Punk! Punk! Punk!
«Νιώθει κανείς, κάτω από την κατακερματισμένη ηχώ, μια γεμάτη προσδοκία επίκληση της συνέχειας», διαβάζεις δυνατά από το βιβλίο μπας και μπορέσουν να ηρεμήσουν οι άλλοι, ο Γκαγκάριν κι ο Γιαννόπουλος, αλλά αυτοί, ιδίως ο εν γένει λίαν ψύχραιμος και ήρεμος και μειλίχιος Dr Minimal, ο Γιαννόπουλος, έχουν αρχίσει να αφηνιάζουν επικίνδυνα για τα ποτήρια τα μπουκάλια τα σταχτοδοχεία τις κορνίζεις τον έναν υπολογιστή τον άλλο υπολογιστή τον τρίτο υπολογιστή το ένα i-pad το άλλο i-pad τις τηλεφωνικές συσκευές και την ψυχική σου ηρεμία που με τόσο κόπο ιδρώτα αίμα εκκαθαρίσεις σφαγές κατάφερες επιτέλους, Οδυσσέα Γεωργίου, να κατακτήσεις.
Μα τι παπαριές είναι αυτές!, ακούς τον Γκαγκάριν να βροντάει. Ποιος Γκοντάρ και παπαριές; Ποιος Ζαν Λυκ και σαχλαμάρες; Τι λέτε, κύριε; Τι μας λέτε, κύριε; Ο Γκοντάρ ήταν τζαζ, είναι τζαζ, μια ζωή τζαζ, σκάκι και τζαζ, μαρξισμός και νουάρ και σκάκι και τζαζ, καμία σχέση με punk. Ο Άκι, μόνον ο Άκι, ο Άκι και κανένας άλλος, ο ΑΚΙ ΚΑΟΥΡΙΣΜΑΚΙ, λέγω, είναι punk! Γιατί έβαλε τον Τζο Στράμερ στην ταινία του; Γιατί τον έβαλε, κύριε;
Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει η Ματίνα Δαμίγου, η κατά είκοσι, είκοσι πέντε, χρόνια νεαρότερη σύζυγος του Γκαγκάριν που εδώ και ώρα είναι φτυστός ο Φάλσταφ, χαμογελώντας, η Ματίνα, σ’ εσένα, Οδυσσέα Γεωργίου, διότι είσαι ο πρώτος εξ αριστερών όπως μπαίνει και όπως στις φωτογραφίες, και εν συνεχεία χαμογελάει στον Mister Minimal, και τέλος στον σύζυγο, ο οποίος τα έχει πάρει, όπως λένε οι νέοι, στο κρανίο και κραυγάζει, «Μόνο ο Άκι ήταν και είναι punk! Κανένας άλλος! Κύριε, μ’ ακούτε, κύριε, κανένας άλλος, κανένας!»
Εσύ, πτωχέ ξενέρωτε προμεταμοντέρνε παρία και λάτρη της κλασικής μουσικής, Οδυσσέα Γεωργίου, επιχειρείς εκ νέου μια πράυνση, μιαν ανάπαυλα έστω, και λες: Μπορούμε πάντως με κάθε βεβαιότητα να χαρακτηρίσουμε προδρομική punk συγγραφέα τη Μαρία Μήτσορα. Σκόρπια Δύναμη. Άνοιγμα στο Αίνιγμα, τέτοια punk συντακτικά, τέτοιες punk γραμματικές.
Ο Γιαννόπουλος, κάνει μια έτσι, αρπάζει τρυφερά (ναι: αρπάζει, και ναι: τρυφερά) από τα χέρια της Ματίνας την μεγαλειώδη πολυποίκιλτη πίτσα που μας έφερε η νεαρά σύζυγος και λαμπρή οικοδέσποινα στο μικροσκοπικό γραφείο-γιάφκα-άντρο του Φάλσταφ, και την τοποθετεί σιωπηλά και αέρινα σε ένα τρίποδο. Λέει κατόπιν: Και η Μαρία Μήτσορα είναι punk, οπωσδήποτε punk. Εκτός αυτού, αισθάνομαι τόσο ωραία, Οδυσσέα, αισθάνομαι τόσο ωραία, Νικόλα, αισθάνομαι τόσο ωραία, Ματίνα. Η ζωή είναι απλωσιά.
Χριστέ μου, ο Μίνιμαλ είπε πάνω από έξι λέξεις σερί, σου ξεφεύγει και λες, άσχετε Οδυσσέα Γεωργίου, αψυχολόγητε Οδυσσέα Γεωργίου, ψευτοπληθωρική σαπίλα Οδυσσέα Γεωργίου.
Τι ακούω ο έρμος, τι ακούω σαράντα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση! Τι ακούω δύο Φεβρουαρίου του δύο χιλιάδες δεκατέσσερα! Τι ακούω ογδόντα χρόνια μετά τη γέννηση του Ραούλ Βανεγκέμ, είκοσι μετά το θάνατο το Τσαρλς Μπουκόφσκι, ένα χρόνο από τότε που εκδόθηκε το Αυτόματο του Θάνου Σταθόπουλου, τι ακούω, τι ακούω! Πες μου, Ματίνα, ακούς Ματίνα, τι ακούω Ματίνα; Λυπηθείτε με, κύριοι! Λυπηθείτε με! Στο τέλος θα μου πείτε ότι και ο Μπέλα Ταρ όχι μόνο είναι punk αλλά ότι είναι και μεγάλος δημιουργός!
Γιατί δεν είναι;, ψέλλισες ψιθυρίζοντας, ή ψιθύρισες, ψελλίζοντας, Οδυσσέα Γεωργίου, κούνια που σε κούναγε, κινούμενε αναχρονισμέ, εσύ, περιφερόμενη αντιξοότητα, δίποδη ατασθαλία.
Όπως θα θυμηθείς πολύ αργότερα, η έκρηξη ήταν –
Συνεχίζεται. Αύριο: «… και τι βλέπουν αυτά τα βλέμματα»
σχόλια