Απ’την Αθήνα, από την Κρήτη -κι από την Θεσσαλονίκη ακόμα- είναι εύκολο να τρέφεις βεβαιότητες σχετικά με την μειονότητα της Θράκης. Να ασπάζεσαι σενάρια και θεωρίες, «επιστημονικές», «πατριωτικές» ή απλώς κινδυνολογικές. Να διακονείς την επίσημη θέση, πως πρόκειται απλώς για Μουσουλμάνους με ελληνικότατη εθνική συνείδηση. Είτε να τους φαντάζεσαι όλους ανεξαιρέτως Τούρκους πράκτορες που περιμένουν την ευκαιρία –μιαν εμπλοκή με τη γείτονα χώρα- για να εξεγερθούν ως προδοτική πέμπτη φάλαγγα εντός των συνόρων μας. Να σε γοητεύουν ακόμα-ακόμα εκδοχές που ακούγονται σαν θρύλοι: Ότι οι Πομάκοι είναι κατευθείαν απόγονοι των στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου – εξ’ου και τα ξανθά συχνά μαλλιά και τα ανοιχτόχρωμα μάτια τους. Πως η γλώσσα τους συγγενεύει με τα προελληνικά, μιλάμε δηλαδή για πανάρχαιο φύλο, για τους τελευταίους ίσως επιζώντες Πελασγούς…
Από μακριά είναι εύκολο να παραμυθιάζεσαι με το παραμύθι που σού ταιριάζει περισσότερο. Κι ας μην έχει –καλύτερα να μην έχει- καμιά πρακτική σημασία.
Εάν όμως κάνεις έναν κόπο και βρεθείς στη Θράκη και τριγυρίσεις με ανοιχτά τα μάτια σου και το μυαλό σου στους τουρκομαχαλάδες της Κομοτηνής κι έπειτα ταξιδέψεις λίγο δυτικά και ανηφορίσεις από την Ξάνθη στα Πομακοχώρια, τότε κάθε σου κατασκευασμένη πεποίθηση θα ανατραπεί. Θα κλονιστεί έστω σοβαρότατα.
Δεν χρειάζεσαι ειδικό ξεναγό για να σου εξηγεί τι βλέπεις. Τα χαμηλά σπίτια στην άκρη των πόλεων με στέγες από ελενίτ, κουκλίστικους λαχανόκηπους και κοτέτσια, ίσαμε να γεμίζει το πιάτο. Τα ημιφορτηγά με τις παράτερες πόρτες (παρμένες από μάντρες ανταλλακτικών), τα χαϊμαλιά στον καθρέφτη και τα υπερυψωμένα κάγκελα της καρότσας για να στριμώχνονται με κάποια ελάχιστη ασφάλεια τα πιτσιρίκια. Τις γυναίκες με τις μακριές γκρίζες καμπαρντίνες και τις σφιχτοδεμένες μαντήλες, οι οποίες κρύβουν το μισό πρόσωπο και μαρτυρούν στους γνώστες την οικογενειακή κατάσταση της καθεμιάς τους: Άλλο χρώμα για τις ανύπαντρες –διάβαζε παρθένες-, άλλο για τις παντρεμένες, άλλο για τις χήρες…
«Πρωτεύουσα» για τους Πομάκους το κεφαλοχώρι του Εχίνου. Μια τεράστια ελληνική σημαία κυματίζει στο έμπα του και όλα τα δημόσια καταστήματα έχουν έντονες γαλανόλευκες πινελιές. Στα καφενεία –που πουλάνε και είδη μπακαλικής- οι άντρες, αποκλειστικοί θαμώνες, ρουφάνε αργά το τσάι τους και σε κοιτούν κάπως καχύποπτα, όχι όμως κι εχθρικά. Οι ηλικιωμένοι φορούν φεσάκια και στριμώχνονται γύρω από την ξυλόσομπα για να ζεσταθούν.
Παρατηρώ στο μάγουλο ενός παππού, ο οποίος καπνίζει αρειμανίως, ένα εξόγκωμα μεγάλο σαν γροθιά. «Τι είναι αυτό;» ρωτάω την ντόπια φίλη μου. «Πιθανόν και καρκίνος…» «Και γιατί δεν τον αφαιρεί;» «Το νοσοκομείο στην Ξάνθη απέχει για αυτόν τον άνθρωπο όσο για εμάς η Αυστραλία. Μέχρι το 1996, τα Πομακοχώρια ήταν περιφραγμένα. Στο δρόμο προς την Ξάνθη, υπήρχε μία μπάρα που την ανεβοκατέβαζε ο στρατός. Για να νοσηλευτείς αν ήσουν Πομάκος, για να πάρεις άδεια οδήγησης, πόσω δε μάλλον για να βγάλεις διαβατήριο, χρειαζόσουν ειδική άδεια…»
«Τους κρατούσαν δηλαδή αιχμάλωτους!» «Ας πούμε αποκλεισμένους. Η θέση τους δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα - κι ας κόπηκαν εδώ και δύο σχεδόν δεκαετίες τα συρματοπλέγματα. Έχεις δει κανέναν Έλληνα Μουσουλμάνο να διακρίνεται ποτέ στην κοινωνική, καλλιτεχνική είτε στην οικονομική ζωή; Να παίρνει τη μοίρα του στα χέρια του και να την αλλάζει θεαματικά;» Θυμάμαι πως όταν υπηρετούσα στο Πολεμικό Ναυτικό, το 1993, στους Μουσουλμάνους κληρωτούς ανατείθονταν καθαρά βοηθητικές εργασίες. Τους είχαν μόνο για τις αγγαρείες. Για λόγους «εθνικής ασφαλείας»…
«Υπάρχουν όμως μειονοτικοί γιατροί!» της αντιπαραθέτω. «Ειδικευμένοι στο “σουνέτι”. Δηλαδή στην περιτομή. Είναι εξέχουσες προσωπικότητες στην κλειστή κοινωνία τους. Συχνά τους εκλέγουν και βουλευτές.»
Έξω από το καφενείο του Εχίνου, προέφηβοι κάνουν κόντρες με μηχανάκια. Μαμάδες ξεπροβάλλουν κάθε τόσο στις εισόδους των σπιτιών και τους βρίζουν στα πομάκικα ή μήπως στα τούρκικα; Τα δορυφορικά πάντως πιάτα στα μπαλκόνια είναι στραμμένα προς ανατολάς – ακόμα και στην εποχή του «Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς», οι Πομάκοι μας προτιμούν να βλέπουν τουρκική τηλεόραση παρά ελληνικά ιδιωτικά κανάλια. «Τι ονειρεύονται αυτά τα αγόρια;» «Οι πιο φιλόδοξοι να σπουδάσουν καμιά τέχνη στην Κωνσταντινούπολη. Να μεταναστεύσουν έστω στην Γερμανία. Εκεί θα βρουν εκείνους που νοιώθουν δικούς τους…» «Την Αθήνα δεν την σκέφτονται καθόλου;» «Η Αθήνα δεν ξέρουν ούτε πού πέφτει…»
Δεν ξέρω τι ακριβώς παίχτηκε με την υποψήφια ευρωβουλευτή του Σύριζα που την πετάξανε από το ψηφοδέλτιο. Δεν ξέρω ποιές επαφές τυχόν διατηρούσε με τους «Γκρίζους Λύκους» ο άλλος Συριζαίος μειονοτικός. Αγνοώ τον εθνικό μας σχεδιασμό για τους Μουσουλμάνους της Θράκης – αμφιβάλλω, μεταξύ μας, εάν καν υπάρχει. Έχω μαύρα μεσάνυχτα σχετικά με τον τρόπο που προωθεί τις βλέψεις του στη Δυτική Θράκη το τουρκικό κράτος ή παρακράτος. Όπως και για τον ρόλο των Μουφτήδων.
Ένα ξέρω: Ότι εάν είχα γεννηθεί εγώ εκεί πάνω, δεν πα να με έλεγαν «Έλληνα Οθωμανό» ή «Τουρκόγυφτο», δεν πα να μιλούσα σε συνέδρια για τους «Ρομά» ή να έκλεβα παλιοσίδερα, η αίσθηση μου θα ήταν πάντα η ίδια: Αυτή του ξένου σώματος.
Αλίμονο στις κοινωνίες που είτε περιφρονούν είτε επιδεικνύουν –για το ονόρε της διαφορετικότητας- τα «ξένα σώματα» τους. Χωρίς να καταβάλλουν καμιά ουσιαστική προσπάθεια για να τα αγκαλιάσουν. Για να τα εντάξουν στους κόλπους τους.-
Χ.Α.ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ, 24/04/2014
σχόλια