Γεννήθηκα στο Τείχιο της Δωρίδας, ένα ορεινό χωριό της Ρούμελης, στη Φωκίδα. Εκεί μεγάλωσα τα πρώτα μου επτά χρόνια. Ο πατέρας μου ήταν εκπαιδευτικός, μαθηματικός. Κάποια στιγμή, λίγο πριν πάω στο σχολείο, εκείνος μετατέθηκε στην Αθήνα. Φορτώσαμε την πραμάτεια μας σ’ ένα μουλάρι, την αφεντιά μου πάνω σε μια βελέντζα και διασχίσαμε τα δάση, μέχρι που συνάντησα το πρώτο όχημα της ζωής μου, ένα φορτηγό με κάτι τεράστια φώτα σαν μεγάλα μάτια. Μ’ αυτό ήρθαμε στην πόλη.
Η πρώτη μνήμη μου απ’ την Αθήνα είναι η βενζίνα. Βενζίνα και πάλι βενζίνα. Αυτή η μυρωδιά, που για ένα παιδί που είχε μεγαλώσει μέχρι τα επτά του στα δάση δεν υπήρχε στο ρεπερτόριο των οσμών του, είναι το πρώτο πράγμα που θυμάμαι στην Αθήνα...
Η παιδική μου ηλικία είναι εντελώς μυθιστορηματική. Μέχρι τα επτά μου χρόνια θυμάμαι πολύ έντονα χρώματα, μυρωδιές και ήχους. Οι ήχοι ήταν καθοριστικής σημασίας για μένα, το χαλάζι που χτυπούσε στη σκεπή του σπιτιού, ο ήχος της βροχής, το σφύριγμα του ανέμου στα δάση, το τσακάλι που άκουγα ν’ αλυχτάει μέσα στο δάσος - τέτοιοι ήχοι, φυσικοί. Το πιο εντυπωσιακό που θυμάμαι είναι η απόλυτη ελευθερία. Θυμάμαι που ανεβοκατέβαινα την πλαγιά και διέσχιζα το χωριό ξυπόλυτη, με τα πόδια να είναι σαν σόλα, δεν μας χρειάζονταν παπούτσια. Αυτές είναι στιγμές που θα θυμάμαι πάντα με φοβερή νοσταλγία. Όταν φτάσαμε στην Αθήνα μείναμε σ’ ένα υπόγειο που μας είχαν παραχωρήσει στο κτίριο του σχολείου, γιατί ήταν πολύ δύστοκα χρόνια - ήταν τα χρόνια λίγο πριν το ’50, το ’49,το ’48, χρόνια πολύ ζόρικα. Εκεί θα μπορούσα να πω ότι υπήρξε ένα είδος ασφυξίας, αλλά υπήρχε μια τεράστια αυλή, μια τεράστια αλάνα που την περικύκλωναν γαζίες και απ’ το δεξί μέρος, κάτω από το παράθυρο του σχολείου, υπήρχε ένα σινεμά. Το λεγόμενο «Φλερύ». Εκεί πια ξεκίνησε η επαφή μου με την Αθήνα, άρχισα να βλέπω εικόνες, ν’ ακούω μουσική και να έχω επαφή με αυτούς τους καταπληκτικούς ήχους.
Άρχισα να παίζω τυχαία. Μέσα στο σχολείο βρήκα ένα πιάνο με ουρά, το οποίο άρχισα να γραντζουνάω ασύστολα. Όταν πήγα στην πρώτη τάξη, είδα ένα παιδάκι που έπαιζε έναν απλό ρυθμό, τι ρι ρι παμ παμ, μου φάνηκε καταπληκτικό, κάπως έτσι ξεκίνησε. Στη συνέχεια, έφαγα τον πατέρα μου να μου πάρει δασκάλα και από τότε δεν σταμάτησα ποτέ.
Θυμάμαι ότι, όταν ήμουν μικρή, μ’ έδεναν στο κρεβάτι. Έβλεπα την Άννα Καρένινα μια φορά, την έβλεπα δύο, τρεις, κάθε μέρα, μετά άκουγα τη μουσική στον ύπνο μου, πεταγόμουν το βράδυ! Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα και ιδιόρρυθμη εποχή. Θυμάμαι καλούσα τη μαρίδα της γειτονιάς και τους έπαιζα. Τότε χάνω τη μάνα μου, λίγο καιρό αφότου ήρθαμε στην Αθήνα.Το πιάνο γίνεται τρομαχτική παρηγοριά για μένα, αρχίζω να επιδεικνύω τα ταλέντα μου σε όσους θέλω να με αγαπάνε - είχα φαίνεται την κλίση, γιατί προχώρησα πολύ γρήγορα. Εκεί φτιάχτηκαν οι βάσεις όλης της προσωπικότητας και της ζωής μου. Ξέρω πολύ καλά τι ρόλο παίζει μια απώλεια όπως αυτή της μάνας, αποχωρισμός τεράστιας σημασίας. Ήμουν πολύ ευαίσθητο παιδί, αλλά και πολύ περήφανο. Ουδέποτε έδειξα στην οικογένειά μου, στον πατέρα μου, πόσο με είχε σημαδέψει. Είχα έναν αδελφό 7 χρόνια μεγαλύτερο που ανέλαβε καθήκοντα μάνας, να με πλένει, να με φροντίζει, να μαγειρεύει - περάσαμε μια φάση πολύ δύσκολη, κάποια χρόνια με πολύ σκληρές συνθήκες. Ο πατέρας μου δούλευε σε δυο σχολεία για να τα φέρει βόλτα, μέχρι που τελικά ξαναπαντρεύτηκε. Γι’ αρκετό διάστημα ψάχναμε να βρούμε την κατάλληλη, μ’ έπαιρνε μαζί του κι εγώ διάλεγα! Καμιά δεν μου άρεσε. Κάποια στιγμή με πήγε σε μια κυρία (30 χρόνων κοπέλα ήταν, μη φανταστείς, κι πατέρας μου 36), η οποία ήταν λεπτών τρόπων κι είχε ένα πιάνο με κηροπήγια κι η συμφωνία κλείστηκε! Έτσι δέχτηκα στα δέκα μου χρόνια ο πατέρας μου να ξαναπαντρευτεί και από κει και στο εξής μπήκα σε μια ζωή πολύ διαφορετική, μετρημένη, με πιάνο στο σπίτι, με δασκάλα και με ωδεία...
Αισθάνομαι πλήρης, ευγνώμων γι’ αυτά που έχω ζήσει. Μπορεί να μην ήρθαν μόνα τους, προετοίμασα κι εγώ τον δρόμο, αλλά δεν έχω κάτι απωθημένο, μπορώ και να μη γράψω ούτε μια νότα πια. Πάντοτε, όταν τελείωνα ένα έργο μου, έβγαζα κάτι από μέσα μου και δεν ήξερα αν θα ξανανιώσω την ανάγκη να το επαναλάβω. Πάντα το κάνω μόνο όταν αισθανθώ την ανάγκη. Αυτή την ανάγκη δεν μπορεί να την προεξοφλήσει ποτέ κανένας, αν θέλει πραγματικά να μην είναι η τέχνη επάγγελμα, αλλά ακούμπισμα της ψυχής του, μια ευχαρίστησή του προσωπική, ένας τρόπος να εκφράζει τα συναισθήματά του. Αυτό που έκανα από την πρώτη στιγμή της ζωής μου δεν έχω σταματήσει να το κάνω και αδιαφορώ πλήρως για όλες τις σειρήνες που έχουν διάφορα ονόματα, είτε αυτό είναι χρήμα είτε δόξα. Προτιμώ να λοξοδρομώ όταν ακούγονται οι σειρήνες, να πηγαίνω στην εξοχή να μαζεύω μαργαρίτες...
Προσπαθώ να κρατήσω αυτό το άφθαρτο: να είμαι ο εαυτός μου χωρίς εξαρτήσεις. Εξαρτήσεις σε κάθε επίπεδο, από ποτά, τσιγάρα, από ανθρώπους, από λεφτά, από διάθεση για φήμη. Δεν έχω αισθανθεί ποτέ ανταγωνισμό. Αυτό που με γεμίζει περισσότερο στη ζωή μου είναι οι άνθρωποι που αγαπάω. Είχα τη μεγάλη τύχη να κάνω οικογένεια, ένα παιδί σε πολύ νεαρή ηλικία, κι αυτό είναι κάτι που μ’ έχει γεμίσει, μου έχει δώσει έναν στόχο. Τώρα έχω και τα εγγονάκια μου... Δεν αισθάνομαι ν’ αλλάζω, προχωράω, έχω τα ίδια πιστεύω, αγαπώ τα ίδια πράγματα, στον δρόμο μου μπαίνουν κι άλλοι δικοί μου άνθρωποι κι αυτό είναι πάρα πολύ όμορφο...
Τη σύνθεση την ξεκίνησα απ’ τα πολύ μικρά μου χρόνια και το έκανα εν είδει αυτοσχεδιασμού. Τον αυτοσχεδιασμό, τον οποίο θεωρώ ύψιστη τέχνη, εξακολουθώ να τον εφαρμόζω και τώρα. Μπαίνω κάθε φορά σε μια κατάσταση και αυτοσχεδιάζω. Μπορεί να είναι για 20 λεπτά, για 10, για 3, όσο χρειαστεί για να εκτονωθεί αυτό το πράγμα που θέλω να εκφράσω. Δεν ξεκίνησα να γράφω μουσική για το σινεμά. Αντίθετα, αυτοσχεδίασα πάνω σε ποίηση, μελοποίησα κάποια τραγούδια για τη Μαρία Φαραντούρη, λόγω φιλίας. Έχω γράψει μουσική για 19 ταινίες, πολύ περισσότερη μουσική για το θέατρο, πάνω από 42 παραστάσεις, έχω γράψει και πολλά έργα με τις πολύ όμορφες αφορμές των συναυλιών και με αφορμές συναντήσεις. Οι συναντήσεις για μένα δοξάζονται μέσα από κάτι που θα φτιάξουμε από κοινού.
Έχω αρνηθεί πάρα πολλές προτάσεις να γράψω μουσική για σίριαλ κι εμπορικές ταινίες, κάθε χρόνο τουλάχιστον τέσσερις-πέντε δουλειές που θα πληρώνονταν πολλά χρήματα το επεισόδιο. Σε κάποιες προτάσεις πολύ δελεαστικές, με το που είδα το πρώτο πλάνο είπα «Παναγία μου, αυτό δεν θα το έκανα ποτέ». Με χαροποιεί να τα πετάω τα λεφτά.
Δεν θέλω να κάνω καριέρα στον κινηματογράφο, δεν θέλω να είμαι επαγγελματίας σε τίποτα. Και μ’ άρεσε και μια φορά που άκουσα και τον Θόδωρο, σε μια κοινή συνέντευξη που κάναμε στις Βρυξέλλες, που είπε, «δεν αισθάνομαι ότι είμαι επαγγελματίας στον χώρο του κινηματογράφου». Μ’ αυτό τρελάθηκα, μου άρεσε πάρα πολύ. Τι σημαίνει αυτό; Το να γίνεις επαγγελματίας έχει μια ψυχρότητα, το να μην είσαι επαγγελματίας σημαίνει οτι έχεις και μια ερωτική σχέση με το αντικείμενο, δεν το παντρεύεσαι.
Τους αγαπάω τους νέους, είναι το μόνο κομμάτι που κρατάει μια αθωότητα μέσα του, οι άλλοι είναι ή συμβιβασμένοι ή κουρασμένοι, φοβισμένοι.Οι νέοι ξεκινάνε με όραμα και με όνειρα, αυτό προσπαθώ κι εγώ, να μην παρεκκλίνω απ’ την αρχική πορεία μου, να μη χάσω τα πολύτιμα στοιχεία μου. Δεν μπορώ να πω ότι είναι δυνατόν να κρατήσω την αιώνια νεότητα, αλλά κάποια ατίθασα στοιχεία της νεότητας τα έχω μέσα μου.
Δεν έχω ατζέντη! ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΤΖΕΝΤΗ! Και είμαι πάρα πολύ περήφανη γι’ αυτό.Ξέρεις ποιο είναι το πιο καταπληκτικό; Όταν το 1986 μου ‘ρθε η μούρλια, η τρέλα, να γράψω ένα θέμα για τον Μελισσόκομο (το «Βαλς του αποχαιρετισμού») και σκέφτηκα ότι θα ήταν ιδανικό για τον Jan Garbarek, σηκώθηκα και πήγα στο Όσλο. Δεν ήξερα τότε κανέναν, απλά τον πήρα τηλέφωνο και του εξήγησα με τα λίγα αγγλικά που μιλούσα τότε ότι έχω γράψει ένα θέμα μουσικής «που μόνο εσείς μπορείτε να το παίξετε» και μου είπε αυτός ήρεμα «great»! Αυτό ήταν όλο. Πήγα στο Όσλο, του έπαιξα το κομμάτι και μου είπε αμέσως, «εντάξει, θα το κάνω». Ούτε Αγγελόπουλο ήξερε, ούτε τίποτα. Μετά μου εξομολογήθηκε ότι, αν είχα βάλει ατζέντη, δεν θα είχε δεχτεί ποτέ. Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαι μόνη σε αυτό τον κόσμο, «όμοιος ομοίω αεί πελάζει», που έλεγαν κι οι αρχαίοι. Δεν το κάνω από στυλ, δεν θέλω να έχω εξαρτήσεις. Θα έχω κάποιον κύριο απέναντί μου να λέει θα πας εδώ, θα πας εκεί, όταν εγώ δεν θα έχω διάθεση να πάω να παίξω. Δεν θέλω να είμαι επαγελματίας. Παρ’ όλα αυτά, είμαι τελειομανής. Αυτά τα δύο δεν συνδέονται. Έχω μια τρομακτική ανάγκη να κάνω τέλεια ό,τι κάνω, αλλά έχοντας επιλέξει ελεύθερα.
Πόσο εξοικειωμένη είστε με το ίντερνετ; Γνωρίζετε ότι μπορεί εύκολα να βρει κάποιος όλα τα άλμπουμ σας και να τα κατεβάσει. Δωρεάν.
Μα, αυτό είναι θαυμάσιο! Να μπορούν ν’ ακούσουν τη μουσική νέοι άνθρωποι, αυτός δεν είναι ο σκοπός; Δεν με νοιάζει καθόλου. Εγώ δεν είμαι εταιρεία. Ούτε ζω από αυτό! Ένας άνθρωπος που είναι γενναιόδωρος και δεν τον ενδιαφέρουν τα χρήματα απ’ τους δίσκους μπορεί να βγάλει χρήματα από άλλα μέρη που εσύ δεν φαντάζεσαι. Δηλαδή, οι πωλήσεις των δίσκων δεν σου αφήνουν τόσο πολλά χρήματα. Αυτό που δίνει τα χρήματα στον συνθέτη που είναι καταξιωμένος και τον αγαπάνε είναι το να παίρνουν τα έργα του και να τα παίζουν στο ραδιόφωνο, στην τηλέοραση. Τα πιο πολλά λεφτά βγαίνουν απ’ τα δικαιώματα. Κι εγώ είμαι απ’ τους συνθέτες που παίζονται πάρα πολύ. Παίζεται η μουσική μου στα ραδιόφωνα, υπάρχει η μουσική μου σε ντοκιμαντέρ, σε κανάλια διαφόρων χωρών. Χάνω κι από κει πάρα πολλά, γιατί δεν είναι δυνατόν να πέφτουν όλα στην αντίληψή σου, ούτε γίνεται να κυνηγάς όλη την ώρα όποιον δεν σου πληρώνει δικαιώματα - θα πρέπει να είσαι συνέχεια στα δικαστήρια. Αυτού του είδους το κλέψιμο απέναντι στους καλλιτέχνες είναι κάτι απίστευτο. Αυτό, που κατεβάζουν απ’ το ίντερνετ, δεν είναι τίποτα. Εδώ έφτιαξαν το «Μιλάγκρος», αυτό το αργεντίνικο σίριαλ, σε παραγωγή του Μπερλουσκόνι παρακαλώ, στο οποίο χρησιμοποίησαν ολόκληρο τον δίσκο μου «Music for Films» και δεν μπήκε ούτε καν το όνομά μου στα credits. Ξέρεις τι θα πει 360 επεισόδια, τι χρήματα θα μπορούσα να είχα βγάλει; Έχω κι άλλα 20 τέτοια και απ’ την Ελλάδα πολλά. Φαντάσου, έφυγε απ’ την Ελλάδα η συναυλία μου στο Ηρώδειο και πουλήθηκε σε διάφορες χώρες, χωρίς να γίνει γνωστό ότι ήταν δική μου παραγωγή! Δεν γίνεται, δεν είναι στον χαρακτήρα μου να τους τρέχω στα δικαστήρια.
Ξεκίνησα την καριέρα μου όταν ο γιος μου πήρε το αεροπλάνο και πήγε στο πανεπιστήμιο στη Γαλλία. Όλο το προηγούμενο ήταν ένα αρχιτεκτόνημα που φτιαχνόταν.
Ουσιαστικά τότε ξεκίνησα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δούλευα για να τα βγάλουμε πέρα. Δούλευα στο Τρίτο Πρόγραμμα, έκανα διάφορες εκπομπές, έκανα παραγωγές. Το ’82, που ο γιος μου πήγε στο πανεπιστήμιο έξω, παραιτήθηκα απ’ το Τρίτο Πρόγραμμα, έγιναν και τα μύρια όσα, παρατήθηκε κι ο Μάνος (Χατζηδάκις), ήταν μια εντελώς ηλίθια εποχή και δεν μπορούσα να μείνω. Έφυγα εξαιτίας του Μάνου, είχε φτιάξει ένα κλίμα εκεί πέρα αυτός ο άνθρωπος… Όταν έφυγε, παραιτήθηκα κι έμεινα στον αέρα, δεν είχα και μία... Αλλά είπα, άμα δεν φύγω τώρα, θα κολλήσω και τελείωσα... Κι από τότε άνθισα, έφαγα τα μούτρα μου κι ασχολήθηκα με αυτά που μου άρεσαν - πρέπει να κάνει κανείς αυτές τις βουτιές στο κενό πού και πού. Ξέρεις πόσο σημαντικό είναι; Κάτι γίνεται, κάτι έρχεται στη ζωή κι έχεις μια ανταπόδοση μετά...
Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά την 1/6/06
σχόλια