Η Μποτσουάνα είναι μία χώρα που δεν έχει σχέση με όσα φαντάζεσαι για την Αφρική. Και η μέταλ σκηνή της με τους Αφρικανούς καουμπόηδες και τους μηχανόβιους στη μέση της κόκκινης ερήμου είναι πολύ δυνατή, τόσο δυνατή που προκάλεσε το ενδιαφέρον μιας παρέας παιδιών και τους έφερε μέχρι τη Νότια Αφρική για να κάνουν ντοκιμαντέρ τους Wrust, τους ντόπιους σούπερ-σταρ του είδους. Η Ναταλία Κουνέλη, που είναι η παραγωγός της ταινίας, θυμάται τις μέρες με μέταλ και μπόλικο κοκκινόχωμα που έζησαν στα γυρίσματα.
-Πώς και πότε μάθατε για τη μέταλ σκηνή στην Μποτσουάνα;
Ένα πρωινό της άνοιξης του 2011 ο Raffaele, ο σκηνοθέτης της ταινίας, χάζευε στο Ιnternet σε μια στιγμή από εκείνες που ένας άνεργος δεν έχει τι άλλο να κάνει. Τότε έτυχε να διαβάσει ένα άρθρο στο Vice Magazine το οποίο μιλούσε για το φωτογραφικό πρότζεκτ «Renegades» του Νοτιοαφρικανού φωτογράφου Frank Marshall, το οποίο αποτελούνταν από μια εκπληκτική σειρά πορτρέτων των μεταλάδων της Μποτσουάνας.
Η μέταλ σκηνή της Μποτσουάνας αποτελείται από καθημερινούς ανθρώπους μεσαίας τάξης που έχουν κανονικότατες δουλειές στις οποίες πηγαίνουν κανονικότατα ντυμένοι κατά τη διάρκεια της ημέρας. Όταν νυχτώσει, φοράνε τα δερμάτινά τους και ξεχύνονται στους κόκκινους χωματόδρομους της πρωτεύουσας, εκτονώνοντας το πάθος τους για τη μουσική και την ελευθερία και παίζοντας κομμάτια των μεγάλων τεσσάρων και άλλων στη διαπασών στο στέρεο του τζιπ τους, που έχουν παρκαρισμένο στη μέση κάποιας χωμάτινης αλάνας, ενώ παλεύουν μεταξύ τους και πίνουν την αγαπημένη τους Black Label (από τις πιο γνωστές νοτιοαφρικανικές μπίρες).
-Και πώς αποφασίσατε να κάνετε μια ταινία για μια τόσο μακρινή σκηνή; Τι σας έδωσε έμπνευση;
Η εκκεντρική αισθητική του αφρικανικού μέταλ στα πορτρέτα του Frank Marshall μας εξέπληξε. Ήταν ένα κράμα αισθητικής μεταλά, μηχανόβιου και καουμπόη στη μέση μιας κόκκινης ερήμου. Ο Raffaele, την ίδια μέρα που είδε τις φωτογραφίες, μου τις έδειξε και από τότε δεν σταματήσαμε να οραματιζόμαστε μια ταινία επί του θέματος – μέχρι και που αποφασίσαμε να κάνουμε τα λόγια πράξη.
-Ποιος χρηματοδότησε την ταινία;
Η χρηματοδότηση της ταινίας είναι ένα παζλ με πολλά κομματάκια. Ένα βασικό κομμάτι αποτελούν τα χρήματα που βάλαμε στην άκρη εμείς, οι τρεις βασικοί συντελεστές του ντοκιμαντέρ, ο σκηνοθέτης, η παραγωγός και ο σεναριογράφος, με τη βοήθεια του μισθού μας αλλά και των οικογενειών μας. Το υπόλοιπο το μαζέψαμε με crowd funding και αναγκάστηκε να βάλει χρήματα και το ίδιο το συγκρότημα, όταν ήρθε η στιγμή να έρθουν να παίξουν στην Ιταλία για την τελική σκηνή του ντοκιμαντέρ. Ο τραγουδιστής πούλησε το αυτοκίνητό του για να συμπληρώσει το ποσό που χρειαζόταν για τα αεροπορικά εισιτήρια.
-Τι χρειάστηκε να θυσιάσετε για να την ολοκληρώσετε;
Εκτός από το αυτοκίνητο του τραγουδιστή και την υπομονή των δύο χρόνων που κάναμε για να συγκεντρώσουμε τα χρήματα και τις επαφές για να πάμε στην Μποτσουάνα, το βασικό ήταν ότι η ταινία ήταν ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους επιλέξαμε να αφήσουμε τη ζωή μας στο Λονδίνο και να εγκατασταθούμε για μια περίοδο στο σπίτι των παππούδων μου στην Εύβοια για να συγκεντρωθούμε απόλυτα στο μοντάζ, κάνοντας μια πολύ απλή και απομονωμένη ζωή.
-Πες μου για τη μέταλ σκηνή της Μποτσουάνας. Τι άνθρωποι είναι αυτοί που τη φτιάχνουν; Και τι άνθρωποι την ακούνε;
Η μέταλ σκηνή της Μποτσουάνας αποτελείται από καθημερινούς ανθρώπους μεσαίας τάξης που έχουν κανονικότατες δουλειές στις οποίες πηγαίνουν κανονικότατα ντυμένοι κατά τη διάρκεια της ημέρας. Όταν νυχτώσει, φοράνε τα δερμάτινά τους και ξεχύνονται στους κόκκινους χωματόδρομους της πρωτεύουσας, εκτονώνοντας το πάθος τους για τη μουσική και την ελευθερία και παίζοντας κομμάτια των μεγάλων τεσσάρων και άλλων στη διαπασών στο στέρεο του τζιπ τους, που έχουν παρκαρισμένο στη μέση κάποιας χωμάτινης αλάνας, ενώ παλεύουν μεταξύ τους και πίνουν την αγαπημένη τους Black Label (από τις πιο γνωστές νοτιοαφρικανικές μπίρες).
-Πώς είναι η Μποτσουάνα; Πόση σχέση είχε με αυτό που είχατε στο μυαλό σας; Τι σας έκανε περισσότερη εντύπωση;
Τα κτίρια της πρωτεύουσας είναι μία κιτς και μοντέρνα επιβλητική παρουσία στη μέση μιας κόκκινης ερήμου και οι άνθρωποι ζουν μια καθημερινότητα πάρα πολύ κοντινή με τη δυτική… γραφείο-σπίτι, σπίτι- γραφείο. Ο τραγουδιστής των Wrust δουλεύει σε τράπεζα, ο μπασίστας είναι ο κηπουρός της Βουλής, ο κιθαρίστας δάσκαλος δημοτικού και ο ντράμερ μηχανικός αυτοκινήτων. Ο μπασίστας και ο ντράμερ εκτρέφουν και ζώα στον ελεύθερο χρόνο τους. Η χώρα έχει μόλις δύο εκατομμύρια κατοίκους σκορπισμένους σε μία έκταση αντίστοιχη με της Γαλλίας και οι περισσότεροι εκτρέφουν ζώα.
-Γιατί πιστεύετε ότι ασχολούνται τόσο με το μέταλ; Τι άλλη μουσική σκηνή υπάρχει;
Ο βασικός λόγος για τον οποίο το μέταλ ελκύει τόσους πολλούς φαν στην Μποτσουάνα είναι ο σύνδεσμός του με ένα παιχνίδι ρόλων που γίνεται εθιστικό. Όταν μία ομάδα μεταλάδων συναντιέται, έχεις την εντύπωση πως ο καθένας τους αφήνει τον εαυτό που κουβαλούσε στη δουλειά και απελευθερώνει κάτι βαθύτερο, κάτι το οποίοι και οι ίδιοι νιώθουν ως τον υπερ-ήρωα εαυτό. Σε αυτό βοηθά πολύ το ντύσιμο και η κοινωνικότητα της αδελφότητας των μεταλάδων, όπως την αποκαλούν οι ίδιοι. Αυτό τους κάνει και ασχολούνται με τη μουσική περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε να απορροφηθεί κάποιος από ένα κοινό χόμπι. Η κουλτούρα του μέταλ, όμως, παραμένει αρκετά underground, μια και ο περισσότερος κόσμος ακούει hip hop και house.
-Πώς είναι η οικονομική κατάσταση εκεί; Είναι αλήθεια ότι έχει μόνο μεσαία τάξη; Έχει διαμάντια;
Η οικονομία της Μποτσουάνας είναι από τις σταθερότερες και δυνατότερες της ηπείρου χάρη στα διαμάντια. Οι υποδομές και η ποιότητα ζωής της χώρας είναι αξιοπρεπείς, καθώς δεν υπάρχει ιδιαίτερα έντονη ανισότητα και διαφθορά και το μεγαλύτερο κομμάτι του μικρού πληθυσμού της αποτελεί τη μεγάλη μεσαία τάξη της.
-Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε για την πραγματοποίηση της ταινίας; Πόσο σας βοήθησαν οι ντόπιοι;
Η μεγαλύτερη δυσκολία μας ήταν η έλλειψη χρόνου λόγω του χαμηλού budget. Είχαμε μόλις 3 εβδομάδες στην Μποτσουάνα για να γυρίσουμε υλικό για μία ταινία μεγάλου μήκους. Πολλοί μας έλεγαν ότι κάναμε μια τρέλα, κάτι που ίσως είναι αλήθεια, κυρίως αν σκεφτείς πως δεν είχαμε γνωρίσει και ζήσει ποτέ όχι μόνο τη συγκεκριμένη σκηνή αλλά ούτε καν τη χώρα (ή την ήπειρο!) και τους ανθρώπους της, επομένως ιδανικά θα χρειαζόμασταν και ένα διάστημα για να εγκλιματιστούμε και να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη τους για να είναι η συνεργασία πιο εύκολη. Προς μεγάλη μας τύχη, οι ντόπιοι αποδείχθηκαν πάρα πολύ συνεργάσιμοι. Ο τραγουδιστής των Wrust, του συγκροτήματος το οποίο πρωταγωνιστεί στην ταινία, μας φιλοξένησε σπίτι του και τις τρεις εβδομάδες που ήμασταν εκεί και πολλοί άνθρωποι ξυπνούσανε νωρίς και παίρνανε άδειες από τις δουλειές τους για να έρθουν σε γύρισμα και να μας οδηγήσουν στην πόλη τους.
-Κάνατε φιλίες; Θα μπορούσατε να ζήσετε εκεί μόνιμα;
Έχουμε κρατήσει επαφή με αρκετούς ανθρώπους που γνωρίσαμε εκεί, αλλά κυρίως με τους Wrust, οι οποίοι είναι φοβερά παιδιά – τα λέμε μαζί τους αρκετά συχνά στο Facebook. Νιώσαμε πολύ καλά εκεί κι εκτιμήσαμε την πανέμορφη αίσθηση του ορίζονται που βλέπεις όπου κι αν πας και του καθαρού αέρα, αλλά δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε να ζήσουμε μόνιμα εκεί. Ένας Ευρωπαίος που είναι συνηθισμένος στους ρυθμούς ζωής μιας πόλης μπορεί εύκολα να τρελαθεί εκεί μετά από λίγους μήνες! Κυρίως λόγω της έλλειψης κοινών χώρων – δεν υπάρχουν πάρκα, πλατείες, καφετέριες, μπαράκια, μόνο τεράστια εμπορικά κέντρα τα οποία είναι πάντα άδεια γιατί ο πληθυσμός της πρωτεύουσας είναι υπερβολικά μικρός για να τα γεμίσει!
-Πες μου μερικά πράγματα για τη διαδικασία δημιουργίας της ταινίας, από την ώρα που τη σκεφτήκατε ως ιδέα μέχρι την ώρα που τελείωσε.
Ο κύριος προβληματισμός μας από τη στιγμή της σύλληψης της ιδέας μέχρι την ολοκλήρωση του μοντάζ ήταν η δομή της ιστορίας και το πώς θα την υποστηρίζαμε. Είχαμε αποφασίσει από την αρχή πως οι πρωταγωνιστές της ταινίας θα ήταν οι Wrust κι επομένως θα δείχναμε μια ποικιλία στιγμών από την καθημερινή και τη μουσική τους ζωή, αλλά μας ανησυχούσε ο τρόπος που θα δομούσαμε την υπόλοιπη ταινία γύρω από τους Wrust. Τελικά, ο σεναριογράφος δόμησε την ταινία με βάση τρεις παράλληλες ιστορίες, των Wrust, της μουσικής σκηνής και της κοινωνίας, οι οποίες εναλλάσσονται και κορυφώνονται παράλληλα.
-Τι ήταν αυτό που σας έκανε να ασχοληθείτε με τους Wrust;
Οι Wrust είναι αναμφίβολα το πιο γνωστό συγκρότημα της ντόπιας σκηνής και το αγαπημένο πολλών, όπως οι ίδιοι δήλωναν. Είναι από τα λίγα συγκροτήματα που έχουν αρκετά έντονη παρουσία στο Ιnternet, έχουν κάνει κάποια βιντεoκλίπ κι έχουν από τους σκληρότερους ήχους της ντόπιας σκηνής. Το γεγονός ότι απάντησαν αμέσως στο mail μας όταν αρχίσαμε να ψάχνουμε επαφές σίγουρα βοήθησε, αλλά αντικειμενικά ήταν το συγκρότημα με το οποίο άξιζε να ασχοληθούμε περισσότερο λόγω φήμης και ποιότητας.
-Γιατί ντύνονται καουμπόηδες;
Υπάρχει ο μύθος πως σε κάποια συναυλία στην Μποτσουάνα τη δεκαετία του ’90 κάποιος εμφανίστηκε στο μπαρ όπου παίζανε ντυμένος καουμπόης πάνω σε ένα άλογο. Κάποιοι άλλοι λένε ότι έχει να κάνει απλώς με τη στενή σχέση των ντόπιων με τα ζώα – η άφθονη γη της χώρας είναι και ο λόγος για τον οποίο πάρα πολλοί κάτοικοί της, ακόμα και με δουλειές γραφείου, στον ελεύθερό χρόνο τους εκτρέφουν ζώα, κυρίως αγελάδες.
-Πώς συνδυάζεται η μέταλ μουσική με την αφρικανική παράδοσή τους;
Αρχικά, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα συγκροτήματα τη δεκαετία του ’90 η μουσική ήταν μια εμφανής προσπάθεια αντιγραφής των αμερικανικών και αγγλικών συγκροτημάτων. Σταδιακά, όμως, στην προσπάθειά τους να ξεχωρίσουν και να δημιουργήσουν κάτι πιο αυθεντικό, άρχισαν να εισάγουν στοιχεία από την αφρικανική παράδοση, για παράδειγμα τα παλαμάκια. Οι φυλές της Μποτσουάνα δεν χρησιμοποιούσαν ποτέ κρουστά αλλά μόνο τα χέρια τους για να κρατήσουν τον ρυθμό κι αυτό το βάλανε ως πρόσθετο στοιχείο πάνω από τα ντραμς κάποια συγκροτήματα μέταλ.
-Ποιοι είναι οι συντελεστές της ταινίας; Πες μου κάνα δυο πράγματα για τον καθέναν.
Πέρα από τους Wrust, στην ταινία εμφανίζονται αρκετά άλλα συγκροτήματα από την πρωτεύουσα, καθώς και από άλλες πόλεις. Τα συγκροτήματα είναι όλα heavy metal, με εξαίρεση ένα συγκρότημα, τους Kamp13, που παίζουν ροκ και παραπονιούνται ότι δυσκολεύονται να τραβήξουν την προσοχή των μεταλάδων γιατί τους θεωρούν υπερβολικά μαλακούς και απλά ντυμένους σε σχέση με τα υπόλοιπα συγκροτήματα! Στο ντοκιμαντέρ εμφανίζεται επίσης ο Frank Marshall, ο Νοτιοαφρικανός φωτογράφος που αποτέλεσε την έμπνευση για το πρότζεκτ, τον οποίο γνωρίσαμε στην Πρετόρια και μας διηγήθηκε την εμπειρία του στην Μποτσουάνα, και ο ιδιοκτήτης ενός στούντιο που νοικιάζει εξοπλισμό στους μεταλάδες και μας εξέφρασε την άποψή του για το φαινόμενο της μουσικής σκηνής και την ανάπτυξη της χώρας.
-Πώς σας άλλαξε αυτή η εμπειρία ως ανθρώπους και πόσο άλλαξε τον τρόπο που βλέπετε την κουλτούρα αυτών των ανθρώπων;
Το βασικό πράγμα το οποίο συνειδητοποιήσαμε ήταν ότι η εμπειρία σε μια διαφορετική χώρα είναι πολύ πιο γεμάτη όταν παρατηρείς όχι μόνο τα πράγματα που διαφοροποιούν τους ανθρώπους της από τη δική σου κουλτούρα αλλά κι αυτά που τους ενώνουν. Απολαύσαμε ιδιαίτερα τον χρόνο που περάσαμε με αυτούς τους ανθρώπους, όχι μόνο μαθαίνοντας για τις ιδιαιτερότητες της χώρας τους αλλά κυρίως συνειδητοποιώντας πόσο όμοιοι είμαστε όλοι ως άνθρωποι και πόσο πολλά καθημερινά και πιο πολύπλοκα, πράγματα μας ενώνουν, ακόμα κι όταν μας χωρίζουν χιλιάδες χιλιόμετρα. Μετά από αυτή την εμπειρία, θεωρούμε τώρα την κουλτούρα αυτών των ανθρώπων πολύ πιο κοντινή στη δική μας απ’ ό,τι νομίζαμε πως θα ήταν.
-Ποια ήταν η πιο αστεία στιγμή; Και ποια η πιο συγκινητική;
Η πιο αστεία στιγμή ήταν αναμφίβολα η φάρσα που έπαιξαν κάποιοι μεταλάδες στον σκηνοθέτη όταν τον πρωτογνώρισαν. Έβαλαν τον σεναριογράφο να σπάσει ένα μπουκάλι μπίρας με μία πέτρα και μετά έπεισαν τον σκηνοθέτη ότι θα πετσοκόβανε το τατουάζ στο χέρι του ως μέρος μιας αφρικάνικης ιεροτελεστίας για να τον καλωσορίσουν στη φυλή τους. Περιττό να πω ότι ο σεναριογράφος είχε παγώσει κι εγώ είχα καραψαρώσει και τους ούρλιαξα «there’s no way you ’re going to touch this guy». Η πιο συγκινητική στιγμή ήταν το τέλος της συναυλίας των Wrust στο Μιλάνο, όταν το κοινό ζητούσε, βροντοφώναζοντας για αρκετά λεπτά, «one more song! one more song!”. Εκείνη τη στιγμή κοιταχτήκαμε με μάτια που λάμπανε και νιώσαμε τόσο μεγάλη χαρά, που σχεδόν ξεχάσαμε να καταγράψουμε τη στιγμή!
-Τι θα θέλατε να ξαναζήσετε απ’ όλο αυτό το ταξίδι;
Συχνά νοσταλγούμε εκείνη τη στιγμή που προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε ζώα, όπως μαϊμούδες, στη δύση του ηλίου μέσα στο τζιπ του τραγουδιστή με όλο το συγκρότημα (ακούγοντας μέταλ, φυσικά) στον δρόμο μεταξύ Μποτσουάνας και Νότιας Αφρικής. Αν ισχύει ένα στερεότυπο για την Αφρική, είναι εκείνο των χρωμάτων – ο ήλιος μοιάζει να δύει σε έναν άλλο πλανήτη, γιατί τα χρώματα είναι απλώς διαφορετικά. Όχι πιο ζεστά, όχι πιο κρύα, απλώς διαφορετικά! Ήταν μια μαγική στιγμή.