Δουλειά του δημοσιογράφου είναι, υποτίθεται, να λειτουργεί ως ένα είδος διάμεσου ανάμεσα στην είδηση και το κοινό, έστω κι αν ερμηνεύει τα γεγονότα υπό το δικό του πρίσμα. Κάτι που, εφόσον δεν διαστρεβλώνεται η αρχική είδηση, φαντάζει υγιές και θεμιτό – απόλυτα αντικειμενική, αυστηρά ίσων αποστάσεων, «αποστειρωμένη» κοντολογίς δημοσιογραφία δεν υπάρχει κι εκείνη που την καμώνεται επιδεικτικά, σκάβει λάκκους στη φάβα. Συμβαίνει βέβαια και το άλλο, ο δημοσιογράφος να μεταβάλλεται σε πρωταγωνιστή της είδησης, καμιά φορά και σε «εφευρέτη» της, διαμορφώνοντας κατά βούληση –τη δική του, του εργοδότη ή του πολιτικού του «μέντορα»– την κοινή γνώμη. Εξού και το «τέταρτη εξουσία» – δεν είναι άλλωστε λίγοι οι συνάδελφοι που μεταπήδησαν σε βουλευτικά ή και υπουργικά έδρανα. Υπάρχει έπειτα η άλλοτε διακριτικά, άλλοτε τελείως ξεδιάντροπα κατευθυνόμενη δημοσιογραφία, της οποίας γνωρίζουμε όλο το μεγαλείο.
Στην πρόσφατη εγχώρια ειδησεογραφία υπήρξαν περιπτώσεις στις οποίες βρέθηκαν να «πρωταγωνιστούν» γνωστοί δημοσιογράφοι. Η πιο πολυσυζητημένη είναι βέβαια η περίπτωση των Θάνου Δημάδη (Alpha) - Δημήτρη Σουλτογιάννη (Star) που «πιάστηκαν στα πράσα» παρακολουθώντας μεταμφιεσμένοι τον υπουργό Επικρατείας Νίκο Παππά στη Νέα Υόρκη. Δυστυχώς γι' αυτούς, το... γούστο τους στις περούκες αποδείχθηκε ελλιπές, όπως παραδέχτηκε κι ο πρώτος, τρολάροντας εαυτόν στον προσωπικό του λογαριασμό στο fb, θέλει βλέπεις και το drag την προπόνησή του! Γίνανε οπότε ρεντίκολο, μέχρι τα κανάλια που τους στείλανε διέκοψαν τη συνεργασία μαζί τους, μολονότι η μεταμφίεση καθαυτή δεν είναι μέθοδος αθέμιτη για έναν ρεπόρτερ. Την έχουν υιοθετήσει από τον... Τεν Τεν μέχρι τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Τζον Ντος Πάσος (που στον Α' Παγκόσμιο μεταμφιέστηκε σε Άραβα για να ταξιδέψει από τη Βαγδάτη στη Δαμασκό) και, βέβαια, τον «μετρ» του είδους Γκίντερ Βάλραφ, ο οποίος έχει επανειλημμένα όχι μόνο μεταμφιεστεί αλλά και υποδυθεί κανονικά τον μετανάστη, τον άνεργο ή τον επισφαλή εργαζόμενο, αναδεικνύοντας εκ βαθέων τη σκοτεινή πλευρά του γερμανικού οικονομικού θαύματος (απάνθισμα αυτών των εμπειριών περιλαμβάνει το βιβλίο Από έναν θαυμαστό καινούργιο κόσμο που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά οι εκδόσεις Τόπος): «Τρυπώνει σε χώρους εργασίας με πενιχρά ημερομίσθια, τσακισμένη περηφάνια, ανύπαρκτους κανόνες υγιεινής ή ασφάλειας. Εκεί όπου απομυζώνται οι πολλοί για να πλουτίσουν οι λίγοι. Πέρα από τις τηλεφωνικές εταιρείες, ζει για ένα διάστημα σε άσυλο αστέγων, διαπιστώνοντας ότι συχνά το κράτος πρόνοιας κλείνει πόρτες... Δουλεύει με το κατώτερο μεροκάματο σε εταιρεία που φτιάχνει ψωμάκια για τα Lidl. Γράφει για τους κακοπληρωμένους εργαζόμενους σε φημισμένο εστιατόριο, μεταμφιέζεται σε μαύρο μετανάστη για να ξεμπροστιάσει τις ρατσιστικές εμμονές συμπατριωτών του...» διαβάζω σε παλιότερη συνέντευξή του στα «Νέα».
Όσο λοιπόν και να ξεκαρδιστήκαμε με το πάθημα των δύο ρεπόρτερ, όσο και να τους «γουστάρουμε» ή όχι, δεν είναι η μέθοδος λάθος αλλά ο στόχος. Δηλαδή σίγουρα ενδιαφέρουν δημοσιογραφικά οι δραστηριότητες του υπουργού στη Νέα Υόρκη (κάτι που υποβαθμίστηκε ύστερα από όλο αυτό το σόου, αν πάλι βγάζανε «λαβράκι», θα αντιμετωπίζονταν σίγουρα αλλιώς), όμως, αλήθεια, δεν βρέθηκε τόσα χρόνια στα «καθ' ημάς», μια χώρα στο μάτι του τυφώνα της κρίσης, ούτε ένας ρεπόρτερ, ούτε ένα μέσο να τον παρακινήσει να ζήσει και να καταγράψει πρωτογενώς π.χ. το προσφυγικό δράμα –η μόνη φωτορεπόρτερ που το επιχείρησε, τον Μάιο στην Ειδομένη, ήτανε ξένη–, τη δικτύωση της χρυσαυγίτικης συμμορίας ή το καθεστώς στις σύγχρονες εργασιακές γαλέρες;