Τρομοκρατημένη από το φάσμα μιας πιθανής χρεοκοπίας, η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει την απειλή του χρεοστασίου άλλοτε με υστερικές φωνές και άλλοτε με μια επικίνδυνη αφέλεια που συμπυκνώνεται στο «δεν χρωστάω, δεν πληρώνω». Μια αναδρομή στο ιστορικό παρελθόν σίγουρα θα συνέβαλλε σε μια πιο νηφάλια αποτίμηση της κατάστασης. Το ελληνικό κράτος, στους σχεδόν δύο αιώνες ύπαρξής του, έχει κηρύξει δύο φορές επισήμως πτώχευση και η ιστορία του έχει δείξει ότι ούτε τα χρωστούμενα απέφυγε να αποπληρώσει αλλά ούτε και το πολιτικό σύστημα κατάφερε να αποφύγει τις επιπτώσεις των κρίσεων, για τις οποίες είχε σοβαρό μερίδιο ευθύνης.
«Δυστυχώς επτωχεύσαμεν»
Μετά την αδυναμία του να εξυπηρετήσει τα δάνεια των πρώτων χρόνων της ύπαρξής του, το νεότευκτο ελληνικό κράτος υποχρεώθηκε να μείνει εκτός χρηματιστηρίων ως το 1878. Η επανάκαμψή του στις αγορές ταυτίστηκε χρονικά με σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό του σύστημα. Η ηγεμονία του φιλελεύθερου Χαρίλαου Τρικούπη στο πολιτικό σκηνικό καθ’ όλη τη δεκαετία του 1880 και η μετατροπή του πολιτικού συστήματος σε δικομματικό προσέδωσε σταθερότητα και αναπτυξιακή προοπτική.
Ο τρικουπικός εκσυγχρονισμός έδωσε έμφαση στα μεγάλα δημόσια έργα, τα κεφάλαια για τα οποία αντλήθηκαν όμως από υπέρογκο δανεισμό. Από το 1879 ως το 1890 το ελληνικό Δημόσιο συνήψε 8 εξωτερικά δάνεια και 5 εσωτερικά. Το διεθνές περιβάλλον ήταν ευνοϊκό για κάτι τέτοιο. Μετά τη χρηματιστηριακή κρίση του 1871-1873 και τη βαθιά ύφεση του 1882-1886 αρκετοί ξένοι κεφαλαιούχοι αναζητούσαν επενδύσεις εκτός της εκβιομηχανισμένης Ευρώπης, που είχε πάψει πλέον να δίνει μεγάλα περιθώρια κέρδους. Η απόδοση των ελληνικών κρατικών χρεογράφων της περιόδου ανερχόταν ως και το 15%, με βάση τις χρηματιστηριακές τιμές τους, όταν τα άλλα επιτόκια κυμαίνονταν στο 1% με 6%. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι ο χρόνος απόσβεσης του κεφαλαίου ήταν πολύ σύντομος, το πολύ 8 χρόνια. Φυσικά, λόγω της επισφάλειας της επένδυσης, ενδιαφέρον έδειχναν κυρίως οι πεπειραμένοι κερδοσκόποι, που πάντως γνώριζαν από το παρελθόν ότι ακόμη και σε περίπτωση χρεοκοπίας κάποια μορφή ρύθμισης θα τους εξασφάλιζε τα προσδοκώμενα κέρδη τους.
Για το ελληνικό κράτος, ωστόσο, ο υπερδανεισμός αυτός ήταν καταστροφικός. Το 1876 το δημόσιο χρέος ανερχόταν μόλις στο 60% του ΑΕΠ. Το 1887 είχε τετραπλασιαστεί και το 1893 είχε επταπλασιαστεί, φτάνοντας το 230%. Aπό ένα σημείο και μετά το κράτος δανειζόταν μόνο για να εξυπηρετεί τα τοκοχρεολύσια παρελθόντων δανείων. Για το γιγάντιο αυτό ύψος του χρέους δεν ευθύνονταν μόνο τα μεγάλα δημόσια έργα. Το κράτος είχε μετατραπεί σε προνομιακό πεδίο προσλήψεων με κομματικά κριτήρια, ενώ σκανδαλώδης ήταν και η επένδυση στις στρατιωτικές δαπάνες, που υπερδιπλασιάστηκαν την πενταετία 1879-1884, στο όνομα της Μεγάλης Ιδέας. Αλλά ακόμη κι έτσι, από τα περίπου 700 εκατ. δραχμές που έλαβε σε δάνεια η χώρα, μόνο τα 220 εκατ. πήγαν σε στρατιωτικές δαπάνες και δημόσια έργα. Τα υπόλοιπα πήγαιναν κυρίως σε ελλείμματα του προϋπολογισμού και στο εξωτερικό χρέος.
Οι συνέπειες της πτώχευσης του 1893 ήταν ποικίλες. Η χώρα τέθηκε υπό τη μακρά επιτήρηση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (στον οποίο αντιπροσωπεύονταν 6 χώρες), ως τα μέσα του 20ού αιώνα, με πολύ ευνοϊκούς όρους για τους δανειστές. Το πολιτικό σύστημα μετά την αποχώρηση του Τρικούπη περιέπεσε και πάλι στη δίνη της αστάθειας, με τις κυβερνήσεις να έχουν μέσο όρο ζωής τον ένα χρόνο και την εναλλαγή ασήμαντων μετριοτήτων στον πρωθυπουργικό θώκο. Η δε πλειοδοσία του πατριωτισμού, που είναι γνώριμη καταφυγή της εξουσίας σε στιγμές εσωτερικών κρίσεων, οδήγησε στην παραλίγο καταστροφική στρατιωτική ήττα του 1897.
Στάση πληρωμών μετά το κραχ
Ακόμα πιο πολλές αναλογίες με τη σημερινή κρίση είχε η κατάσταση στην Ελλάδα και το διεθνές περιβάλλον που οδήγησε το ελληνικό κράτος στο χρεοστάσιο του 1932, επί κυβερνήσεως Ελευθέριου Βενιζέλου. Η απαρχή της οικονομικής κρίσης προέκυψε και τότε από το χρηματιστηριακό κραχ της 19ης Οκτωβρίου 1929 στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Η κρίση της αμερικανικής οικονομίας πέρασε σχετικά γρήγορα στη Γηραιά Ήπειρο, με την ηττημένη στον πρόσφατο Μεγάλο Πόλεμο Γερμανία να τη βιώνει πιο βαριά απ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Το 1931 το γερμανικό κράτος δήλωσε αδυναμία καταβολής των πολεμικών επανορθώσεων, ενώ και μια μεγάλη γερμανική τράπεζα κήρυξε πτώχευση. Στη Γαλλία η κρίση έλαβε κυρίως τη μορφή δημοσιονομικής κρίσης λόγω της πτώσης των φορολογικών εσόδων από την ύφεση στην αγορά, ενώ στη Βρετανία ο αντίκτυπος ήταν πολύ μεγαλύτερος, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι του 1931 η αγγλική λίρα να εγκαταλείψει τον κανόνα του χρυσού. Οι συνέπειες για την Ελλάδα ήταν άμεσες, καθώς η δραχμή ήταν συνδεδεμένη με το χρυσό μέσω της λίρας.
Ο Βενιζέλος είχε επιστρέψει στην εξουσία με δύο βασικούς στόχους: την υπέρβαση, επιτέλους, του εθνικού διχασμού και την εκτέλεση μεγάλων παραγωγικών έργων, που θα ολοκλήρωναν το πέρασμα από την αγροτική οικονομία του 19ου αιώνα στον αστικό εκσυγχρονισμό που ευαγγελιζόταν εξαρχής ο βενιζελισμός. Μέχρι την κατάρρευση της Wall Street, οι συνθήκες της ελληνικής οικονομίας φάνταζαν ελπιδοφόρες. Είχε επιτευχθεί νομισματική σταθερότητα, με την αρωγή και της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), από την οποία είχε ζητήσει βοήθεια η Αθήνα. Για τη σταθερότητα αυτή εγγυόταν η προσφάτως ιδρυθείσα Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ ταυτόχρονα είχε αρχίσει να δημιουργείται σε διάφορες πόλεις για πρώτη φορά ένας μικρός βιομηχανικός κλάδος.
Το όχημα για την ολοκλήρωση του οικονομικού εκσυγχρονισμού ήταν πάντως το κράτος, που για το λόγο αυτό ανέλαβε για πρώτη φορά τόσο μεγάλο αναπτυξιακό ρόλο. Το στοίχημα ήταν εξαιρετικά σύνθετο, αφού βασιζόταν στο σαθρό έδαφος των μεγάλων δημόσιων ελλειμμάτων, ενώ ήταν ακόμη ανοιχτό το τιτάνιο ζήτημα της αποκατάστασης των προσφύγων, καθώς και της ενσωμάτωσης των νέων περιοχών στην επικράτεια του κράτους, μετά τη μεγάλη επέκταση της προηγούμενης δεκαετίας. Η κρίση του 1929 ήρθε να υπονομεύσει τους στόχους αυτούς, υποβοηθούμενη από τη φανατική παραταξιακή κουλτούρα που είχε διαποτίσει την πολιτική ελίτ της εποχής, η οποία, όπως θα αποδεικνυόταν λίγο αργότερα και με την επιβολή της δικτατορίας του βασιλιά και του Μεταξά, ήταν πολύ κατώτερη των κρίσιμων περιστάσεων. Το τοπίο περιέπλεκαν και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια που έπαιζαν οι 50(!) τράπεζες που είχαν ιδρυθεί το προηγούμενο διάστημα στο μικρό αυτό κράτος της Βαλκανικής, των οποίων το βασικό μέλημα ήταν η εκμετάλλευση της συναλλαγματικής αστάθειας και του πληθωρισμού προς όφελός τους.
Μετά τις περιορισμένης απόδοσης κινήσεις της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων για τη συγκράτηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων που είχαν σχεδόν εξαντληθεί, ο Βενιζέλος απευθύνθηκε τον Ιανουάριο του 1932 στη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, σε αναζήτηση δανείου 50 εκατ. δολαρίων με ταυτόχρονη αναστολή επί πενταετία του χρεολυσίου των εξωτερικών δανείων. Ωστόσο η επακόλουθη έκθεση της Δημοσιονομικής Επιτροπής της ΚτΕ δεν ήταν ενθαρρυντική για ένα τέτοιο δάνειο. Υπό την πίεση και του Τύπου, που κατηγορούσε την κυβέρνηση ως διεφθαρμένη, κι ενώ το κυβερνών κόμμα έδειχνε να χάνει τη δημοτικότητά του, ο Βενιζέλος ζήτησε τη σύγκληση συνόδου των πολιτικών αρχηγών, στην οποία πρότεινε τη σύσταση οικουμενικής κυβέρνησης, στο όνομα της οποίας δεχόταν ακόμη και να μην είναι ο ίδιος πρωθυπουργός. Παρ’ ότι γενικά η αντιπολίτευση δεν θεωρούσε λάθος την πολιτική του πρωθυπουργού για τη διαχείριση της κρίσης, ο Π. Τσαλδάρης, αρχηγός των Λαϊκών, αρνήθηκε τη συμμετοχή σε μια τέτοια κυβέρνηση, που θεωρούσε ότι θα τον έφθειρε πολιτικά.
Μετά και τη δυσμενή απόφαση του Συμβουλίου της ΚτΕ, που αποφαινόταν ότι το θέμα της αναστολής των τοκοχρεολυσίων έπρεπε να το λύσει η Ελλάδα μόνη της με τους ξένους ομολογιούχους, το κράτος κήρυξε την 1η Μαΐου προσωρινό χρεοστάσιο. Ακολούθησε στροφή της Ελλάδας αλλά και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών στον οικονομικό εθνικισμό και στη λογική της αυτάρκειας, που όξυνε την οικονομική κρίση και τη γεωπολιτική πόλωση και οδήγησε την Ευρώπη στον δεύτερο και καταστροφικότερο «εμφύλιό» της στον 20ό αιώνα.
του Δημήτρη Σωτηρόπουλου
από τη Free Sunday
σχόλια