Πρόσωπο γνωστό στον κινηματικό χώρο και ιδιαίτερα στο αντιρατσιστικό και αλληλέγγυο με τους πρόσφυγες κομμάτι του, μου είχε κάνει εντύπωση όχι μόνο επειδή είναι τύπος ευθύς, ανοιχτόμυαλος, χωρατατζής, αγαπησιάρης (άσχετα που τα παίρνει κρανίο καμιά φορά!), περήφανος και «ψυχάρα» αλλά επίσης για το συλλογικό πνεύμα καθώς και την αστείρευτη, ανιδιοτελή του διάθεση προσφοράς.
Ήρθε περπατώντας «λαθραίος» στην Ελλάδα άγουρο παιδί ακόμα 25 χρόνια πριν μαζί με το πρώτο μεγάλο κύμα Αλβανών μεταναστών κι έτσι εξακολουθεί αστειευόμενος ν' αποκαλεί εαυτόν: «Λάθρο»! Στη διάρκεια των δυόμιση αυτών δεκαετιών ο 43χρονος σήμερα Φατός τα είδε όλα. Έζησε κινδύνους, αναποδιές, πίκρες κι απογοητεύσεις ικανές να διαλύσουν κάποιον ψυχολογικά, να τον κάνουν τομάρι, μισάνθρωπο. Όμως εκείνος είχε αποφασίσει να πορευτεί διαφορετικά, να το παλέψει - και όχι μόνο για την πάρτη του.
Από τα «πέτρινα χρόνια» της δεκαετίας του '90, όταν η χώρα του κατέρρεε και οι συμπατριώτες του μετανάστευαν μαζικά - πολλοί γίνανε τότε, γράφει, «βορά» των μαφιόζων ομοεθνών τους ή στράφηκαν επίσης στην κομπίνα και το έγκλημα – για να γνωρίσουν όσοι βρέθηκαν εδώ εντελώς ξεκρέμαστοι σαν εκείνον, ειδικά η πρώτη γενιά, τη σκοτεινότερη πλευρά του «ελληνικού ονείρου» - ωμή βία, άγρια εκμετάλλευση, απροκάλυπτος ρατσισμός, χάσκουσα υποκρισία, κάποτε ευτυχώς και στήριξη απρόσμενη – μέχρι τα χρόνια της μεγάλης κρίσης η οποία άφησε μετέωρο και τον ίδιο, πάνω που είχε σταθεί κάπως στα πόδια του επαγγελματικά (είναι καλός μάστορας) και που οι Αλβανοί μετανάστες γίνονταν πια «σαν κι εμάς», για το καλύτερο ή το χειρότερο - άλλοι «βάρβαροι» συνωστίζονταν εξάλλου τώρα προ των πυλών...
5 ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΩΤΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΞΟΔΟ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ, 1991
Mέσα σε 143 μόλις σελίδες ένας άνθρωπος απλός, χωρίς καμία ανώτερη μόρφωση αλλά με αξιοπρέπεια, ευθυκρισία, σοφία δρομίσια κι ένα έντονο περί δικαίου αίσθημα που του είχε από μικρό εμφυσήσει ο παππούς του, καθώς λέει, ξεκινά από τις παιδικές του αναμνήσεις στην πατρίδα για να ξετυλίξει γλαφυρά μέσα από την προσωπική του περιπέτεια όλο το χρονικό της αλβανικής μετανάστευσης στη Ελλάδα.
Κάπως έτσι πολιτικοποιήθηκε κι άρχισε να αγωνίζεται πιο συστηματικά για τα δίκια των εργαζομένων και των μεταναστών.
Αποφεύγει τις ταμπέλες - δηλώνει απλά «απέναντί τους», απέναντι σε κάθε ολιγαρχία, σε κάθε σύστημα εκμετάλλευσης.
Τη συγγραφή δεν την είχε σκεφτεί ποτέ – το λύκειο το τελειώνει του χρόνου (εσπερινό ΕΠΑΛ), δεν το επέτρεπε νωρίτερα η βιοπάλη, φέτος πήρε κιόλας πολύ καλούς βαθμούς που τους καυχιέται.
Κάποιοι φίλοι κι ένας διορατικός συνάδελφος τον πείσανε να εκδώσει τις μικρές αλλά μεστές ιστορίες ζωής που αναρτούσε κάθε τόσο στο fb. Το ξεκίνησα και δεν το χόρταινα – μέσα σε 143 μόλις σελίδες ένας άνθρωπος απλός, χωρίς καμία ανώτερη μόρφωση αλλά με αξιοπρέπεια, ευθυκρισία, σοφία δρομίσια κι ένα έντονο περί δικαίου αίσθημα που του είχε από μικρό εμφυσήσει ο παππούς του, καθώς λέει, ξεκινά από τις παιδικές του αναμνήσεις στην πατρίδα για να ξετυλίξει γλαφυρά μέσα από την προσωπική του περιπέτεια όλο το χρονικό της αλβανικής μετανάστευσης στη Ελλάδα.
Γράφει για τις στερημένες, ατελείωτες ώρες πεζοπορίας ανάμεσα σε κακοτράχαλα βουνά και λαγκάδια με χίλιους δυο κινδύνους, για τα κυκλώματα που θησαύριζαν κι από τις δύο πλευρές των συνόρων, τη σαδιστική συμπεριφορά πολλών ενστόλων απέναντι στους μετανάστες, την ξενοφοβία που καλλιέργησαν συστηματικά κόμματα και ΜΜΕ, την καταφρόνια των νεοφερμένων σε μια χώρα που μόνο σαν φτηνό εργατικό δυναμικό τους ήθελε στις εποχές που στηνόταν η μεγάλη φούσκα.
Για την αναισθησία, την υστεροβουλία και τη λαμογιά των «Ελληναράδων» – έχοντας δουλέψει με διάφορα αφεντικά, παραθέτει μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα του ανθρωπότυπου που κυοφόρησε την κρίση - αλλά και των αντίστοιχων ομοεθνών του: τόσο όταν στα χειρότερα αλληλοτρώγονταν αντί να συνεργαστούν όσο και τώρα που αρκετοί, νιώθοντας πια πιο ντόπιοι κι από τους ντόπιους, αντιμετωπίζουν εξίσου ρατσιστικά τους Ασιάτες και τους Αφρικανούς μετανάστες. Για την έλλειψη ανοχής απέναντι σε όποια διαφορετικότητα νιώθουμε ότι μας «απειλεί»...
Δεν παραλείπει να αναφερθεί με ευγνωμοσύνη στα πρόσωπα εκείνα που του στάθηκαν και τον συνέδραμαν, ανάμεσά τους και «ο μπάτσος που εκτίμησε» (παρότι αντιπαθεί την αστυνομία ενγένει) καθώς και σε συλλογικότητες που ξεχώρισε όπως το Στέκι Μεταναστών, τα Πίσω Θρανία, η Κίνηση Απελάστε τον Ρατσισμό, το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών και φυσικά η κοινωνική κουζίνα Ο Άλλος Άνθρωπος όπου δραστηριοποιείται τελευταία.
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου εκθέτει προσωπικές σκέψεις για την πατρίδα, τη θρησκεία, την οικογένεια, το γάμο (και στο πώς λειτουργούσαν αυτοί οι θεσμοί παραδοσιακά στη χώρα του), για τον συγκαλυμμένο ρατσισμό που είναι συχνά χειρότερος, για την κρίση, την Αριστερά, την Αλβανία του Χότζα αλλά και τη σύγχρονη κ.λπ., ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν κι οι εμπειρίες του από το ελληνικό δημόσιο!
Όλα αυτά, μάλιστα, δίχως προκατάληψη κι εμπάθεια παρά τις ακραίες καταστάσεις που έζησε αλλά διανθισμένα με φλέγμα και πηγαίο χιούμορ.
Είναι η δεύτερη φορά – είχε προηγηθεί ο Γκασμέντ Καπλάνι με το Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων το 2006 - που ένας εκπρόσωπος της μεγαλύτερης μεταναστευτικής κοινότητας στην Ελλάδα (η πλειοψηφία της οποίας αφότου ενσωματώθηκε «έθαψε» βιαστικά όσο βαθύτερα γινόταν το παρελθόν της) καταθέτει την εμπειρία του. Πλην όμως η αξία του παρόντος βιβλίου δεν περιορίζεται εκεί: τέτοιες αυθεντικές «έξωθεν» μαρτυρίες – όσο «ξένος» μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος που ζει στη χώρα αυτή ένα τέταρτο του αιώνα - είναι εξίσου σημαντικές για την επίγνωση και την αυτοσυνειδησία ημών των γηγενών.
Μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Η μάνα είχε το πιο δύσκολο έργο. Αυτή έπρεπε να μας πλύνει, να μας ταΐσει και να μας φροντίσει και τους πέντε. Έπρεπε όμως να πηγαίνει και για μεροκάματο, αφού μόνο με του πατέρα μου δεν βγαίναμε... έπρεπε επίσης να σκεφτούμε το πώς και για πόσο θα ζούσαμε 5 άτομα σε 16 τετραγωνικά. Από 12 χρονών τα καλοκαίρια δούλευα στο χωριό κανονικό μεροκάματο...».
«Στο σύστημα που επικρατούσε στην Αλβανία δεν είχες καθόλου ελευθερία λόγου, ούτε δικαιώματα. Τα καλά ήταν ότι το σύστημα υγείας ήταν δωρεάν, ότι να κλέψει κάποιος δεν μπορούσε... ούτε πεθαίναμε από την πείνα. Γενικώς όμως ο κόσμος στην επαρχία ειδικά υπέφερε πολύ, ενώ ο ρατσισμός ζούσε και βασίλευε: Αλλιώς αντιμετώπιζαν τους χωρικούς, αλλιώς αυτούς στις πόλεις».
«Όταν το πλοίο Vlora έφτασε τον Αύγουστο του '91 στην Ιταλία γεμάτο πρόσφυγες, έγιναν αυτά που όλοι ξέρουμε: ξυλοδαρμοί, φόνοι, εξαθλίωση. Από τη μια οι Αλβανοί μαφιόζοι, από την άλλη η ιταλική αστυνομία... γιατί τόσοι νεκροί, γιατί μεταξύ μας; Από ό,τι μου είπε ο πατέρας, στο πλοίο συναντήθηκαν δύο μεγάλες συμμορίες... Οι συμπλοκές ξεκίνησαν προτού φύγει το πλοίο από το Δυρράχιο. Χτυπούσαν όποιον δεν τους άρεσε η φάτσα του, πετούσαν κόσμο στη θάλασσα... Ακόμα και το λίγο νερό που βρήκαν στο πλοίο, το μοίρασαν μεταξύ τους και το πουλούσαν... Όσοι δεν είχαν λεφτά, υπέφεραν».
«Μετά το '91 όλα ξέφυγαν από κάθε έλεγχο... Ξαφνικά μάθαμε τα πάντα, πορνεία, ναρκωτικά, εκβιασμούς, πλαστογραφία, δουλεμπόριο... Αυτή η αλλαγή παρά τη μικρή μου ηλικία μού έκανε πολλή εντύπωση... Ξαφνικά μπήκε πολύ μίσος ανάμεσά μας. Όλοι θέλαμε μερσέντες... όλοι θέλαμε βίλες με πισίνες. Το οργανωμένο έγκλημα άρχισε να βγάζει ρίζες ακόμα και στην πολιτική ζωή. Επίσης άρχισε να βασιλεύει η βεντέτα...».
«...Εμένα με έβαλαν στη μέση οι (Έλληνες) φαντάροι και μ' έπαιζαν μπάλα. Ήμουνα, θυμάμαι, μόλις 19 χρονών και μικρόσωμος κι αυτοί πέντε γομάρια. Αφού έφαγα πολύ ξύλο με άφησαν με τους άλλους. Το βράδυ μας κλείδωσαν σε μια αποθήκη. Αργότερα γύρισαν μεθυσμένοι... διάλεξαν τους πιο μεγαλόσωμους, τους έβγαλαν έξω και τους βασάνισαν... Τα παιδιά αυτά ήταν 25-27 χρονών. Πιο ωραία σώματα σπάνια βλέπεις στα αγόρια. Ούρλιαζαν κι έκλαιγαν από τα χτυπήματα... Μετά από τόσα χρόνια τα θυμάμαι κι ανατριχιάζω».
«Με τον μάστορα δουλεύαμε σε όλη την Αθήνα από τις 8 το πρωί μέχρι όσο τράβαγε... Με πλήρωνε ένα κανονικό μεροκάματο αλλά χωρίς ασφάλιση. Ήταν πολύ τσιγκούνης. Ακόμα κι όταν μου έδιναν κανένα χαρτζιλίκι, μου έλεγε: "Έλα ρε μπαγάσα, τα κονόμησες σήμερα... θα κεράσεις τίποτα;". Όλο κλαιγόταν αυτός, ακόμα και στους πελάτες. "Δεν βγαίνω... Έχω τρία σπίτια... Έχω τρία τηλέφωνα... Έχω μια κόρη να μεγαλώσω" κ.λπ.».
«Μπαίνοντας στο νοσοκομείο στα Πατήσια, ρωτάω μια νοσοκόμα πού να πάω. Μου λέει «θέλεις να τελειώσεις σε 2-3 ώρες ή να πάρεις το πιστοποιητικό σου (σ.σ. για άδεια παραμονής) σε μερικές μέρες και να χάσεις δύο μεροκάματα;". "Φυσικά και θέλω να τελειώνω!", της απάντησα. "Εντάξει", μου λέει. "Γράψε το όνομα και τη διεύθυνσή σου εδώ κι άσε 5.000 δραχμές να τις δώσω στον γιατρό. Εγώ δεν παίρνω τίποτα, απλά θέλω να σε βοηθήσω επειδή φαίνεσαι καλό παιδί!"».
«Φεύγουμε και λίγο πιο έξω ο ταξιτζής σταματάει... "Κατεβείτε, θα σας πάει ο φίλος μου". Μπήκαμε στο άλλο ταξί που είχε πινακίδες Θεσσαλονίκης... τον ρωτάω γιατί έγινε έτσι η δουλειά. Μου λέει "άκου φιλαράκι. Αυτός που σας πήρε από το τελωνείο είναι από ένα χωριό δίπλα. Οι τελωνειακοί κάνουν ό,τι τους λέει... Πολλά λεφτά ο τύπος φίλε... μεγάλο λαμόγιο! Περνά Αλβανούς μετανάστες από την πάνω μεριά του τελωνείου και κονομάει. Και δεν κερδίζει μόνο από αυτό... Η συμφωνία δεν είναι 30.000 δραχμές, από 10 χιλιάρικα ο καθένας; Εγώ θα πάρω τα 18 και τα 12 αυτός... δεν έχω δικαίωμα να πάρω κόσμο πίσω για Θεσσαλονίκη. Οπότε, αντί να πάω πίσω άδειος, κάνω νταραβέρι μ' αυτόν: 10 ταξί τη μέρα στην ξεφτίλα, από 12 χιλιάρικα είναι 120.000 δραχμές τη μέρα. Τα μισά τα παίρνει αυτός και τα άλλα μισά οι τελωνειακοί... (άλλες φορές) περνάει με τη μερσέντες τίγκα στα ναρκωτικά και όλοι κάνουν πως δεν βλέπουν... είναι βλάκας, αλλά είναι βλέπεις ξάδερφος του τάδε..."».
«Πολλά παιδιά (σ.σ. επιστρέφοντας Αλβανία) έπεφταν θύματα ληστών στο τελωνείο ή σε πόλεις κοντά... Εκεί έστηναν οι εγκληματίες ενέδρα και ψάρευαν θύματα. Ένας παρίστανε τον ταξιτζή κι έπαιρνε μετανάστες να τους μεταφέρει στον προορισμό τους. Λίγα χιλιόμετρα μετά, περίμεναν οι συνεργάτες του και τους λήστευαν. Αν κάποιος αντιδρούσε, τον σκότωναν... δεκάδες τέτοια περιστατικά! ».
«Έχουμε ζήσει τον ρατσισμό όσο καμια άλλη κοινότητα μεταναστών. Παρ' όλ' αυτά, ξεχαστήκαμε γρήγορα λόγω των πολιτικών εξελίξεων στη Μέση Ανατολή... κανένας τώρα δεν ασχολείται με τον Αλβανό. Τώρα ο Αλβανός θεωρείται ντόπιος. Ακόμα και οι φασίστες τον έχουν δεχτεί... Πάση θυσία, μη μας φάνε οι μαύροι... Μου το έλεγε παλιά η κυρία Τασία που της χρωστάω τη ζωή μου: "Αγόρι μου, μη στενοχωριέσαι. Πριν να έρθετε εσείς, τα έβαζαν με τους Φιλιππινέζους. Ήρθατε εσείς, τους ξεχάσαν αυτούς. Θα έρθουν άλλοι, θα σας ξεχάσουν κι εσάς..."».
«Όταν πρωτοήρθαμε, απ' τη μια ήταν καλό γιατί εμείς κάναμε τις δουλειές που δεν έκαναν οι Έλληνες, κι απ' την άλλη ήταν κι αυτοί που παραπονιόντουσαν πως ρίχναμε τα μεροκάματα... ο Έλληνας προτιμούσε τον Αλβανό γιατί έπαιρνε μικρότερο μεροκάματο. Όταν όμως τον έβλεπε να του παίρνει τη δουλειά, έβριζε».
«Εκείνο όμως που μου κάνει πάνω απ' όλα εντύπωση είναι που βλέπω μετανάστες να μιλάνε ενάντια σε άλλους μετανάστες... Ο Αλβανός μετανάστης θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τον Πακιστανό, τον Αφρικανό, τον Μπαγκλαντεσιανό... είναι τρομακτικό να ακούς τον Αλβανό να λέει "δεν θέλουμε ξένους στην Ελλάδα"... Τα μέσα ενημέρωσης και η πολιτική που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις τόσα χρόνια βοήθησαν (επίσης) πολύ ώστε να μη συνυπάρξουν οι μετανάστες».
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 31.7.2017