Καθόμαστε σε μια καφετέρια με θέα το άγριο φαράγγι που σχηματίζει ο ποταμός Τουθόα στην πλαγιά του Μαινάλου, τρώγοντας ένα απρόσμενα καλό μπανόφι (αν και δεν μου αρέσει καθόλου το μπανόφι, γενικά) κρεμασμένοι στο κενό.
Την απόλυτη ησυχία διακόπτουν πού και πού μακρινά βελάσματα προβάτων και τα τραγούδια των πουλιών, έτσι όταν έρχεται δίπλα μας να καθίσει μια παρέα κρυφακούμε (αναγκαστικά) όσα λένε. Αυτή που μιλάει χωρίς σταματημό τη λένε Μιμόζα, αλλά και οι υπόλοιποι της παρέας έχουν το ίδιο πρωτότυπα ονόματα: μία την λένε Κανέλα, ενώ υπάρχει και ένας Πάνας και ένας Μιχελάγγελος!
Τα Λαγκάδια είναι ένα χωριό κυριολεκτικά κρεμασμένο από το βουνό, χτισμένο σε τρία επίπεδα, με πέτρινα σπίτια φτιαγμένα με μια πολύ ιδιαίτερη τεχνική, τετραόροφα αρχοντικά σκαρφαλωμένα πάνω στο βράχο, σκεπαστές αυλές, καμάρες, καλντερίμια που θυμίζουν χωριό σε νησί, πέτρινα μονοπάτια και αμέτρητα σκαλιά, που ενώνουν τα διαφορετικά επίπεδα μεταξύ τους και κάνουν εξαντλητική την ανάβαση.
Οι εκκλησίες του χωριού είναι επίσης πέτρινες και πολύ μίνιμαλ για ορθόδοξοι ναοί, η μία, μάλιστα, που είναι πάνω από το νεκροταφείο, μοιάζει πιο πολύ με σπίτι (ή με αποθήκη). Είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες εκκλησίες που έχω δει, το ίδιο και το χωριό, που μπορεί να μην έχει και πολλά πράγματα να κάνεις αν δεν σου αρέσουν οι περιπλανήσεις στις φυσικές ομορφιές και η ησυχία, αλλά είναι καλοδιατηρημένο και ελάχιστα τουριστικό, τουλάχιστον αυτή την εποχή.
Φτάνοντας στο σημείο του αρχαιολογικού χώρου τις εντυπώσεις κλέβει το γεφύρι με τον Γορτύνιο ποταμό (που είναι ο Λούσιος που αλλάζει όνομα από εδώ μέχρι την συμβολή του με τον Αλφειό), ο οποίος τρέχει με ορμή, αφήνει πίσω του έναν κελαρυστό ήχο που διαχέεται σε όλη την κοιλάδα και, αν αποφασίσεις να ανέβεις προς τη Μονή Προδρόμου, σε συνοδεύει σε όλο το σκαρφάλωμα. Δεν θα μπορούσαν να διαλέξουν ωραιότερο σημείο για να χτίσουν την αρχαία πόλη.
Τα πιο πολλά μαγαζιά είναι απλωμένα πάνω στον κεντρικό δρόμο, μαγαζιά με τοπικά προϊόντα (κυρίως μέλι, μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού και ζυμαρικά –γενικά στην Αρκαδία και την Ηλεία τα ντόπια «σπιτικά» ζυμαρικά υπάρχουν σε υπερβολικά μεγάλες ποσότητες, τόσα πολλά που ανταγωνίζονται άνετα τα ζυμαρικά των ιταλικών πόλεων).
Ποτέ δεν θυμάμαι να έφτιαχνε τόσα ζυμαρικά η ελληνική επικράτεια, αλλά στα εστιατόρια δεν τα σερβίρουν με την ίδια θέρμη, αν εξαιρέσεις τον ντόπιο κόκορα με χυλοπίτες ή μακαρόνια. Αυτό που βρίσκεις παντού είναι κρέατα, πολλά κρέατα: αγριογούρουνο, ελάφι, χοιρινό, αρνίσια παϊδάκια, λουκάνικα και παστά τηγανισμένα μαζί με αυγά.
Σε ένα μαγαζί το μενού είχε και φασόλια με κρέας ή λουκάνικο, ένα πιάτο που θα ήθελα να είχα δοκιμάσει αν δεν είχαμε φάει μέχρι σκασμού παϊδάκια (αρνίσια και κοτόπουλου) στα «Κοτόπουλα», την περίφημη ταβέρνα στα Λινάρια, έξω από την Αρχαία Ολυμπία.
Το κοτόπουλο το αγαπούν ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, το βρίσκεις συνήθως κοκκινιστό με χυλοπίτες, αλλά και τηγανητό και ψητό και, φυσικά, στον παραδοσιακό μπουγανά (στο φούρνο με πατάτες). Ο κοκκινιστός κόκορας μπορεί να μην έχει καμία δόση ιδιαιτερότητας ή πρωτοτυπίας, αλλά είναι ένα πιάτο που είναι σχεδόν πάντα καλομαγειρεμένο και δύσκολα θα βρεις σε κακή έκδοση. Το ίδιο και τα αρνίσια παϊδάκια.
Στα Λαγκάδια φάγαμε μόνο μπανόφι και μουστοκούλουρα (τι μανία κι αυτή με τα μπαχαρικά στα μουστοκούλουρα, το χειρότερο που μπορείς να κάνεις σε ένα μουστοκούλουρο είναι να το πνίξεις στο γαρύφαλλο και την κανέλα και να το κάνεις σαν μελομακάρονο χωρίς σιρόπι) και μετά κάναμε μια μεγάλη βόλτα προς το ρέμα, μέσα από το ελατόδασος, από ένα μονοπάτι που τρέχει στην άκρη του γκρεμού.
Η μόνη απροσδόκητη συνάντηση ήταν με μια λεβέντισα «κάλεσια» προβατίνα που στεκόταν καμαρωτή στην μέση του μονοπατιού, περιμένοντας να της αδειάσουμε το δρόμο για να συνεχίσει την πορεία της. Δεν μετακινηθήκαμε, την κοιτάζαμε σαν χάνοι. Αφού περίμενε για κανένα δεκάλεπτο να κάνουμε την πρώτη κίνηση, αποφάσισε να κάνει μεταβολή και να φύγει τρέχοντας, αφήνοντας πίσω της βουναλάκια από σβουνιές (τις οποίες τις πάτησα, τις μετέφερα στο δωμάτιο και μύριζε μαντρίλα όλο το βράδυ).
Στα Λαγκάδια ζουν πλέον καμία 350αριά άνθρωποι, έχουν φύγει όλοι για την Αθήνα και το εξωτερικό, κυρίως Αμερική και Αυστραλία, στο peak του όμως το χωριό είχε 7.000 κατοίκους, τότε που οι περίφημοι Λαγκαδινοί χτίστες και μάστορες της πέτρας κατασκεύαζαν σε όλη την Πελοπόννησο σπίτια, γεφύρια, σχολεία και εκκλησίες.
Η περιόδος της μεγάλης ευημερίας (τη δεκαετία του 1890) δεν θα επιστρέψει ποτέ, προφανώς, αλλά το χωριό αξίζει πραγματικά την επίσκεψη –είναι αξιοπρεπώς εκσυγχρονισμένο χωρίς να χάσει τον παλιό του χαρακτήρα, κι έχει πολύ ωραία ενοικιαζόμενα αρχοντικά σε λογικές τιμές.
Η διαδρομή από τα Λαγκάδια μέχρι το σημείο που βρίσκεται η Αρχαία Γόρτυς είναι τα «πελοποννησιακά highlands», περνάς μέσα από πυκνό ελατόδασος και συναντάς ρυάκια, πέτρινες τοξωτές γέφυρες, αιωνόβια πλατάνια και τρεχούμενα νερά, και μονοπάτια για πεζοπορία που είναι από τα πιο όμορφα της Ελλάδας.
Φτάνοντας στο σημείο του αρχαιολογικού χώρου τις εντυπώσεις κλέβει το γεφύρι με τον Γορτύνιο ποταμό (που είναι ο Λούσιος που αλλάζει όνομα από εδώ μέχρι την συμβολή του με τον Αλφειό), ο οποίος τρέχει με ορμή, αφήνει πίσω του έναν κελαρυστό ήχο που διαχέεται σε όλη την κοιλάδα και, αν αποφασίσεις να ανέβεις προς τη Μονή Προδρόμου, σε συνοδεύει σε όλο το σκαρφάλωμα. Δεν θα μπορούσαν να διαλέξουν ωραιότερο σημείο για να χτίσουν την αρχαία πόλη.
Σύμφωνα με τη μυθολογία την αρχαία πόλη Γόρτυς έκτισε ο Γόρτυς, γιος τoυ Στυμφήλoυ και δισέγγονος του βασιλιά Αρκάδα, ακριβώς δίπλα στον Λούσιο, σε ένα μέρος που είναι μαγευτικό, ακόμα και σήμερα που εκεί έχουν απομείνει μόνο μερικές πέτρες.
«Η πόλη είχε ιερό του Ασκληπιού, μεγάλα ιαματικά λουτρά (και τα δύο φημισμένα σε όλη την Πελοπόννησο), δύο ισχυρές οχυρωματικές περιβόλους (ακροπόλεις), άλλα ιερά και δημόσια κτίρια. Η λουτροθεραπεία ήταν και εδώ άμεσα συνδεδεμένη με την λατρεία του Ασκληπιού. Από την Γόρτυνα περνούσε ο αρχαίος δρόμος Ολυμπίας - Μεγαλoπόλεως - Μυκηνών - Iσθμoύ - Αθηνών που οδηγούσε στην αρχαία Ολυμπία. Από εδώ περνούσαν και οι Σπαρτιάτες αθλητές που κατευθύνονταν στην Ολυμπία για τους Ολυμπιακούς αγώνες».
Την πόλη την αναφέρει ο Παυσανίας, που σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλείφθηκε και να ερήμωσε μέσα στα πρώτα Βυζαντινά χρόνια, μετά το 200 μ.Χ. Παρόλο που την χαρακτηρίζει «παρηκαμασμένη κώμη», στα οδοιπορικά του στην Ηλεία περιγράφει το ναό του Ασκληπιoύ που τον στόλιζαν λατρευτικά αγάλματα τoυ Ασκληπιoύ και της Υγείας, κατασκευασμένα από πεντελικό μάρμαρo, έργα τoυ Παριανoύ γλύπτη Σκόπα.
Αναφέρει, επίσης, ότι όταν κατέβηκε ο Μέγας Αλέξανδρος στην Πελοπόννησο πέρασε από τη Γόρτυνα για να προσκυνήσει, αφιερώνοντας την πανοπλία και το δόρυ του στο ναό. Μάλιστα, επί των ημερών τoυ (του Παυσανία) σωζόταν o θώρακας και η αιχμή τoυ δόρατoς.
Γενικά οι μαρτυρίες και η αρχαιολογική έρευνα φανερώνουν ότι στα χρόνια της ακμής της η αρχαία Γόρτυς θα πρέπει να ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική και ζωντανή πόλη.
Σήμερα από τις ανασκαφές έχουν αποκαλυφθεί μόνο λίγα ερείπια, και το σημείο είναι περισσότερο η αφετηρία για την ανάβαση προς τη Μονή Προδρόμου από ένα μονοπάτι που σου κόβει κυριολεκτικά την ανάσα (με αργό βήμα είναι περισσότερο από μία ώρα περπάτημα, μην σε ξεγελάσει η ταμπέλα που γράφει 1.600 μέτρα!).
Οι πιο πολλοί άνθρωποι που φτάνουν μέχρι εδώ, έρχονται για το μοναστήρι. Βέβαια, δεν σκαρφαλώνουν όλοι στις πλαγές του φαραγγιού του Λούσιου, μπορείς να πας και με αυτοκίνητο στη μονή, αλλά η στιγμή στο τέλος της ανάβασης που την αντικρίζεις καρφωμένη πάνω στον κάθετο βράχο είναι μια εμπειρία μοναδική.
Παρόλο που φτάσαμε λίγα λεπτά πριν κλείσει για μεσημέρι, το μοναστήρι είχε αρκετό κόσμο και η ροή ήταν συνεχής. Αυτοί που έφευγαν ήταν λιγότεροι από αυτούς που έρχονταν και σχεδόν όλοι έφταναν ξεκούραστοι με το αυτοκίνητο, -απ’ ό,τι φάνηκε ήμασταν οι μόνοι με σημάδια εξάντλησης. Επίσης, ήμασταν οι μοναδικοί επισκέπτες που δεν είχαν ενδιαφέρον να μπουν στο μοναστήρι.
Ήπιαμε παγωμένο νερό στην βρύση, ξεκουραστήκαμε στο παγκάκι του προαυλίου χώρου κοιτάζοντας στο κενό και μετά αρχίσαμε την κατάβαση γιατί το θερμόμετρο έδειχνε 30 βαθμούς (!) και είχαμε άλλο τόσο δρόμο να κάνουμε μέχρι το αυτοκίνητο. Άλλωστε, φοράγαμε σορτς και με σορτς δεν μπορείς να μπεις στα μοναστήρια. Το έλεξε η ταμπέλα που σε υποδεχόταν στην είσοδο. Ευτυχώς που δεν απαγόρευαν και τις selfie γιατί θα έβαζαν πολύ κόσμο σε δίλημμα. Την ώρα που κατεβαίναμε, θυμήθηκα ότι η γιαγιά μου τα έλεγε «μονοστήρια», μια λέξη απείρως πιο απολαυστική (με παχύ το «σ»).
Ο δρόμος μέχρι την Δημητσάνα και την Βυτίνα είναι επίσης μια θαυμάσια διαδρομή, η Δημητσάνα είναι και πολύ όμορφο μέρος, -με την χαρακτηριστική αρχιτεκτονική της Γορτυνίας, ωραία αναστηλωμένα σπίτια και αρκετά αξιοθέατα -αν σε ενδιαφέρει η ελληνική Επανάσταση, αλλά και πολλά αυτοκίνητα και ακόμα περισσότερο κόσμο (γιατί είναι αρκετά τουριστική).
Από όλες τις κωμοπόλεις της περιοχής η Δημητσάνα είναι η πιο καλοδιατηρημένη και η πιο γραφική (με την καλή έννοια), με ένα βραβευμένο μουσείο που είναι πολύ καλύτερο από πολλά ανάλογα του εξωτερικού, το Μουσείο Υδροκίνησης, που σου δίνει μία πολύ καλή εικόνα για το πώς φτιαχνόταν το μπαρούτι στους μπαρουτόμυλους (στην Δημητσάνα φτιαχνόταν μεγάλη ποσότητα από το μπαρούτι της Επανάστασης του ’21), πώς επεξεργάζονταν τα δέρματα στα βυροσδεψεία και πώς άλεθαν τους σπόρους στους νερόμυλους.
Εκεί μαθαίνεις ότι έγιναν κυριολεκτικά μπαρούτι εκατοντάδες από τα βιβλία της διάσημης βιβλιοθήκης του χωριού, γιατί μαζί με το θειάφι από τα ορυχεία της Κορίνθου, η κυτταρίνη ήταν βασικό συστατικό στην κατασκευή του. Και τα βιβλία την έχουν μπόλικη.
Τα βασικά γλυκά της Γορτυνίας είναι ο μπακλαβάς, οι δίπλες και οι κουραμπιέδες, αλλά αυτή την εποχή βρίσκεις και το πιο χαρακτηριστικό γλυκού κουταλιού της περιοχής, το καρυδάκι. Οι «βασιλικές» καρυδιές είναι αμέτρητες και γεμάτες καρπούς και τις βρίσκεις παντού, από τον κάμπο μέχρι τις κορυφές των βουνών και τις άκρες των γκρεμών. Είναι ένα από τα βασικά καρποφόρα της Γορτυνίας.
Άφησα τελευταίο τον βασικό λόγο αυτού του ταξιδιού, την επίσκεψη στην Αρχαία Ολυμπία, γιατί ήταν το highlight και άξιζε πραγματικά τα χιλιόμετρα που κάναμε μέχρι εκεί.
Η Αρχαία Ολυμπία βρίσκεται σε μια περιοχή που δικαιολογημένα συγκλόνιζε τους ξένους περιηγητές, κι η οποία μοιάζει να έχει συνέλθει εντελώς από την πυρκαγιά που την απείλησε πριν από δέκα χρόνια.
Το τοπίο είναι ένα αριστούργημα της φύσης, πνιγμένο στα πεύκα, τα κυπαρίσια, τις ελιές, τις βελανιδιές και τις δάφνες, με διαφορετικές αποχρώσεις του πράσινου, σε μια κοιλάδα που διασχίζει ο Αλφειός και περιτριγυρίζεται από χαμηλούς λόφους.
Περνώντας την πύλη που σε βάζει στην παλιά πόλη αφήνεις πίσω σου τη φασαρία του σύγχρονου χωριού με τα μαγαζιά με τα σουβενίρ, τα καφέ, τους ξεροψημένους τουρίστες και τα κιόσκια του «Hellas Rally 2018» που είχε κάνει κατάληψη αυτές τις μέρες και μεταφέρεσαι στο ιερό άλσος της Άλτεως, σε έναν χώρο απίστευτα ήσυχο, γεμάτο από ερείπια ναών, διοικητικά κτίρια και κτίρια φιλοξενίας αθλητών, το γυμνάσιο που προετοιμάζονταν, ακόμα και πολυτελείς επαύλεις αυτοκρατόρων (του Νέρωνα) και χλιδάτους χώρους φιλοξενίας των επισήμων (με διπλή πισίνα).
Περνώντας το Φιλιππείο -το μοναδικό κυκλικό οικοδόμημα της Άλτεως, το οποίο έκτισε ο Φίλιππος ο Β’ της Μακεδονίας προς τιμήν του Δία μετά τη μάχη της Χαιρώνειας και που θυμίζει τον Θόλο της Αθηνάς Προναίας στους Δελφούς- και τον ναό της Ήρας (μέσα στην οποία βρέθηκε ο Ερμής του Πραξιτέλη), αρχίζεις να συνειδητοποιείς την «ιερότητα» του χώρου.
Είναι αδύνατο να μην αισθανθείς δέος περπατώντας δίπλα στα ερείπια του λαμπρού ναού του Δία, «του μεγαλύτερο ναό της Πελοποννήσου, ο οποίος θεωρείται η τέλεια έκφραση, ο “κανών” της δωρικής ναοδομίας». Μέσα στους διαλυμένους και σκόρπιους κίονες βρισκόταν κάποτε το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, το τεραστίων διαστάσεων έργο του Φειδία (ύψους 13 μέτρων), ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
Το άγαλμα που περιγράφεται από τον Παυσανία ήταν σώο μέχρι το 475 μ.Χ., όταν με εντολή του Θεοδοσίου του Α’ μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταστράφηκε από πυρκαγιά.
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α’ –ο μέγας- ήταν υπεύθυνος για μεγάλο μέρος της καταστροφής της Ολυμπίας. Ήταν αυτός που το 380 μ.Χ. αναγνώρισε τον Χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες θρησκείες και έδωσε εντολή να σφραγίσουν και να κατεδαφίσουν τα ειδωλολατρικά Ιερά.
Λέγεται, επίσης, ότι απαγόρευσε και την τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων, με την αιτιολογία ότι είχαν πάρει πλέον μια καθαρά ωφελιμιστική κατεύθυνση, με επιδείξεις μονομάχων, θεάματα τσίρκων και εκτεταμένο επαγγελματισμό, θεάματα που ήταν ασύμβατα με την νοοτροπία του Χριστιανισμού.
Το εργαστήριο του Φειδία υπάρχει λίγο παραπέρα και μπορείς να το δεις, τουλάχιστον τα θεμέλιά του, αφού πάνω του χτίστηκε τον 5ο αιώνα μ.Χ. παλαιοχριστιανική βασιλική, από την οποία έχει μείνει πια μόνο ο σκελετός.
Η βόλτα στην Άλτις περνάει από το Πρυτανείο, την έδρα του ιερατείου, το Γυμνάσιο, όπου προπονούνταν οι Ολυμπιονίκες, το Λεωνιδαίο (τον πολυτελή ξενώνα των επισήμων), το Πελόπιον, το κενοτάφιο που αφιέρωσε στον Πέλοπα ο Ηρακλής και καταλήγει στο Μητρώον, το Ναό της Κυβέλης.
Μέσα στην Άλτη υπήρχαν και πολλοί βωμοί, τουλάχιστον 70, σύμφωνα με τον Παυσανία. Ο μεγαλύτερος ήταν φυσικά για τον Δία, οι στάχτες από τις καιόμενες προσφορές στον οποίο είχαν σχηματίσει ένα λόφο περίπου 7 μέτρων!
Υπήρχε και βωμός για τον Δία Απόμυιο, αυτόν που διώχνει τις μύγες, λογικό, γιατί σε έναν χώρο που το καλοκαίρι γινόταν λιοπύρι και κυκλοφορούσαν κυρίως άντρες (χιλιάδες άντρες, που συνωστίζονταν χειρότερα από ό,τι συνωστίζονται οι τουρίστες στις σύγχρονες Ολυμπιάδες, που μαγείρευαν, έτρωγαν και κοιμούνταν στο ύπαιθρο) οι μύγες θα ήταν σμήνη.
Από τις μύγες και τη ζέστη υπέφεραν ακόμα και τα celebrities της εποχής που πήγαιναν να παρακολουθήσουν τους αγώνες: ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Θαλής της Μιλήτου –αυτός μάλιστα ο καημένος πέθανε από θερμοπληξία στην Ολυμπία. Μερικά από τα celebrity είχαν συμμετάσχει και στους αγώνες (ανάμεσά τους ο Αλκιβιάδης, ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Νέρων της Ρώμης. Ο Νέρων έβαλε και του έχτισαν και μια πρόχειρη βίλα για να μην του λείψουν οι ανέσεις).
Στο τέλος της διαδρομής και περνώντας από την Στοά της Ηχούς μπαίνεις στο Στάδιο της Ολυμπίας, ακολουθώντας την ίδια πορεία που ακολουθούσαν και οι κριτές, οι αθλητές και οι ήρωες πριν την έναρξη των αγώνων, ενώ ο κόσμος είχε πάρει θέση πάνω στους λόφους. Το στάδιο είχε χωρητικότητα 45 χιλιάδων θεατών, οι οποίοι κάθονταν στο έδαφος (κερκίδες δεν υπήρχαν), και ήταν μόνο άνδρες.
Οι γυναίκες δεν επιτρέπονταν να παρακολουθήσουν τους αγώνες, ούτε οι σκλάβοι, και αν μια γυναίκα πιάνονταν ως θεατής, θανατωνόταν. Την γκρέμιζαν από μια χαράδρα. Ωστόσο, γίνονταν και γυναικείοι αγώνες στην αρχαία Ολυμπία, τα Ήραια. Όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας «κάθε τέταρτο έτος τελούνταν αγώνες δρόμου ανάμεσα σε “παρθένες» (ανύπαντρες κοπέλες) προς τιμήν της Ήρας».
Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης ότι η είσοδος δεν ήταν γενικά απαγορευμένη στις γυναίκες, όπως λανθασμένα πιστεύεται, αλλά επιτρεπόταν στις ανύπαντρες κοπέλες. Τουλάχιστον την εποχή που πήγε στην Ολυμπία αυτός, όταν οι αγώνες έπνεαν τα λοίσθια. Στο τέλος δεν ξέρεις τι να πιστέψεις.
Μπορεί σαν κτίριο να μην λέει και πολλά, αλλά το μουσείο της Ολυμπίας είναι από αυτά που σου δημιουργούν χαρά, γιατί σε κάθε αίθουσα βλέπεις κάτι απίθανο ανάμεσα στα εκθέματα, τα οποία χρονολογούνται από την παλαιολιθική έως και την πρωτοχριστιανική εποχή. Και είναι όλα από τον χώρο που μόλις έχεις επισκεφτεί.
Ανάμεσά τους αριστουργήματα που γνωρίζεις αλλά είναι διαφορετικό το δέος που σου δημιουργούν όταν τα βλέπεις από κοντά: η Νίκη του Παιωνίου, ο Ερμής του Πραξιτέλη με τον μικρό Διόνυσο στην αγκαλιά, τα αετώματα του ναού του Δία, ο Απόλλωνας, o Δίας με τον Γανυμήδη, το κράνος του Μιλτιάδη, χάλκινοι γρύπες και σειρήνες, ειδώλια ανθρώπων, αγάλματα Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
Ανάμεσα στα αγάλματα του ανατολικού αετώματος υπάρχουν και δύο γέροντες-μάντεις. Ο ένας στο δεξί τμήμα του αετώματος και ο άλλος στο αριστερό. Πρόκειται για τον Ίαμο και τον Αμυθάοντα (μυθικοί γενάρχες δύο ιερατικών γενών της Ολυμπίας). Ο Ίαμος είναι ίσως το πιο αγαπημένο άγαλμα των δημιουργών meme των τελευταίων χρόνων και η πιο πολυφωτογραφημένη μορφή στο ελληνικό Instagram.
Είναι καθιστός και το αριστερό του χέρι το στηρίζει σε μπαστούνι, ενώ με το δεξί στηρίζει το πρόσωπό του. Η στάση που εμφανίζεται τον δείχνει να μιλάει στο κινητό, αυτό και μόνο φτάνει για να τον περάσει και στην ψηφιακή αιωνιότητα...