δίσκων της στο τέλος του ’20. Είναι αυτός που ηχογράφησε για πρώτη φορά το Μισιρλού (το οποίο αργότερα διασκεύασε ο Dick Dale και είναι μέρος του soundtrack του Pulp Fiction.)
Τι ήταν mainstream pop όσο έβραζαν αυτά υπογείως;
Όταν η Μαρίκα ηχογραφούσε για την Victor, το νούμερο ένα της εταιρίας ήταν η Nora Bayes. Το τραγούδι της “Over There” ήταν τεράστια επιτυχία το 1918, 1920. Ήταν προ τζαζ. Το Ragtime ήταν μέρος της ατμόσφαιρας αλλά περισσότερο ήταν vaudeville, μιούζικ χολ και πατριωτικά τραγούδια. Αλλά η αμερικανική ποπ μουσική στην πραγματικότητα δεν ήταν συνδεδεμένη με τη μουσική των μαύρων, του Νότου ή των φτωχών λευκών. Ήταν ακόμα ένας κόσμος της μουσικής από παρτιτούρες. Μπορούσαν να τις πάρουν σπίτι και να παίξουν τα τραγούδια στο πιάνο. Η τζαζ ήρθε μετά.
Όμως υπήρχε αγορά γι’ αυτού του είδους τη μουσική.
Ναι οπωσδήποτε, οι δισκογραφικές εταιρίες ήταν πολύ νέες και δοκίμαζαν τα πάντα. Προσπαθούσαν να εισχωρήσουν στην αγορά των μεταναστών.
Υπήρχαν και άλλοι δύο μουσικοί που έβγαλαν δίσκους με την Κολούμπια, ο Nishan Sedefjian και ο Αχιλλέας Πούλος. Μπορείς να μας πεις μερικά πράγματα γι’ αυτούς;
Ναι, ήταν φίλοι. Ο Nishan ήταν από τη Τραπεζούντα. Μετανάστευσε στη Little Armenia του Μανχάταν και ο Αχιλλέας ήταν από το Μαρμαρά. Έφτασε στην Αμερική στην αρχή της δεκαετίας του 1910. Έβγαλαν μαζί το τραγούδι “Neden Geldim Amerika’ya?” («Γιατί ήρθα στην Αμερική;»)
Είναι ενδιαφέρον γιατί υπάρχει και τουρκική εκδοχή του ίδιου τραγουδιού. Η οποία μεταφράζεται ως «Γιατί ήρθα στην Κωνσταντινούπολη;»
Ναι, υπάρχουν παραλλαγές. Ίσως είναι ένα αρκετά παλιότερο παραδοσιακό τραγούδι που δεν έγραψε ο Πούλος αλλά το προσάρμοσε στις δικές του εμπειρίες.
Έχουμε πληροφορίες για το που συνήθιζαν αυτοί οι άνθρωποι να συναντιούνται;
Ο Αχιλλέας Πούλος άνοιξε ένα μπαρ με τη γυναίκα του, το οποίο έκλεισε δύο φορές κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης. Σέρβιραν ούζο σε φλιτζάνια καφέ. Και η Μαρίκα Παπαγκίκα είχε ένα μπαρ στην 8η Λεωφόρο, όπου τραγουδούσε κάθε νύχτα. Δεν ξέρουμε πολλά γι’ αυτή τη σκηνή. Δεν υπάρχουν φωτογραφίες, εκτός από αυτές που έβγαλε ένας Αμερικανός φωτογράφος, ο Alfred Stieglitz, ο οποίος ήταν ο σύζυγος της Georgia O’Keefe, αλλά είναι μια φωτογραφία έξω από το καφέ. Υπάρχει μια φωτογραφία στο ToWhatStrangePlace, στην οποία ένας άντρας και μια γυναίκα χορεύουν σε ένα τούρκικο nightclub της Νέας Υόρκης, το οποίο βρισκόταν στην τότε εβραϊκή συνοικία Lower East Side, και ιδιοκτήτης ήταν ένας Εβραίος.
Και τέλος, υπήρχε ένας ακόμα, ο Jack Gregory (Ιωάννης Χαλικιάς), ο οποίος ήταν κάτι σαν έμπορος ναρκωτικών;
Ναι. Ήταν το πρώτο σημαντικό μπουζούκι σε δίσκο. Έζησε στη Νέα Υόρκη, ηχογράφησε για την Κολούμπια το 1931, 1932 για λίγο, αλλά υπέγραψε ένα 20ετές συμβόλαιο πριν συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει καμία πρόθεση να τηρήσει. Δεν ξαναηχογράφησε. Ήταν περίπτωση ανθρώπου κι επειδή ήταν έμπορος ναρκωτικών, ήταν αρκετά γνωστός στους μουσικούς της Νέας Υόρκης γύρω στις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Ξέρουμε ότι οι Ρόζα Εσκενάζυ και ο Γιώργος Κατσαρός σύχναζαν στο μπαρ του. Ο γιος του έχει μια μεγάλη συλλογή από κασέτες που ηχογραφήθηκαν στο σαλόνι του Jack. Επίσης ήταν πορτοφολάς από χόμπι, όχι επειδή το είχε ανάγκη, αλλά επειδή τον διασκέδαζε. Λένε ότι είχε μια ολόκληρη ντουλάπα γεμάτη με πορτοφόλια.
[via Vice Magazine]
σχόλια