Χαζεύοντας, πριν από τις εκλογές, τις φωτογραφίες των υποψήφιων βουλευτών, διαπίστωσα ότι η τέχνη του εκλογικού πορτρέτου έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο. Ναι μεν υπάρχουν ακόμη οι κλασικές άβολες πόζες με το χέρι στο πιγούνι, αλλά γενικά έχουμε περάσει σε άλλο επίπεδο.
Για παράδειγμα μ’ εντυπωσίασε ιδιαίτερα η φωτογραφία της Όλγας Κεφαλογιάννη. Ασπρόμαυρη, λιτή, καλαίσθητη... Το μόνο πρόβλημα είναι το μαύρο φόρεμα με τα λευκά γιακαδάκια. Παρότι της παει πολύ και είναι σεμνό, θυμίζει λίγο αυτά που φορούσε η κ. Βίκυ Σταμάτη την ημέρα της σύλληψής της –πράγμα που δεν προκαλεί και τους καλύτερους συνειρμούς στον ψηφοφόρο. Αξιομνημόνευτα είναι και τα πορτρέτα των Αθανάσιου Παπαδόγγονα (τρέμε Ντάνιελ Κρεγκ), Καλιρόης (Ρόης) Παυλέα (στην αρχή νόμιζα ότι είναι Ελένη Μενεγάκη) και Θάλειας Χούντα (κατεβαίνει με το ΛΑΟΣ)
Μ’ αυτά και μ’ αυτά ανασύρθηκε από τη μνήμη μου μια παλιά ιστορία.
Τότε, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, δούλευα βοηθός σ' ένα φωτογραφικό στούντιο. Το αφεντικό μου ήταν ένας παλαιάς κοπής φωτογράφος, που είχε σαν βασικά εργαλεία μια ταλαιπωρημένη Mamiya και μερικά ελληνικής κατασκευής στούντιο φλας. Πρώην φρικιό, δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τους διάφορους «μάγους» της διαφήμισης.
«Παπαριές», έλεγε όταν έβλεπε την καινούρια καμπάνια των σιλκ κατ...
Κάτι φτηνά σαμπουάν, κάτι κοσμήματα, κάτι πορτρέτα, κάτι έργα νέων ζωγράφων, αυτές ήταν οι δουλειές μας.
Σε κανένα μήνα είχαμε εκλογές. Κανονίστηκε λοιπόν να έρθει να φωτογραφηθεί ένας ηλικιωμένος πολιτευτής. Κατέφθασε αργοπορημένος παρέα με έναν ευτραφή μουστακαλή σύμβουλο. Ο τελευταίος κουβαλούσε μαζί του μερικές κρεμάστρες με ριγέ πουκάμισα και είχε σε ειδική θήκη ένα από εκείνα τα ογκώδη κινητά της εποχής. Τους έφτιαξα καφέ (ελληνικό για τον πολιτευτή-φραπέ για τον σύμβουλο) και οδήγησα τον πελάτη να καθίσει μπροστά στο ξετυλιγμένο ρολό με το ουδέτερο φόντο. Ήταν ρυτιδιασμένος και είχε λιπαρό δέρμα. Αυτό το τελευταίο προβλημάτιζε ιδιαίτερα τον φωτογράφο.
«Σα φώκια γυαλίζει ο κερατάς», μουρμούρισε στο αυτί μου καθώς έστηνα το τρίποδο.
Τον φωτίσαμε και αρχίσαμε τις λήψεις. Ο σύμβουλος έδινε συμβουλές.
«Μια με το χέρι στο σαγόνι...Τώρα μια να κοιτάζει λίγο αριστερά, όπως ο Αντρέας».
Ο υποψήφιος δεν μιλούσε πολύ. Μόνο, κάθε τρεις και λίγο, σηκωνόταν και πήγαινε στην τουαλέτα.
«Έχει προστάτη ο σύντροφος», μας ψιθύρισε ο σύμβουλος.
Όταν τέλειωσε το πρώτο ρολό, καβάλησα ένα κόκκινο παπί που είχαμε και έφυγα σφαίρα για το εργαστήριο. Σε μισή ώρα είχα τις διαφάνειες στα χέρια μου. Έριξα μια βιαστική ματιά. Μια χαρά μου φάνηκαν.
«Χάλια», αποφάνθηκε ο σύμβουλος μόλις τις είδε με το μεγεθυντικό φακό στην φωτεινή μας τράπεζα.
«Γιατί; Αφού δε γυαλίζει», διαμαρτυρήθηκε ο φωτογράφος.
«Διακρίνονται οι ζάρες στο λαιμό. Είμαστε δύναμη ανανέωσης, δε θέλουμε ζάρες στο λαιμό».
«Μα...»
«Δεν έχει μα. Δε θέλουμε ζάρες», είπε ο βοηθός.
«Θα τον φωτίσουμε διαφορετικά», μου είπε ο φωτογράφος.
Πράγματι φέραμε τα φλας μετωπικά. Μόνο μια κόντρα αφήσαμε για να στεφανώνει τη γκρίζα κόμη του υποψήφιου. Τραβήξαμε άλλο ένα ρολό. Έτρεξα στο εργαστήριο, πρόλαβα πάλι την εμφάνιση, πήρα τα σλάιντς και γύρισα.
«Καλύτερα δεν γίνεται», είπε ο φωτογράφος.
«Τρίχες κατσαρές», του έκοψε το βήχα ο σύμβουλος. «Άμα δε φύγουν τελείως οι ζάρες δεν πρόκειται να πάρεις μια. Θα πάμε σε άλλον».
Σήμερα το πρόβλημα θα είχε λυθεί εύκολα. Τότε όμως το photoshop ίσα που το είχαμε ακουστά.
«Θα του κάνουμε λίφτινγκ», αποφάσισε το αφεντικό μου. «Τράβα φέρε το μπαμπάκι από το μπάνιο».
Πήρε μπόλικο και το πατίκωσε σε μια βαριά μεταλλική τσιμπίδα, από εκείνες που πάνω τους βιδώνονται κινηματογραφικοί προβολείς.
«Τώρα θέλω να μου κάνετε λίγη υπομονή», είπε στον υποψήφιο.
Εγώ μάζεψα με στοργή τις ζάρες και τις κράτησα πίσω από το λαιμό. Το αφεντικό μου τις μάγκωσε με την τσιμπίδα και έτρεξε στη μηχανή.
«Γιώργο, κρύψε λίγο καλύτερα τη τσιμπίδα πίσω απ' το κεφάλι. Έτοιμοι! Πάμε κύριε Πρόεδρε. Βαθιά ανάσα. Χαλαρώνουμε...»
Πρέπει να παραδεχτώ ότι ο υποψήφιος αντιμετώπισε την κατάσταση με ηρωισμό και καρτερία.
Τέλειωσε η φωτογράφηση, του έβγαλα την τσιμπίδα και οι ρυτίδες επανήλθαν αργά στη θέση τους. Ο σύμβουλος μάζεψε τα πουκάμισα κι έφυγαν. Τις διαφάνειες θα τις είχαμε την επομένη.
Όταν τις είδαμε τα βάψαμε μαύρα. Ζάρες ο υποψήφιος δεν είχε –η τσιμπίδα είχε κάνει τη δουλειά της. Όμως σε όλες τις πόζες είχε ένα ύφος μαγκωμένο, λες και τον πήγαιναν για κρέμασμα.
«Δεν θα μας πληρώσουν», προέβλεψε ο φωτογράφος.
Τις διαφάνειες τις πήγα εγώ, το ίδιο απόγευμα, σε μια πλατεία στο Περιστέρι όπου τις παρέδωσα στο μουστακαλή. Τις έβγαλε από το φάκελο και τις κοίταξε σκεπτικός στον ήλιο.
«Καλές είναι», είπε. «Θα τηλεφωνήσω αύριο στο αφεντικό σου για να έρθει κάποια στιγμή να πάρει τα λεφτά».
Τα διαφημιστικά τυπώθηκαν κανονικά. Ο υποψήφιος δεν εκλέχτηκε. Το αφεντικό μου δεν πήρε ποτέ τα λεφτά του.
σχόλια