Σκηνή 1. Μπόλικα χρόνια πριν.
Ταξιδεύω βράδυ από Πειραιά για Σύρο. Πλέουμε αργά, υπερβολικά αργά, μέσα στη μπουνάτσα. Στο κατάστρωμα, για να περάσεις ανάμεσα στους ξαπλωμένους πρέπει να πατάς προσεχτικά, σαν μπαλαρίνα.
Υπάρχει μια κενή θέση σε έναν πάγκο, δίπλα σε μια οικογένεια τσιγγάνων. Η γυναίκα είναι σχεδόν κορίτσι. Πιάνω κουβέντα με τον άντρα. Αποδεικνύεται συνομήλικός μου –μόνο που έχει δύο παιδιά και μουστάκι.
Μου λεει ότι πηγαίνουν Τήνο, στο πανηγύρι.
«Πουλάω κάτι εργαλεία».
«Δηλαδή σφυριά και τέτοια;»
«Όχι ρε! Στην Τήνο σου λέω πάμε. Εικονίσματα, λιβάνια, φυλακτά...Θα βαφτίσουμε και το παιδί».
Το μικρότερο παιδί της οικογένειας είναι κάπου δύο ετών. Του τσιμπάω το μάγουλο.
«Το βαφτίσαμε και πέρσι», λεει χαμογελώντας ο πατέρας.
Εκφράζω την την απορία μου. Μου εξηγεί ότι οι πάντες θέλουν να γίνουν νονοί στην Παναγιά της Τήνου. Έτσι, όποιος δεν έχει παιδί να βαφτίσει ψάχνει να βρει ένα επιτόπου.
«Δίνουν καλά λεφτά», με διαβεβαιώνει.
Φτάνουμε επιτέλους Σύρο και ετοιμάζομαι να κατεβώ.
«Να πας κι εσύ να προσκυνήσεις την Παναγιά», με συμβουλεύει η γυναίκα-κορίτσι. «Όλους τους βοηθάει».
Σκηνή 2. Αρκετά χρόνια πριν.
Είμαστε με την Κ στη Νίσυρο και θέλουμε να πάμε Σύρο. Μια φορά την εβδομάδα περνάει ένα πλοίο που, στο δρόμο του για τον Πειραιά, πιάνει και στην Τήνο. Από εκεί μπορούμε εύκολα να περάσουμε απέναντι. Το πρακτορείο το δουλεύει μια γλυκομίλητη ηλικιωμένη κυρία. Μου δίνει τα εισητήρια και μετά ανοίγει το προσωπικό της πορτοφολάκι και βγάζει ένα χαρτονόμισμα.
«Κι αυτό, για να μου ανάψεις μια λαμπάδα στην Παναγιά. Μπορείς να το κάνεις, έτσι δεν είναι; Την πιο μεγάλη που υπάρχει, σε παρακαλώ».
Δέχομαι με την κρυφή σκέψη να τσεπώσω το χαρτονόμισμα. Το λεω στην Κ η οποία με κοιτάει με περιφρόνηση. Της μιλώ για το φαινόμενο placebo, αλλά εκείνη εξακολουθεί να με κοιτά με περιφρόνηση.
«Ας μη δεχόσουν. Τώρα που δέχτηκες πρέπει να το κάνεις».
Την επόμενη μέρα, γύρω στις 12 το μεσημέρι, βρισκόμαστε στην Τήνο και ξεκινάμε για το τάμα. Έχουν μόλις φτάσει τα καράβια από τον Πειραιά. Από τις μπουκαπόρτες ξεχύνονται έξαλλες οι μαυροφόρες. Κάποιες σέρνουν μαζί τους άρρωστα παιδιά που κοιτούν γύρω τους με απορία.
Τα καράβια ανεβάζουν γρήγορα τις άγκυρες και φεύγουν μέσα στο μελτέμι. Πάνε Μύκονο και μετά θα γυρίσουν και πάλι πίσω για να μαζέψουν τον κόσμο. Οι προσκυνητές παίρνουν βιαστικά τον φαρδύ, ανηφορικό δρόμο για την εκκλησία. Θα πρέπει να προλάβουν να τα κάνουν όλα όπως πρέπει.
Στα δεξιά, δίπλα στα μαγαζιά που πουλούν κεριά και σουβενίρ, υπάρχει κάτι σαν στενός ποδηλατόδρομος. Από εκεί ανεβαίνουν γονατιστές κάποιες γυναίκες. Συνήθως, δίπλα τους υπάρχει μια αναμαλλιασμένη συνοδός που τους δίνει κουράγιο.
Βλέπω μια προσκυνήτρια να ανεβαίνει στα τέσσερα φορώντας επιγονατίδες και επιαγκωνίδες. Δίπλα της βαδίζουν αργά ένας έφηβος με σύνδρομο Nτάουν και μια πολύ χοντρή γυναίκα μεγάλης ηλικίας. Το παιδί κάνει να πει κάτι στην προσκυνήτρια.
«Σώπα!» βρυχάται η χοντρή γυναίκα.
Σηκώνει το χέρι της απειλητικά και το ιδρωμένο μπράτσο της πάλλεται στον ήλιο.
Για κάποιο λόγο, αυτό το μείγμα ιδρωμένης ελπίδας, εμπορικής εκμετάλλευσης και κακού γούστου με εντυπωσιάζει. Ακολουθώ τους προσκυνητές που ανεβαίνουν κραδαίνοντας τις μεγάλες λαμπάδες σαν να είναι δόρατα. Τραβάω συνεχώς φωτογραφίες.
Δίπλα στον περίβολο, πριν τις σκάλες για την εκκλησία, υπάρχει ένα μακρόστενο δωμάτιο όπου τοποθετούνται οι λαμπάδες. Υπεύθυνος για το χώρο είναι ένας εύσωμος ροκαμπιλάς με κόκκινη σαλοπέτα. Όταν οι θέσεις γεμίζουν ασφυκτικά, αρπάζει αγκαλιές ολόκληρες από λαμπάδες, τις σβήνει και τις τοποθετεί αλλού ("για μεταπώληση ίσως;", σκέφτομαι και υποπίπτω αυτόματα σε αμάρτημα)
Το θέαμα είναι υποβλητικό. Τοποθετώ τη λαμπάδα της Νισύριας και μένω να κοιτώ έκθαμβος το ροκαμπιλά που δουλεύει σαν τον Ήφαιστο μέσα στην κάπνα και τις αναλαμπές.
Μετά στήνομαι στην ουρά για την εκκλησία. Δίπλα μου, στη σκάλα, μια γυναίκα στα τέσσερα περιμένει υπομονετικά τη σειρά της. Στα παρεκκλήσια δεξιά και αριστερά, γίνονται ταυτόχρονα δύο βαφτίσεις. Στην εκκλησία, μου κάνει εντύπωση ο γαλάζιος θόλος και βέβαια τα χρυσά τάματα. Η εικόνα είναι κλεισμένη σε ένα ανάγλυφο περίβλημα. Το τζάμι είναι θολό από τα φιλιά. Διακρίνω και ένα αποτύπωμα από κραγιόν.
Μια γυναίκα με σπρώχνει.
«Άντε αγόρι μου και θα χάσουμε το βαπόρι!»
Αργότερα, σε ένα στενό, πέφτω πάνω στην οικογένεια της προσκυνήτριας με τις επιγονατίδες. Κάθονται σε ένα καφενείο. Οι δύο γυναίκες τρώνε βλοσυρές τους λουκουμάδες τους. Το παιδί δείχνει ιδιαίτερα χαρούμενο καθώς γλύφει το κουτάλι με το μέλι.
Σκηνή τρίτη. Σήμερα.
Μετά από τέσσερις μέρες στα χωριά της Τήνου, κατεβαίνω στο λιμάνι. Τα καραβια δεν έχουν φτάσει ακόμη, οπότε δεν έχει ιδιαίτερο κόσμο. Λέω να κάνω μια βόλτα στο δρόμο της Μεγαλόχαρης.
Το σκηνικό παραμένει πάνω κάτω το ίδιο. Βλέπεις όμως περισσότερους άντρες και αρκετά άτομα νεαρής ηλικίας. Οι λαμπάδες τιμώνται ένα ευρώ η μικρή και πέντε η μεγαλύτερη. Κάποιοι κρατούν πολλές μαζί. Τα ναύλα έχουν ακριβύνει οπότε το πράγμα λειτουργεί με παραγγελίες. Όλοι πάντως μοιάζουν διατεθημένοι να ακολουθήσουν πιστά το τελετουργικό (άναμμα λαμπάδας-προσκύνημα εικόνας-αγορά αναμνηστικών-καταβρόχθιση λουκουμάδων-εμετός στο Καβοντόρο).
Στον ειδικό διάδρομο ανεβαίνει γονατιστή μια ψηλή Ρωσίδα με εμπριμέ φόρεμα. Ο άντρας της την τραβάει αναμνηστικές φωτογραφίες. Ο θρησκευτικός τουρισμός έχει ήδη αρχίσει να δίνει ανάσες στην οικονομία μας.
Μας προσπερνά ένα ασκέρι με μπροστάρη έναν παπά. Τους ακολουθώ και φτάνω στον περίβολο της εκκλησίας. Ρίχνω μια ματιά στο δωμάτιο με τις λαμπάδες. Στο πρόσωπο του καντηλανάφτη αναγνωρίζω με έκπληξη το ροκαμπιλά του παρελθόντος. Αυτός πρέπει να είναι! Δεν έχει πια τσουλούφι και φαβορίτες. Εξακολουθεί όμως να κάνει τη δουλειά του με την ίδια συνέπεια και προσήλωση.
*Ο Γ. Παναγιωτάκης είναι συγγραφέας
σχόλια