«Ακόμα κι εκεί, στις καπνοδόχους, στα διαλείμματα μεταξύ των βασανιστηρίων υπήρχε κάτι που έμοιαζε με ευτυχία. Ναι, για αυτή την ευτυχία των στρατοπέδων συγκέντρωσης θα έπρεπε να σας μιλήσω την επόμενη φορά που θα με ρωτήσετε. Αν με ρωτήσετε βέβαια. Κι αν δεν το ξεχάσω και ο ίδιος».
(Ίμρε Κέρτες, «Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο», μετάφραση Γιώτα Λαγουδάκου, εκδόσεις Καστανιώτη)
Όταν ο Ίμρε Κέρτες έγραφε για την «ευτυχία των στρατοπέδων συγκέντρωσης», δεν είχε βέβαια στο μυαλό του τύπους σαν τον "πολιτευτή" που φωτογραφήθηκε χαρούμενος, σαν παιδί στη Ντίσνεϊλαντ, κατά την επίσκεψή του στο Νταχάου. (Μπορείτε τον να θαυμάσετε εδώ ή να μάθετε περισσότερα εδώ).
Ο Κέρτες, Ούγγρος εβραίος γεννημένος το 1929, πήγε στο Άουσβιτς σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και επέστρεψε στη Βουδαπέστη μετά την απελευθέρωση. Την ίδια πορεία κάνει και ο νεαρός ήρωάς του. Η περιπέτειά του περιγράφεται απόλυτα αποστασιοποιημένα και χωρίς η παραμικρή υπόνοια συναισθήματος να τρυπώνει στις λέξεις. Όπως ο βασικός χαρακτήρας της «Δίκης» του Φ. Κάφκα, έτσι κι αυτός συλλαμβάνεται χωρίς να ξέρει το γιατί. Ακολουθούν τα γνωστά: Το μακρύ ταξίδι με το τρένο, η άφιξη σε έναν σταθμό όπου ο ήρωας διαβάζει για πρώτη φορά τις λέξεις "Auschwitz-Birkenau", ο διαχωρισμός σε ικανούς για εργασία και άχρηστους -με τους τελευταίους να παίρνουν το δρόμο για το κτίριο με την ψηλή καμινάδα...
Ο Κέρτες γράφει για τις όμορφες ζαρντινιέρες έξω από τα κρεματόρια, για το περιποιημένο γρασίδι ανάμεσα στα δρομάκια, για το πόσο νόστιμο φαίνεται το μουχλιασμένο ψωμί έπειτα από μερικές μέρες ασιτίας...
Οι φρικαλεότητες βρίσκονται βέβαια εκεί, πίσω από κάθε λέξη, όμως ο ίδιος αρνείται να τις τονίσει. Όπως αρνείται να κατηγορήσει ευθέως τους θύτες. Και σιγά σιγά ξεπροβάλει εκείνο που προτιμούμε να μη βλέπουμε, όταν αναφερόμαστε στα διάφορα εγκλήματα της ιστορίας. Ότι όλα αυτά δεν συμβαίνουν μόνο εξαιτίας ενός ανθρώπου, ενός λαού ή ενός κόμματος. Γίνονται εφικτά χάρη σε ένα ολόκληρο σύστημα, σε έναν μηχανισμό που δομείται και λειτουργεί με τη σύμπραξη ή με την ανοχή μιας ολόκληρης κοινωνίας -ίσως και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Κανείς δεν είναι αθώος. Ούτε καν τα ίδια τα θύματα, λεει ο Κέρτες.
Νεαρής ηλικίας είναι ο κεντρικός ήρωας και στο "Αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα". (Τζον Μπόιν, "Το αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα", μετάφραση Αριάδνη Μοσχονά, εκδόσεις Κέδρος).
Ονομάζεται Μπρούνο και είναι γιος ενός υψηλόβαθμου στελέχους του ναζιστικού καθεστώτος. Όταν ο μπαμπάς του διορίζεται διοικητής του Άουσβιτς η οικογένεια αναγκάζεται να μετακομίσει σε ένα απομονωμένο σπίτι κοντά στο στρατόπεδο. Ο μικρός έχει μια συγκεχυμένη άποψη για το επάγγελμα του πατέρα του. Το μόνο που ξέρει με σιγουριά είναι ότι βαριέται αφόρητα στο νέο του σπίτι.
Μια μέρα, σε μια μυστική εξερεύνησή του στη γύρω περιοχή, ανακαλύπτει ένα αδύνατο αγόρι με ξυρισμένο κεφάλι, να κάθεται πίσω από ένα αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Γίνονται κάτι σαν φίλοι και συναντιούνται κρυφά, με τον φράχτη πάντα ανάμεσά τους. Ο Μπρούνο ζηλεύει κάπως την τύχη του παράξενου αγοριού με τη ριγέ πιτζάμα. Βέβαια ο Σμούελ (έτσι λένε το αγόρι) γκρινιάζει λίγο για τη ζωή του εκεί. Όμως ο Μπρούνο έχει δει σε μια προπαγανδιστική ταινία ότι οι άνθρωποι που κατοικούν πίσω από το συρματόπλεγμα δεν περνούν καθόλου άσχημα: υπάρχουν μαγαζιά με λαχανικά, οι μεγάλοι κάθονται σε κουνιστές πολυθρόνες, τα παιδιά παίζουν ομαδικά παιχνίδια...
Στο τέλος, ο μικρός Γερμανός θα περάσει μέσα από μια τρύπα του φράχτη για να ζήσει, για λίγο, όπως ο φίλος του. Όμως τότε ακούγεται μια σειρήνα. Ο Μπρούνο εγκλωβίζεται μέσα στο πλήθος και αναγκάζεται να βαδίσει κι εκείνος προς το κτίριο με την καμινάδα.
«Και έτσι τελειώνει η ιστορία του Μπρούνο. Φυσικά όλα αυτά συνέβησαν πριν από πολλά χρόνια και τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μπορεί να ξανασυμβεί. Όχι πια τη σήμερον ημέρα».
__________
*Στη φωτογραφία, στην κορυφή της σελίδας, το προσωπικό του Άουσβιτς σε στιγμές χαλάρωσης.
σχόλια