Το παρακάτω κείμενο υπογράφει ο Βασίλης Αγιαννίδης, ο οποίος γράφει για τον σκύλο του, τον Πιτσιλωτό, που έχασε πριν από κάποιο καιρό.
" Μετά τον Αχιλλέα-Μπόμπο, τον Μπλάκυ και το Ρόνυ, άλλη μια από τις πιο γνωστές και παλιές τετράποδες μουσούδες της πόλης πέθανε. Το απόγευμα της 10ης Μαρτίου ο Πιτσιλωτός υπέκυψε σε μια εσωτερική αιμορραγία που προκλήθηκε το ίδιο πρωί από οδηγό που πέρασε κυριολεκτικά από πάνω του με το αυτοκίνητο της.
Τον Πιτσιλωτό εγκατέλειψαν στην πόλη της Χίου το 2001, ήδη χρονιάρικο σκυλί και αρκετά ταλαιπωρημένο: όπως έδειξε η ακτινογραφία που έγινε την ημέρα του ατυχήματος είχε σκάγια σε ολόκληρη την πλάτη του. Αυτό που μ’ άρεσε σ’ αυτόν το σκύλο ήταν τα μάτια του. Διεισδυτικά, παιχνιδιάρικα, τσαχπίνικα, μελένια μάτια. Είναι απερίγραπτο πόσο ήθελα να τον πάρω στο σπίτι. Και εκείνη την εποχή και ο Πιτσιλωτός έψαχνε για καταφύγιο. Άρτι εγκαταλειφθείς αγωνιούσε για την επιβίωση του. Δεν ήξερε πόσοι άνθρωποι θα τον αγαπούσαν και θα τον φρόντιζαν τελικά. Το πόσοι θα προσπαθούσαν να του κάνουν κακό ίσως το μάντευε, έχοντας πείρα από τους τσόγλανους που τον παράτησαν και μάλλον πυροβόλησαν κιόλας.
Τέλος πάντων, εκείνη την εποχή είχα το Γκούφη στο σπίτι και ήταν δύσκολο να πάρω και δεύτερο σκύλο. Ο Πιτσιλωτός ερχόταν πάντα, έτρωγε, πολλές φορές κοιμόταν, με ακολουθούσε στη δουλειά ή όπου αλλού πήγαινα. Αναγνώριζε ακόμα και τον ήχο της μηχανής του αυτοκινήτου και έτρεχε πίσω του σαν δαιμονισμένος ώσπου να σταματήσω και να τον βάλω μέσα.
Αργότερα, όταν πια πέθανε ο Γκούφη, και πρότεινα στον Πιτσιλωτό να γίνει ο σκύλος μου, εκείνος αρνήθηκε. Ούτε η κλειστή πόρτα της αυλής του άρεσε, ούτε το γεγονός πως θα έπρεπε να κάθεται τόσες ώρες μόνος στο σπίτι, παρέα με τη γάτα, να με περιμένει να γυρίσω από τη δουλειά. Αισθανόμουν πως ήταν παρεξηγημένος γιατί δεν τον πήρα για σκύλο μου τότε, μόλις τον παράτησαν. Μα πως μπορούσα; Ο σκύλος του κάθε ανθρώπου είναι μοναδικός, κι εγώ είχα ήδη το Γκούφη. Ίσως να μην είναι κι έτσι. Δε νομίζω πως οι σκύλοι κρατούν κακία ούτε πως τρέφουν ύπουλα συναισθήματα απέναντι σε οποιονδήποτε. Μνησίκακοι και μοχθηροί είναι οι άνθρωποι, από όλα τα ζώα του πλανήτη, μόνο αυτοί.
Ο Πιτσιλωτός την έζησε τη διαστροφή των ανθρώπων όλα αυτά τα χρόνια. Πόσες και πόσες φόρες δεν τον χτύπησαν αυτοκίνητα ενώ περπατούσε αμέριμνος ή ενώ λιαζόταν σε κάποιο πεζοδρόμιο; Θα μου πεις εδώ δεν υπολογίζουν τους συνανθρώπους τους που βαδίζουν στα πεζοδρόμια, θα υπολογίσουν τον Πιτσιλωτό οι κρετίνοι; Γνώρισε όμως και την αγάπη, τα χάδια, τους μεζέδες που του δίνανε κρεοπωλεία και εστιατόρια. Γυρνούσε όλη την πόλη παρέα με τον κολλητό του, τον Αχιλλέα-Μπόμπο. Φωτογραφήθηκε πολλές φορές για άρθρα, έντυπα και προσκλήσεις του Φιλοζωικού Συλλόγου, ήταν μάλιστα το βασικό μοντέλο στη χριστουγεννιάτικη κάρτα του 2007.
Η ίδια ρουτίνα, τα πρωινά στου Ζουμή, τα μεσημέρια στο σπίτι, οι βόλτες με τον Αχιλλέα, τα βράδια στα «Δελφίνια», συνεχίστηκε μέχρι το θάνατο του Αχιλλέα, το Καλοκαίρι του 2008.
Έκτοτε ο Πιτσιλωτός σταμάτησε να κοιμάται έξω τις νύχτες. Ερχόταν σπίτι πολλές φορές και τα μεσημέρια. Αν δεν τον πετύχαινα στο δρόμο ή δεν έβρισκε την πόρτα ανοιχτή τότε γάβγιζε. Άλλοτε με περίμενε υπομονετικά ξαπλωμένος στο πλατύσκαλο.
Το πρωί της 10ης Μαρτίου έφυγε από το σπίτι για να κατέβει στου Ζουμή ξεσηκώνοντας και την Αλεπού που τον ακολουθούσε με σεβασμό. Τους φωτογράφησα που έφευγαν. Γύρω στη μια το μεσημέρι η Δέσποινα Μακριδάκη ήρθε και με πήρε να πάμε το σκύλο στο γιατρό γιατί κάποια γυναίκα τον είχε πατήσει, για ακόμα μια φορά, ενώ βρισκόταν ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο, και εννοείται πως τον είχε εγκαταλείψει.
Όταν φτάσαμε ήταν εξουθενωμένος, κούνησε την ουρά του με ανακούφιση και θλίψη και μας κοίταξε στα μάτια για τελευταία φορά. Τον πήρα αγκαλιά, έκλεισε τα μάτια και έγειρε το κεφάλι. Τον ξάπλωσα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ξεκινήσαμε για του Τάκη Καρατζάνου. Ξανά στην αγκαλιά, ξανά γερμένο το κεφάλι, αφημένος πια και ελαφρύς. Τίποτα δε θύμιζε το νεαρό σκυλί που γνώρισα πριν δέκα χρόνια. Πόσο εύκολα γερνούν τα αδέσποτα! Μόνο τα μελένια μάτια ήταν ίδια, ίσως πιο λυπημένα και απογοητευμένα. Γοητευτικά μα όχι παιχνιδιάρικα.
Έγινε η ακτινογραφία που αποκάλυψε τα σκάγια στην πλάτη, άλλη μια φρικαλεότητα του ειδεχθέστερου των ζωντανών στη φύση, του ανθρώπου. Φάνηκε να υπάρχει κάτι σαν αέρας, μάλλον από το ατύχημα είπε ο γιατρός και πρότεινε να μείνει στο κτηνιατρείο με ορό για είκοσι τέσσερεις ώρες τουλάχιστον. Του χάιδεψα τη μουσούδα, του είπα «κάτσε εδώ θα γυρίσω», λες και μπορούσε ή γούσταρε να πάει οπουδήποτε πλέον έχει ανθρώπους, αλλά έπρεπε να το πω γιατί ήταν το σύνθημα μας όταν έφευγα από το σπίτι και τον άφηνα μόνο. Ήθελα να ξέρει πως θα γυρίσω να τον πάρω. Πέθανε λίγες ώρες αργότερα… "
Το παραπάνω κείμενο το βρήκα στο αρχείο του Ελληνικού Ταμείου Μέριμνας Ζώων ( GAWF - Greek Animal Wellfare Fund), μιας πολύ αξιόλογης, μη-κερδοσκοπικής εταιρείας που έχει έδρα την Αθήνα και το Λονδίνο και έχει σαν στόχο να βελτιώσει την συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στα ζωά καθώς και να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των ίδιων των ζώων στη χώρα μας. Τα τελευταία χρόνια το GAWF έχει κάνει πολύ σημαντική δουλειά σε σχέση με τα βαρελόσκυλα της Ικαρίας αλλά και εκστρατείες κατά της δηλητηρίασης ζώων και το τέλος του βασανισμού των ζώων σε τσίρκο.
Δείτε το κείμενο καθώς και τις δράσεις του GAWF εδώ
σχόλια