Από το the Atlantic
Και μόνο ο τίτλος του καινούριου βιβλίου «η εποχή του Ζολόφτ: πώς τα αντικαταθλιπτικά μας ανέβασαν, μας απογοήτευσαν και μας άλλαξαν» μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι. Στον υπότιτλο φαίνεται να υπονοείται ότι αυτά τα φάρμακα μας έχουν κάνει κακό – μας άλλαξαν με κάποιο σκοτεινό τρόπο. Το οπισθόφυλλο με έκανε να ανατριχιάσω: «[η συγγραφέας, Κάθριν Σαρπ] ζυγίζει τις πολιτιστικές συνέπειες της βιοϊατρικής προσέγγισης στις ψυχικές διαθέσεις της Αμερικής». Ψυχικές διαθέσεις; Η κατάθλιψη μπορεί να είναι διαταραχή της ψυχικής διάθεσης, αλλά να την κατατάξεις με τέτοιο τρόπο είναι ένας τρόπος για να υποβαθμίσεις συσκοτίζοντας μια σοβαρή, συχνά θανατηφόρα, ασθένεια.
Έχω τους λόγους μου που μιλάω έτσι. Επειδή η δική μου ζωή έχει βελτιωθεί δραματικά από τα φάρμακα, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν κάποιες πρόσφατες επιθέσεις των μέσων ενημέρωσης σχετικά με τα αντικαταθλιπτικά έχουν κάνει περισσότερο κακό παρά καλό με τον τρόπο που έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση την αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα της φαρμακευτικής αγωγής, ακόμα και όταν εγείρουν έγκυρα ερωτήματα.
Ποτέ δεν είχα θεωρήσει τη δική μου «κατήφεια» αρκετά σοβαρή ώστε να αναζητήσω φαρμακευτική αγωγή. Ειλικρινά, χλεύαζα τα αντικαταθλιπτικά ως μια εύκολη διέξοδο για τους αδύναμους. (Προτίμησα να αντιμετωπίσω τα ψυχολογικά μου προβλήματα ακολουθώντας το δύσκολο μονοπάτι – μέσω της ψυχοθεραπείας, που μου φαινόταν μια πιο βιώσιμη και «πραγματική» λύση). Μέχρι που βρέθηκα στη γέφυρα του Μπρούκλιν, να σκέφτομαι το ενδεχόμενο να πέσω στο ποτάμι.
Το αστείο είναι, σκέφτηκα, ότι η αϋπνία με ταλαιπωρεί ακόμη περισσότερο από την κατάθλιψη. Για σχεδόν μια δεκαετία αντιμετώπιζα μεγάλα προβλήματα ύπνου. Είχα δοκιμάσει τα πάντα που μπόρεσα να σκεφτώ για να θεραπεύσω τον εαυτό μου (αποχή από το αλκοόλ, από το τσιγάρο, συστηματική σωματική άσκηση, κλπ). Δεν είχα καταφέρει τίποτα.
Οπότε κάποτε εγκατέλειψα την εξεύρεση μιας θεραπείας και από εκείνο το σημείο και μετά απλά ήμουν υπερβολικά κουρασμένη για να παραμείνω ζωντανή. Οι περισσότερες μέρες ήταν μια δοκιμασία εξάντλησης. Η σκέψη των ετών ατελείωτης κούρασης που βρισκόταν μπροστά μου με έκανε να απελπίζομαι –για να το θέσω ήπια.
Πριν εκείνο το σημείο δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι ίσως πάσχω από κατάθλιψη. Αλλά, όπως αποδεικνύεται, όταν φτάσεις στο σημείο να οραματίζεσαι την αυτοκτονία σου, τότε πρέπει να παραδεχτείς ότι, ναι, έχεις κατάθλιψη.
Μόλις κατέβηκα από τη γέφυρα πήγα να δω τη γιατρό μου και της είπα κλαίγοντας τι συνέβη. Μου έγραψε το Celexa, το οποίο μου έλυσε τα προβλήματα ύπνου με μαγικό τρόπο (όπως μου είπε κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης, η αϋπνία μπορεί να είναι και ένα σύμπτωμα και αιτία της κατάθλιψης). Το Celexa μου αποκατέστησε τη ζωή, δίνοντάς μου μια βασική αίσθηση ευημερίας, τόσο σωματική, όσο και ψυχολογική. Πήρα φάρμακα για δύο χρόνια, κάποια στιγμή άλλαξα και ξεκίνησα το Wellbutrin, και όταν ένιωσα πάλι δυνατή, πρώτα συμβουλεύτηκα το γιατρό, και μετά τα σταμάτησα – για να ανακαλύψω ότι ήμουν απολύτως ικανή να κοιμηθώ και χωρίς τα φάρμακα.
Το πιο δυνατό χτύπημα κατά των ψυχιατρικών φαρμάκων – και ειδικά κατά των αντικαταθλιπτικών – συνέβη το περασμένο καλοκαίρι, μέσω της Μάρσια Αντζέλ, μιας συντάκτριας του New York Review of Books. Η Αντζέλ βασίστηκε σε τρία βιβλία για να προειδοποιήσει ότι δεν γνωρίζουμε πολλά για τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις των αντικαταθλιπτικών – ότι, στην πραγματικότητα, δεν ξέρουμε πώς ακριβώς λειτουργούν, ή ακόμα, γιατί λειτουργούν. Υπενθύμισε κάποια στοιχεία που δείχνουν ότι ορισμένες φορές δεν είναι πιο αποτελεσματικά από ό,τι ένα πλασέμπο (ψευδοφάρμακο). Τόνισε τη σχέση μεταξύ της ψυχιατρικής κοινότητας και της φαρμακευτικής βιομηχανίας. Συμπλήρωσε ότι τα ψυχοτρόπα φάρμακα, τα οποία χορηγούνται πολύ πιο συχνά από όσο χρειάζεται, μπορεί να «δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα από όσα λύνουν».
Εν κατακλείδι, αποκάλεσε τα τρία βιβλία στα οποία επικεντρώθηκε ("The Emperor's New Drugs: Exploding the Antidepressant Myth", του Irving Kirsch – "Anatomy of an Epidemic: Magic Bullets, Psychiatric Drugs, and the Astonishing Rise of Mental Illness in America", του Robert Whitaker και "Unhinged: The Trouble with Psychiatry--A Doctor's Revelations About a Profession in Crisis", του Daniel Carlat) «ισχυρά κατηγορητήρια του τρόπου με τον οποίο ασκείται τώρα η ψυχιατρική. Αποκαλύπτουν τη φρενίτιδα της διάγνωσης, την κατάχρηση και την ευρεία σύγκρουση συμφερόντων».
Όμως – μόνο και μόνο επειδή κάποιο άνθρωποι που παίρνουν αντικαταθλιπτικά μπορεί να μην τα χρειάζονται δε σημαίνει ότι δεν τα χρειάζεται κανένας – και το πρόβλημα με ανθρώπους σαν την Αντζέλ είναι το πόσο απορριπτικοί είναι. «Αν ξέραμε ότι τα οφέλη από αυτά τα φάρμακα είναι περισσότερα από τις βλαβερές τους συνέπειες, αυτό θα ήταν ένα ισχυρό επιχείρημα [υπέρ τους], δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πολλοί άνθρωποι υποφέρουν από ψυχικές ασθένειες», γράφει. «Αλλά, όπως οι Kirsch, Whitaker και Carlat πειστικά επιχειρηματολογούν, οι προσδοκίες μπορεί να είναι υπερβολικά ψηλές».
Για στάσου ένα λεπτό – δεν ξέρουμε αν τα οφέλη είναι περισσότερα από τις συνέπειες; Νομίζω ότι ξέρουμε ότι είναι, αλλά ξέρω ότι η δική μου ιστορία δεν είναι αρκετή.
Ευτυχώς, δεν είμαι η μόνη που έχει πειστεί για τα θετικά τους αποτελέσματα. Πολλοί ψυχίατροι και άλλοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας είναι επίσης, απολύτως σίγουροι, όπως ο John Oldham, πρόεδρος της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ένωσης, ο οποίος απάντησε μετά την ανακοίνωση της Αντζέλ «το θέμα είναι ότι αυτά τα φάρμακα συχνά ανακουφίζουν τον πόνο του ασθενούς».
Ο συγγραφέας του βιβλίου «Listening to Prozac», Kramer, ήταν πιο συγκεκριμένος: «Ένα αξιόπιστο εύρημα είναι ότι τα αντικαταθλιπτικά λειτουργούν για χρόνια και υποτροπιάζουσα ήπια κατάθλιψη, μια κατάσταση που ονομάζεται δυσθυμία. Περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς ένιωσαν καλύτερα, σε σύγκριση με αυτούς που πήραν πλασέμπο, που ήταν λιγότεροι από το ένα τρίτο... Ομοίως, ακόμα και οι αναλύσεις που αμφισβητούν την χρησιμότητα των αντικαταθλιπτικών διαπιστώνουν ότι βοηθούν σε περίπτωση βαριάς κατάθλιψης".
Αν και είμαι βέβαιη ότι τα αντικαταθλιπτικά με βοήθησαν, η Σαρπ είναι πιο αμφίθυμη για τη δεκαετία που πέρασε με Zoloft. "Δεν μπορώ να πω ότι τα αντικαταθλιπτικά κατέστρεψαν τη ζωή μου, μπορεί ακόμα και να την βελτίωσαν», λέει. "Παρόλα αυτά, δεν αισθάνομαι ότι τα προβλήματα μου ήταν τόσο ασυνήθιστα και πιστεύω ότι θα τα είχα καταφέρει και χωρίς φάρμακα – κι εύχομαι τουλάχιστον να το είχα προσπαθήσει». Προσπάθησε πολλές φορές να διακόψει τη λήψη. «Ποτέ δεν πετύχαινε», λέει. «Πάντα κατέληγα σε μια κατάσταση που μου θύμιζε την πρώτη φορά που τα πήρα, και ξανά από την αρχή. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Ίσως απλώς χωρίς αυτά πάθαινα κατάθλιψη. Ίσως ο φόβος της ζωής χωρίς αυτά να ήταν ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Ίσως, όπως έχω ακούσει κάποιους να λένε, ο εγκέφαλος συνηθίζει στις ουσίες και αντιδρά με συμπτώματα που μοιάζουν με κατάθλιψη όταν τις στερείται».
Δεν είχε καμία ιατρική καθοδήγηση στην προσπάθεια να σταματήσει τα φάρμακα – και αυτό είναι κάτι που πιστεύει ότι είναι πολύ κοινό. «Οι γιατροί φαίνεται ότι είναι πολύ πιο πρόθυμοι να σου γράψουν αντικαταθλιπτικά από το να συζητήσουν μαζί σου πόσο καιρό θα έπρεπε να τα παίρνεις ή με ποιό τρόπο θα μπορούσες να τα διακόψεις», σημειώνει.
Το βιβλίο της Σαρπ μας υπενθυμίζει ότι υπάρχουν σημαντικά ερωτήματα σχετικά με το ποιός πραγματικά χρειάζεται αντικαταθλιπτικά, γιατί συνταγογραφούνται και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει η ασφαλιστική βιομηχανία τις ψυχικές ασθένειες. Αλλά αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι τα αντικαταθλιπτικά είναι χαζά χάπια χωρίς πραγματική επίδραση. Είναι ζωτικής σημασίας να το συνειδητοποιήσουν αυτό όσοι πάσχουν από κατάθλιψη.
«Τα αντικαταθλιπτικά φαίνεται να βοηθάνε με υψηλότερη συχνότητα και μεγαλύτερη ισχύ από ό, τι βλέπουμε στη βιβλιογραφία», γράφει ο Kramer. «Είναι πολύ επικίνδυνο το γεγονός ότι ο Τύπος εμμένει στο ότι είναι εικονικά σκευάσματα. Δεν είναι. Το να δίνει την εντύπωση ότι είναι οδηγεί σε περιττό πόνο».
σχόλια