Σήμερα στο σπίτι αυτό έχουν γιορτή. Έχουν στρωθεί τα άσπρα τραπεζομάντιλα. Πάνω στο τραπέζι προσεκτικά τοποθετημένες, οι γαστρονομικές βόμβες του νησιού. Ακούγεται η λύρα. Η τηλεόραση είναι κλειστή. Η κόρη μας είναι στη βουλή. Δεν έχει σημασία αν θα είναι δραχμή ή ευρώ. Αλέξης ή Αντώνης. Τα διλήμματα είναι για τους άλλους.
Ισχύει ότι περίπου για το θάνατο. Οι νίκες των άλλων είναι στατιστική, η δική μας ώρα για γλέντι. Γεμίζουν τα ποτήρια.
Έρχεται η κόρη. Φοράει κάτι αέρινο. Κάτω από το μάτια της, μια μικρή σακούλα ταλαιπωρίας. Φαίνεται ακόμα, αν και την έχει καλύψει όσο καλύτερα μπορούσε, με εκείνη την κρέμα που διαφημίζει η αιωνόβια παρουσιάστρια. Σκατά. Ακόμα φαίνεται. Ας πληρώσει και αυτό το τίμημα για την πρωτιά.
Την συγχαίρουν οι συγγενείς και οι φίλοι. Γελάει. Ξαναγεμίζουν τα ποτήρια. Της λένε «ο πατέρας σου θα ήταν περήφανος αν ζούσε». Κουνάει θλιμμένα το κεφάλι. Ύστερα πάλι «ο μπαμπάς σου θα σε βλέπει από ψηλά». Χαμογελάει αμήχανα. Και μετά από λίγο « πήρες το μικρόβιο της πολιτικής από τον μπαμπά σου». Σκύβει το κεφάλι. Θέλει να πάρει το πιρούνι και να τους καρφώσει στα μάτια. Περίπου. Τα άγρια ένστικτα της έχει καταφέρει να τα τιθασεύσει, μέσα στο χρόνο και ξέρει ότι ποτέ δεν θα έφτανε σε αυτό το σημείο. Αλλά δεν μπορεί να κοντρολάρει τις σκέψεις της. Ξέρει τι θέλουν να πουν όλοι αυτοί: «Βγήκες γιατί είχες το επώνυμο του μπαμπά σου».
Θα το αντέξει. Άλλοι αντέχουν χειρότερα για χάρη της νίκης.
Η ώρα περνάει. Σιγά, σιγά αρχίζουν να αραιώνει ο κόσμος. Φεύγουν και οι τελευταίοι. Μένει μόνη της γύρω από το τραπέζι της γιορτής. Γύρω από τα αποφάγια της λύσσας τους, για την πρωτιά της.
Δεν μαζεύει ούτε πιρούνι. Δεν θέλει άλλη τοξική επαφή με αυτούς. Ας το φορτωθεί η υπηρέτρια το πρωί. Για αυτό το λόγο άλλωστε πληρώνεται.
Μισή ώρα μετά βουρτσίζει τα δόντια της με λύσσα. Σχεδόν ματώνουν. Πέφτει στο κρεβάτι. Κλείνει τα μάτια της και τότε αρχίζει η μάχη με το νεκρό μπαμπά. «Εσύ, εσύ φταις» του ψιθυρίζει. Τσακώνονται για όλα. Για το ότι την έλεγε έξυπνη και με μέλλον, που μπορεί να ήταν. Για το ότι έπρεπε να ασχοληθεί με την πολιτική γιατί θα είχε επιτυχία, όπως και έγινε. Για το ότι της είπε «χώρισε αυτό τον βλάκα» που μάλλον είχε δίκιο, όπως και έκανε. Για το ότι το επώνυμο της ήταν το εισιτήριο της νίκης. Για το ότι φταίει αυτός και μόνο για την νίκη της. Και η μάχη δεν τελειώνει. Αν ήταν άντρας θα επαναλάμβανε τα λόγια του φιλοσόφου: «Ο θάνατος του πατέρα για το αγόρι, είναι ένα τόξο που μπορεί να το οδηγήσει μακριά». Όμως το μόνο που λέει στον κουρασμένο εαυτό της, είναι πόσο αγαπούσε τον μπαμπά. Την παίρνει ο ύπνος.
σχόλια