Όμως επρόκειτο περί του Μαρσέλ Προυστ
Μα δεν γινόταν λόγος για τον Ντυσάν, δεν επρόκειτο περί αυτού του Μαρσέλ. Λόγος γινόταν για τον Προυστ. Επρόκειτο περί του Μαρσέλ του Μαρσέλ Προυστ, ο οποίος Μαρσέλ του Μαρσέλ Προυστ είναι ο Μαρσέλ ο αφηγητής στο μουσικό οικοδόμημα, στο μελωδικό αρχιτεκτονικό επίτευγμα Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, και ο Μαρσέλ Προυστ είναι ο Ακαταπόνητος Αρχειοθέτης Αναμνήσεων και δεν επεζήτησε την υπέρβαση της Τέχνης, βρε χαϊβάνι των αχρείων Εξαρχείων, αλλά την Διηνεκή Διάρκεια των Αρχείων. Γκέγκε; (Αυτά είπε ο άγνωστος διπλανός μας στην μπάρα, εκεί στον Ένοικο, στην Καλλιδρομίου εκεί, Μεγάλο Σάββατο, απόγευμα προς βράδυ – και συνέχισε:)
Εσείς όλο το νου σας στην καταστροφή, στον όλεθρο, στο ξεπέρασμα, στην υπέρβαση, στην αρνητική διαλεκτική, καλά σας είπανε Αντόρνο της Συφοράς και Χάιντεγκερ του Πεζοδρομίου.
Είναι και χρονιάρα μέρα!
Εγώ, ο Οδυσσέας Γεωργίου: Χαϊβάνι! Χρόνια είχα να την ακούω αυτή τη λέξη.
Σκόρπιες ανάκατες φωνές:
Σπάραγμα και Αρχείο, μαζί τώρα πια: αυτή είναι η Λογοτεχνία, η Τέχνη, μετά το πέρασμα του Μαρσέλ.
Του Μαρσέλ Ντυσάν.
Και του Μαρσέλ Προυστ.
Κι αν όλα στη σιωπή, στην αισθητική και στη στρατηγική της σιωπής, οδηγούνε, πάλι θα ερχόμαστε εμείς, κάποιοι σαλταρισμένοι Έλληνες από το τεταραγμένο παρελθόν και θα αναμοχλεύουμε τα Πάθη και θα γίνεται πάλι θόρυβος και ο θόρυβος θα γίνεται άθυρμα σε χέρια επιδέξια, θα γίνεται μελωδία και πάλι, και πάει πια η σιωπή, πάει πια η σιωπή, πάει πια η σιωπή.
Όλα αυτά στον Ένοικο, στην Καλλιδρομίου όλα αυτά, περιμένοντας την Ανάσταση όπως οι άλλοι το Πάσχα, καθώς είπε ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Εμείς στην μπάρα – ο Λάμπρος Λιάγκος, εγώ (ο Οδυσσέας Γεωργίου), και ο Ζωγράφος του Αφανισμού της Σοβαροφάνειας, ο Τάσος Παυλόπουλος.
Οι Έξι στο τραπεζάκι τους.
Η Βίκυ των Έξι στον κόσμο της και στον κόσμο των Έξι.
Κι όμως, επρόκειτο περί του Μαρσέλ Προυστ. Πασχαλιάτικα!
Συνεχίζεται. Αύριο: Λαμπρή 1992
σχόλια