Ο κλέφτης και η σημαία.
Αφήνω την Αθήνα ανήμερα της εθνικής επετείου, έχοντας μπει σε ένα ευχάριστο Σαλονικιώτικο τριπ, χωρίς καν να πηγαίνω Βόρεια Ελλάδα. Πριν λίγο στο τηλέφωνο μιλούσα με ένα φίλο απ την Θεσσαλονίκη («πότε θα μας φτιάξουν το μετρό, σε ρωτάω πότε θα μας φτιάξουν το μετρό;» Θεσσαλονίκη- Γαλάτσι συμμαχία. ), στο πίσω κάθισμα ζει τις τελευταίες του στιγμές ένα τσουρέκι σοκολάτας απ τον Τερκενλή («Mπορεί να πεθάνω σε λίγες ώρες αλλά θα σε εκδικηθώ. Οι θερμίδες μου θα γίνουν το σωσίβιο σου για φέτος το καλοκαίρι. Γιατί ξέρεις, δεν γίνεται να δοκιμάσεις μόνο ένα κομμάτι. Είμαι χειρότερο απ τα πατατάκια») και από τα ηχεία του αυτοκινήτου ακούγεται ένα δίσκος των Xaxakes. Παρατηρώ τα αυτοκίνητα. Ούτε μια ελληνική σημαία.
Περίμενα σε αυτή την έξοδο μετά τoν ντόρο, του τηλεοπτικού 1821 ουρά από γαλανόλευκες να κάνει παρέλαση στην εθνική οδό, παιδάκια ντυμένα τσολιάδες στο πίσω κάθισμα, και όμορφες εικοσάχρονες καραγκούνες να μοιράζουν φυλλάδια για ασφαλή οδήγηση στα διόδια, με την συμβουλή: «Μην τρέχεις, φόρα την ζώνη. Οι τούρκοι είναι πολλοί και εμείς είμαστε λίγοι. Ας μην τους δώσουμε την χαρά να σκοτωθούμε μόνοι μας. Καλό ταξίδι έλληνα, να επιστρέψεις γερός το έθνος σε έχει ανάγκη.». Πιθανολογώ ότι ήταν απλά μια τηλεοπτική επιτυχία και το μόνο που σκέφτονται είναι ότι το τριήμερο έπεσε μια Παρασκευή με ανοιξιάτικο καιρό. Δυο στα δύο. Yea!
Αντί για καραγκούνες όταν φτάνω στα διόδια υπάρχει η γνωστή ελληνική ουρά. Όλοι προσπαθούν να χωθούν στην θέση του άλλου. Ένα γεροντάκι προσπαθεί να χωθεί μπροστά από εμένα. Στην αρχή δεν το αφήνω. Με εκνευρίζουν τα κοτσονάτα γερόντια. Απ την μια κλαίγονται στον Αυτιά και από την άλλη το παίζουν κουτσαβάκια στην εθνική. Οι γέροι με προβλήματα πρέπει να είναι σπίτι τους. Συνεχίζει να με κλείνει και την ίδια στιγμή προβάλει την ηλικία του ως καλή δικαιολογία για να τον αφήσω να μπει. «Είμαι παππούς, άσε με. Σεβασμός στην τρίτη ηλικία, που σου κλέβει την θέση στην ουρά.»μοιάζει να λέει με τις κινήσεις του. Τον αφήνω.Μια σαραντάχρονη γυναίκα, χωρίς καν να μου ρίξει ένα βλέμμα χώνεται μπροστά μου. «Άμα θες τράκαρε με να δεις τι θα γίνει» μου λέει χωρίς να λέει τίποτα. Καπνίζει, κοιτά ευθεία, σαν να μην υπάρχει ουρά. Killer!Και φυσικά την αφήνω. Τέλος εμφανίζεται ο απόλυτος άρχοντας της εθνικής οδού. Ο μαχαραγιάς με το τριαξονικό. «Κάνε στην άκρη φιλαράκο, άνοιξε δρόμο για να περάσω. Όχι ουρά δεν υπάρχει για εμένα, αλλά κανονικά ούτε διόδια έπρεπε να υπήρχαν. Γκέγκε;».Αφήνω και αυτόν να μου κλέψει την θέση στην ουρά, γιατί δεν έχω καμία όρεξη να ζήσει το τσουρέκι σοκολάτας περισσότερες ώρες από εμένα.
Λίγη ώρα έχει περάσει που έχω αφήσει τους ευγενείς συμπατριώτες μου στα διόδια και επιτέλους συναντώ την πρώτη ελληνική σημαία. Είναι σε ένα βενζινάδικο δίπλα απ τις αντλίες. Βλέπω την τιμή της βενζίνης. 1.77!. «Κοίτα τον κλέφτη που θέλει και ελληνική σημαία» λέω στον ανύπαρκτο συνεπιβάτη μου, δυναμώνοντας την φωνή του Νάστα.
Το μεγαλύτερο καθίκι της Αθήνας.
Είμαι στην αυλή του πατρικού μου. Ξεφυλλίζω την εβδομαδιαία «βίβλο των νοικοκυραίων». Είναι το περιοδικό, που δεν έχω αγοράσει ποτέ αλλά κάθε φορά όλο και κάποιο τεύχος θα πέσει μπροστά μου. Το αγοράζει ο αδερφός μου, με την δικαιολογία ότι τον χαλαρώνει. Στην πραγματικότητα όταν δεν χάνεις τεύχος την σημερινή εποχή, γουστάρεις πραγματικά ένα περιοδικό. Απλά χρειάζεσαι μια δικαιολογία και αυτή είναι η κλασσική της χαλάρωσης. Μου αρέσει να την αποκαλώ «βίβλο των νοικοκυραίων» γιατί ενώ προσπαθεί να χώσει και θέματα για ξένους σταρ μέσα στην ύλη του, γνωρίζει καλά ότι ποτέ δεν θα ξεφύγει από τα ελληνικά «αστέρια». Πρέπει στο εξώφυλλο να είναι κάποια που ξέρει η ελληνίδα νοικοκυρά.Φτάνω σε μια σελίδα που έχει, υποτίθεται, το Αθηναϊκό γεγονός της εβδομάδας, σύμφωνα με το περιοδικό. Είναι το τέλος των εμφανίσεων του Ρουβά και της Βίσση για φέτος το χειμώνα.
Η φωτογραφία δείχνει τους δυο σταρ το τελευταίο βράδυ των εμφανίσεων, να φιλιούνται στο στόμα με μια θάλασσα από άσπρα γαρύφαλλα στα πόδια τους. Ο Ρουβάς με αυτές τις μαύρες μπότες, μοιάζει σαν να βγήκε από κάποιο υπόγειο μπαρ του Βερολίνου. Η Βίσση είναι πάντα η Βίσση.Για τους συντάκτες και τους αναγνώστες του περιοδικού αυτό είναι μια κορυφαία στιγμή, που χρειάζεται ολοσέλιδη καταχώρηση. Στα μάτια μου φαντάζει ακατανόητο και μετά σκέφτομαι το πόσο άδικο είναι να κρίνεις τους ανθρώπους, μόνο και μόνο από τα περιοδικά που διαβάζουν. Εντάξει. Εκεί που εσύ βλέπεις την ανία κάποιος βλέπει το ενδιαφέρον. Εκεί που εσύ περνάς σούπερ κάποιος άλλος χασμουριέται. Η δική σου κόλαση είναι ο παράδεισος του άλλου. Μπορούμε όλοι να ζήσουμε ειρηνικά στην Αθήνα του 2011. Άσε που οι μουσικές, κινηματογραφικές, οι όποιες επιλογές μας τέλος πάντων, δεν αποδεικνύουν τίποτα για την χαρακτήρα μας.Εσύ που πας Βίσση και Ρουβά μπορεί να είσαι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Μπορεί να συμμετέχεις στα συσσίτια των αστέγων τις Κυριακές(ξενυχτισμένος απ την κραιπάλη της προηγούμενης νύχτας), να είσαι σε κάποια οικολογική οργάνωση ή να δίνεις μέρος του μισθού σου σε ένα φτωχό γείτονα. Πως μπορώ να ξέρω ότι δεν γίνεται αυτό;
Και εγώ που τους σνομπάρω ίσως είμαι το μεγαλύτερο καθίκι της Αθήνας. Απ την ώρα που θα ανοίξω τα μάτια μου μπορεί να σκέφτομαι, το κακό που πρέπει να κάνω (έχω μια λίστα με κακά πράγματα που πρέπει να κάνω μέσα στην χρονιά και την συμβουλεύομαι καθημερινά), και στο τέλος της ημέρας να ακούω παλιούς Portishead για να μαλακώσει η ψυχούλα μου, ώστε να συνεχίσω δριμύτερος την επομένη. Που το ξέρεις ότι δεν είμαι αυτός ο άνθρωπος ;
Διαβάζω της λεζάντα της φωτογραφίας. Αναφέρεται στα μελλοντικά σχέδια των δυο καλλιτεχνών. Ούτε και αυτό είναι κακό. Δουλίτσα να υπάρχει, το μεροκάματο να βγαίνει. Διαβάζω τις τελευταίες αράδες «Η Άννα Βίσση ετοιμάζεται το Μάιο για το North American Anna Vissi tour 2011 με πρώτο σταθμό το Τορόντο του Καναδά» . Κλείνω εκνευρισμένος το περιοδικό. «Αυτοί δεν θέλουν να συνυπάρξουν με κανέναν, θέλουν να στείλουν όλους τους υπόλοιπους στο τρελάδικο για να μείνουν μόνοι τους» λέω απευθυνόμενος σε μια από τις αγριόγατες που λιάζεται σε μια καρέκλα του κήπου…
O ξυπόλητος τσελίστας που έβγαζε φλόγες
Κάθε φορά που πηγαίνω για πρώτη φορά, σε κάποιο αθηναϊκό μέρος που θεωρείται ιδιαίτερο, περίεργο, προχωρημένο όπως θες πες το, έχω την εντύπωση ότι θα περάσω ένα είδος ιεράς εξέτασης. «Τι θες εσύ εδώ;», «Μπορείς να μου πεις σε παρακαλώ, ποιος έπαιζε εδώ πριν δεκατρείς μέρες;», «Πως ονομάζονται οι ιδιοκτήτες;» είναι μόνο μερικές από τις ερωτήσεις που νομίζω ότι θα μου δώσουν τον τίτλο «ο πιο άσχετος της βραδιάς». Απόψε ο μόνος λόγος που με στέλνει στο HUB είναι η αγάπη μου για την Ιαπωνία. Δεν ξέρω σχεδόν τίποτα για το φιλμ, We dont care about music, δεν έχω ιδέα ποιος είναι ο Sakamoto Hiromichi που θα παίξει αργότερα, απλά άκουσα Ιαπωνία και μπήκα. Φυσικά κανείς δεν με ρωτά το οτιδήποτε. Όλα τα παραπάνω είναι μια επαρχιώτικη φούσκα, που σκάει σε μικρές φυσαλίδες μέσα στο κεφάλι μου από τα πρώτα λεπτά. Οι γύρω στους πενήντα ανθρώπους που έχουν συγκεντρωθεί απόψε το βράδυ (μπορεί να είναι και λιγότεροι)έχουν έρθει αποκλειστικά και μόνο για το event(σ.σ «Τοκ-τοκ μίστερ Φρόιντ. Όταν όλοι νομίζεις ότι ασχολούνται μαζί σου είναι θέμα εεε;¨») .Το We dont care about music είναι ένα ντοκιμαντέρ για την πειραματική Ιαπωνική μουσική σκηνή. Μέσα από ένα παζλ συνεντεύξεων, highlights συναυλιών και αστικών τοπίων καταγράφεται το παρόν και η αγωνία για το μέλλον της σκηνής. Μπορεί κάποιοι ήχοι να ήταν σχεδόν ενοχλητικοί για τα μη μυημένα αυτιά μου, αλλά σαν σύνολο το ντοκιμαντέρ με ικανοποίησε.
Όταν κατεβήκαμε στο ισόγειο για το live είχα χαλαρώσει εντελώς και ετοιμαζόμουν, να το απολαύσω.Ο τσελίστας Sakamoto Hiromichi μας κέρδισε από τα πρώτα λεπτά. Το τσέλο στα χέρια του έγινε ένα άγριο ροκ όργανο. Του έδωσε μια καινούρια ζωή, μια δεύτερη ευκαιρία να δείξει τι μπορεί να κάνει όταν ξεφύγει από τα κονσέρτα κλασσικής μουσικής. Το έκανε να βγάλει φλόγες, το ποδοπάτησε ξυπόλητος, χτύπησε τις χορδές του, το ανάγκασε να βγάλει ήχο με ένα πιατίνι. Δημιούργησε μαζί με τον L?Κ?O? ένα ωριαίο ταξίδι στα αστικά τοπία της Ιαπωνικής γης.
Όταν γύρω στα μεσάνυχτα τελείωσε μας ευχαρίστησε που ήρθαμε, με μια μικρή ταπεινή υπόκλιση. Αισθάνθηκα τυχερός που διάλεξα, αυτό το βράδυ της Κυριακής το άγνωστο.
Y. Γ
Βραβείο τοίχου «Καλύτερη ερώτηση, χωρίς απάντηση». Στην Πειραιώς.
σχόλια