Βγαίνοντας χθες από το Προεδρικό Μέγαρο, ο Αλέξης Τσίπρας απευθύνθηκε προς τον Αντώνη Σαμαρά προσωπικά. Του δήλωσε πως η παρούσα κυβέρνηση έχει απωλέσει την πολιτική –αλλά και την ηθική της- νομιμοποίηση και ότι επιβάλλεται η ταχεία συντεταγμένη προσφυγή στις εθνικές κάλπες.
Μέχρι όμως τότε, τόνισε, η Βουλή του 2012 δεν επιτρέπεται να λαμβάνει κρίσιμες ή δεσμευτικές για την χώρα αποφάσεις. Δεν επιτρέπεται να συναινέσει κατά πλειοψηφία στην επιλογή του επόμενου Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ούτε εκείνου που θα διαδεχθεί την Μαρία Δαμανάκη στη θέση του Έλληνα Επιτρόπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν συγχωρείται να διαπραγματευθεί το ζήτημα του χρέους, να υπογράψει νέα μνημόνια, να ψηφίσει νέα μέτρα, να ιδιωτικοποιήσει το νερό... Πολλώ δε μάλλον δεν μπορεί να περιβάλει με το –κλονισμένο έως ανύπαρκτο πλέον- κύρος της την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές του 2015.
Σύμφωνα με τον κύριο Τσίπρα, εν ολίγοις, θα ήταν σκανδαλώδες η νυν Βουλή να εξακολουθήσει να νομοθετεί. Και η νυν κυβέρνηση να επιμείνει να κυβερνά.
Ο κύριος Τσίπρας έχει το δίκιο του. Δικαιούται, δηλαδή, να ισχυρίζεται όλα τα παραπάνω. Χθες, οι πολίτες ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα και μάλιστα με την εντυπωσιακή απόσταση των τεσσάρων σχεδόν μονάδων από την δεύτερη Νέα Δημοκρατία.
Και αν κάποιοι επιμένουν πως διαφορετικό πράγμα η ψήφος στις ευρωπαϊκές και διαφορετικό στις βουλευτικές εκλογές, ότι στις πρώτες οι πολίτες κτυπούν απλώς ένα καμπανάκι (ή έστω μια πελώρια καμπάνα) ενώ στις δεύτερες προσέρχονται νηφάλια κι αποφασίζουν υπεύθυνα σχετικά με το μέλλον της πατρίδας, τα επιχειρήματα τους είναι άκρως συζητήσιμα. Αν όχι και ολωσδιόλου έωλα.
Η μοναδική φορά, από το 1984 και εντεύθεν, όπου η ετυμηγορία στις βουλευτικές ανέτρεψε εκείνη των ευρωεκλογών ήταν το 2000. Όταν το ΠΑΣΟΚ, το οποίο είχε φάει το προηγούμενο καλοκαίρι τη σκόνη της Νέας Δημοκρατίας, κατάφερε να υπερκεράσει τη διαφορά και να προηγηθεί κατά 1,05%. Μιλάμε για μιαν ανεπανάληπτη έως σήμερα περίπτωση, όπου ο εκσυγχρονιστής Κωνσταντίνος Σημίτης προτιμήθηκε, την ύστατη ώρα, από τον «θα επανιδρύσω το κράτος και ας μην έχω διοικήσει ούτε περίπτερο» Κώστα Καραμανλή. Σε μιαν Ελλάδα όπου σχεδόν τα πάντα έδειχναν να πηγαίνουν πρίμα και το διακύβευμα τον πολιτών ήταν εάν θα επέλεγαν για πρωθυπουργό έναν σοβαρό πλην πληκτικό «λογιστή» ή έναν «καραμπουζουκλή» με όνομα βαρύ σαν Ιστορία. Ο οποίος -στα σαραντατρία του- μπορούσε και να περιμένει.
Σήμερα προφανώς οι καταστάσεις είναι εντελώς διαφορετικές. Ασύγκριτα πιο κρίσιμες.
Από τον κόπο να προσομοιώσουμε τις χθεσινές ευρωεκλογές με εθνικές εκλογές και να μετατρέψουμε τις ψήφους σε έδρες μας έβγαλε ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας. «Ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε 130 βουλευτές» μας πληροφόρησε. «Ενώ η Νέα Δημοκρατία μόλις 69...»
Η Χρυσή Αυγή –συμπληρώνουμε εμείς, με σύγκρυο- θα είχε 30 βουλευτές. Η Ελιά-Πασόκ 25, το «Ποτάμι» γύρω στους 20, το ΚΚΕ 18 και οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» καμιά δεκαριά. Με μικρές, εννοείται, αποκλίσεις εξαιτίας του εκλογικού νόμου.
Ας πλέξουμε τώρα ένα υποθετικό σενάριο – το οποίο διόλου απίθανο να επαληθευτεί σε λίγους μήνες.
Ως επικεφαλής του ισχυρότερου κόμματος, ο κύριος Τσίπρας λαμβάνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Και βρίσκεται ενώπιον κρίσιμου –ιστορικού σχεδόν- διλήμματος: Ή πρέπει να την καταθέσει και αγέρωχος να προκαλέσει νέες εκλογές, ελπίζοντας ότι θα αυξήσει τα ποσοστά του κατά 7 και πλέον μονάδες, προκειμένου να πετύχει αυτοδυναμία.΄Η αναγκάζεται να διαπραγματευτεί και να συμφωνήσει με είκοσι τουλάχιστον βουλευτές άλλων κομμάτων, προκειμένου να εξασφαλίσει τη στήριξη. Έστω την ανοχή τους.
Εφόσον δε η Βουλή θα ήταν, στο σενάριο μας, φρέσκια-φρέσκια, κανείς δεν θα δικαιούνταν να εγκαταλείψει τη σημαία υπό την οποίαν θα είχε εκλεγεί για να προσδεθεί στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι διαβουλεύσεις, συνεπώς, θα γίνονταν όχι με αποσκιρτήσαντες βουλευτές αλλά σε επίπεδο ηγεσίας κομμάτων.
Με ποια κόμματα θα επέλεγε να διαπραγματευθεί ο Αλέξης Τσίπρας;
Το ΚΚΕ, που αποτελεί εδώ και καιρό στόχο του πολιτικού φλερτ του, στο όνομα της «Ενωμένης Αριστεράς», το έχει εδώ και καιρό ξεκαθαρίσει: Δεν πρόκειται να μπει σε κουβέντα με τον «τυχοδιώκτη», «οππορτουνιστή», «ρεβιζιονιστή» ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι κατά βάθος ομοούσιος με τα αστικά κόμματα. Όλοι δε γνωρίζουμε πως όταν λέει κάτι το ΚΚΕ, το εννοεί.
Προς το ΠΑΣΟΚ θα έριχνε γέφυρες ο Αλέξης Τσίπρας;
Προς το «Ποτάμι»;
Προς τους αντιμνημονιακούς «Ανεξάρτητους Έλληνες»;
Ή ακόμα-ακόμα προς την «Νέα Δημοκρατία»;
Σε προ ημερών συνέντευξή του, ο κύριος Τσίπρας έχει ήδη αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο των συναινετικών διεργασιών, των ανοιγμάτων ακόμα και προς τα κόμματα που απαρτίζουν τη σημερινή κυβέρνηση. Υπό δύο όρους: Να αλλάξουν, λέει, ηγεσία. Και πολιτική.
Θεμελιώδης δημοκρατική αρχή –με την οποίαν είναι σίγουρα εξοικειωμένος ο κύριος Τσίπρας- αποτελεί ότι κανένας εξωτερικός παράγοντας δεν αναμειγνύεται στα εσωτερικά των κομμάτων, πιέζοντάς τους να αλλάξουν ηγεσία. Το εάν της Νέας Δημοκρατίας θα προεδρεύει ο Αντώνης Σαμαράς ή η Ελίζα Βόζενμπεργκ, το εάν το ΠΑΣΟΚ θα διατηρήσει την εμπιστοσύνη του στον Ευάγγελο Βενιζέλο ή θα τον αντικαταστήσει με τον Θανάση Χειμωνά είναι αποκλειστικά δικό τους, εσωτερικό, ζήτημα.
Η αλλαγή πολιτικής ωστόσο; Η αλλαγή πολιτικής, στο πλαίσιο της συγκρότησης κυβερνητικών συνασπισμών, όχι απλώς συγχωρείται αλλά και επιβάλλεται.
Στην μετα-μεταπολιτευτική εποχή που έχουμε εισέλθει, κανείς δεν δικαιούται να παριστάνει τον άκαμπτο. Να μουλαρώνει –ούτως ειπείν- στις θέσεις του αποξενώνοντας τους υπόλοιπους. Οι ζυμώσεις και οι αλληλοϋποχωρήσεις θα γίνουν η συνεκτική ουσία του συλλογικού μας αύριο.
Το είπε με γνήσιο πάθος ο μεγάλος Ισραηλινός συγγραφέας Άμος Οζ όταν, πρόσφατα, επισκέφθηκε την Αθήνα: «Οι λαοί μας, οι λαοί της Μεσογείου, αντιπαθούν πατροπαράδοτα τους συμβιβασμούς. Βαυκαλίζονται με την ηρωική ακαμψία. Στο Ισραήλ, από την ίδρυσή του το 1948, η ηρωική ακαμψία οδήγησε σε ποταμούς αίματος και δακρύων. Μόνο οι συμβιβασμοί εγγυώνται ένα ειρηνικό μέλλον...»
Στον προθάλαμο της πρωθυπουργίας, ο Αλέξης Τσίπρας καιρός είναι να προσχωρήσει στην κουλτούρα των συμβιβασμών. Από σήμερα κιόλας.
Αντί να απαγορεύει στα λόγια στη σημερινή κυβέρνηση να κυβερνήσει, αντί να απειλεί την σημερινή Βουλή ότι οι νόμοι της θα ακυρωθούν, ας τεθεί πρωτοπόρος σε έναν εφ'όλης της ύλης διάλογο με τους μνημονιακούς «εχθρούς» του.
Κι ας απαιτήσει, δημόσια και απερίφραστα, κάθε κρίσιμο ζήτημα να τίθεται εφεξής επί τάπητος, να συζητείται βάσει συγκεκριμένων, γνωστών στην κοινή γνώμη, προτάσεων και να συναποφασίζεται. Από το όνομα του νέου Επιτρόπου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέχρι το ζήτημα του χρέους.
Καιρός είναι να αρχίσουμε να συναντιόμαστε κάπου στη μέση.
σχόλια