Ποιος είναι ο Main Menu; Ποιο είναι το πραγματικό του όνομα; Πως είναι εξωτερικά; Δεν έχει σημασία. Γεννήθηκε τις πρώτες μέρες του blogging, την εποχή που οι bloggers ενδιαφερόντουσαν περισσότερο για το τι γράφουν παρά για το πώς φαίνονται. Πριν το Facebook ρίξει το ανακριτικό του φως πάνω στις ζωές μας, πολύ πριν τα τιτιβίσματα του twitter γίνουν «το νέο blogging», πριν όλο αυτό κυλήσει και γίνει κάπως «επαγγελματικό», υπήρχαν άνθρωποι που πάλευαν με τις λέξεις. Πάλη για την χαρά της πάλης και μόνο. O Main Menu ήταν ένας από αυτούς. Στα Ημερολόγια του δεν υπάρχουν εικόνες. Δεν υπάρχει καν χρώμα. Μόνο λέξεις. Το κείμενο για το κείμενο.
Κάποια στιγμή εξαφανίστηκε. Μετά από καιρό επανήλθε. Και είναι ίδιος όπως εκείνες τις πρώτες μέρες. Αν υπάρχουν άγνωστοι bloggerς που παραμένουν στις μέρες μας πιστοί στην αγάπη τους για την γραφή και μόνο, ο Main Menu είναι ένας από αυτούς.
Στο κείμενο που ακολουθεί γράφει για το βιβλίο που τον επηρέασε περισσότερο από όλα στον τρόπο με τον οποίο γράφει:
Το driver's seat από την Μύριελ Σπαρκ
Aπο τον Main Menu
Δεν ξέρω αν είναι ΤΟ αγαπημένο μου βιβλίο αλλά σίγουρα είναι το βιβλίο που με επηρέάσε περισσότερο στο τρόπο που γράφω. Από τις πρώτες γραμμές που διάβασα ένιωσα πως η συγγραφέας μιλάει σε ένα ύφος που μου ταιριάζει απόλυτα. Μια λιτή πρόζα που ώρες ώρες φτάνει στα όρια του ψυχαναγκασμού με την ακρίβεια στην περιγραφή.
Η πωλήτρια φωνάζει στην πελάτισσα, η οποία μέχρι τώρα υπήρξε ενθουσιασμένη με το έντονα χρωματιστό φόρεμα. Πράσινα και ροζ τετράγωνα μοτίβα σε ένα άσπρο φόντο, με μπλε τελείες μέσα στα πράσινα τετράγωνα και λιλά τελείες μέσα στα ροζ. Αυτό το φόρεμα δεν υπήρξε και η πιο πετυχημένη σειρά. Άλλα φορέματα με το καινούριο ύφασμα που δεν λεκιάζει έχουν πουλήσει αρκετά, όμως αυτό, του οποίου τρία πανομοιότυπα κομμάτια, αν εξαιρέσουμε το μέγεθος, κρέμονται στην πίσω αποθήκη περιμένοντας τις εκπτώσεις της επόμενης εβδομάδας, παραήταν φωτεινό για το γούστο των περισσότερων πελατών.
Η μετάφραση μου είναι πρόχειρη και σίγουρα αδικεί κάπως την ενέργεια του πρωτότυπου. Νομίζω όμως πως ακόμα κι έτσι αποτυπώνει αυτό που ήθελα να καταδείξω. Μια αυστηρότητα, μια ανικανότητα της αφηγήτριας να χαμογελάσει στον αναγνώστη.
Το βιβλίο είναι ένα ψυχολογικό -μεταφυσικό λένε κάποιοι- θρίλερ. Είναι όμως και μια νουβέλα μυστηρίου μαζί και αλληγορία και ρεαλισμός. Η Σπαρκ έχει το ταλέντο να γράφει όλα τα λογοτεχνικά ήδη μαζί. Πάντως το κύριο θέμα της ιστορίας είναι ένας φόνος. Και μάλιστα ο φόνος της ίδιας της ηρωίδας Λιζ, τον οποίο μαθαίνουμε από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου.
Πρόκειται για μια μοναχική γυναίκα γύρω στα 30, μια υπάλληλο γραφείου, ούτε πολύ όμορφη ούτε πολύ άσχημη, αυστηρά συνεπή στη δουλειά της που μένει σε ένα μοντέρνο και λειτουργικό διαμέρισμα το οποίο διατηρεί καθαρό και τακτοποιημένο πάντοτε... Όμως με το που την γνωρίζουμε καταλαβαίνουμε πως κάτι δεν πάει καλά. Στο κατάστημα με τα ρούχα ενώ στην αρχή ενθουσιάζεται με το φόρεμα που δοκιμάζει μετά από λίγο νιώθει πως πνίγεται μέσα του. 'Αυτό το ύφασμα δεν λεκιάζει' της εξηγεί η πωλήτρια. 'Μπορεί να σας πέσει δηλαδή λίγη τροφή και...'. Και τότε ξεσπάει. 'Πιστεύετε πως δεν ξέρω να τρώω;' της φωνάζει θιγμένη. Στο γραφείο γελάει υστερικά κι ύστερα απότομα κλαίει. Οι συνάδελφοι της λένε να πάρει μερικές μέρες άδεια για να πάει ένα ταξίδι να ξεκουραστεί. Δέχεται αλλά δεν μας πείθει πως είναι αυτό που της λείπει. Η Σπαρκ δεν δίνει πειστικές απαντήσεις για την συμπεριφορά της. Μοιάζουν και συγγραφέας και ηρωίδα να αφήνονται να παρασυρθούν παθητικά σε μια πλοκή που δεν τους απασχολεί και πολύ.
Εν πολλοίς η Λιζ, η ηρωίδα, είναι μια καρικατούρα της σύγχρονης γυναίκας. Μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 70. Η αγορά έχει αφομοιώσει πλήρως όλες τις κοινωνικές και πολιτισμικές εξεγέρσεις των προηγούμενων χρόνων....εναλλακτικοί τρόποι σκέψης, σεξουαλική απελευθέρωση, ψυχεδελικά μοτίβα και χρώματα, ανεμελιά. Η Λιζ θα δοκιμάσει τα πάντα αλλά με έναν αδέξιο και αποστασιοποιημένο τρόπο. Θα ταξιδέψει στο νότο, στην Νάπολη, στην Αθήνα -τι σημασία έχει;-. Θα φορέσει τα πιο φανταχτερά και φωτεινά χρώματα...αλλά θα τα ταιριάξει με τον πιο απαίσιο τρόπο. Μια κίτρινη μπλούζα και μια φούστα με μεγάλα V μοτίβα σε πορτοκαλί και μωβ και μπλε κι από πάνω ένα καλοκαιρινό παλτό με λεπτές άσπρες και κόκκινες ρίγες. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ πιο χτυπητή χρωματική παραφωνία!
Στο αεροπλάνο, ως είθισται, θα φλερτάρει με έναν άνδρα ο οποίος είναι επίσης κάπως κωμικά υπερτονισμένος στο τρόπο του...
Το γιν και το γιαν είναι φιλοσοφίες, της λέει. Το γιν αντιπροσωπεύει το χώρο. Το χρώμα του είναι το μωβ. Το στοιχείο του είναι το νερό. Αφορά στα φαινόμενα. Αυτό το σαλάμι είναι γιν και αυτές οι ελιές είναι γιν. Είναι γεμάτα τοξικές ουσίες. Έχεις ακούσει ποτέ για τις μακροβιοτικές τροφές;
Το πως και το γιατί η Λιζ οδηγείται στο φόνο της δεν θα το αποκαλύψω για να μην στερήσω την απόλαυση σε αυτούς που θα θελήσουν να διαβάσουν το βιβλίο. Θα πω όμως πως στη διάρκεια της ανάγνωσης έπιασα τον εαυτό μου να ενδιαφέρεται λιγότερο για τα γεγονότα και περισσότερο για το ίδιο το ύφος γραφής που όπως είπα είναι απόμακρο και κάπως στυφό στην επίγευση του. Η φωνή της αφηγήτριας φανέρωνε μια κατατονία. Ίσως , σκεφτόμουν καθώς διάβαζα, να κρύβεται πίσω της ένα αληθινά θλιβερό γεγονός που μπορεί να της συνέβη το οποίο σίγουρα είναι πολύ πιο σημαντικό απο οποιαδήποτε μυθοπλασία. Το ερώτημα επομένως 'τι συμβαίνει με την Λιζ' έγινε στο τέλος 'τι συμβαίνει με την Μύριελ Σπαρκ'.
Πράγματι είναι ένα περίεργο βιβλίο. Το μυστήριο του φόνου, το μυστήριο της ίδιας της ηρωίδας που ξεδιπλώνονται αριστοτεχνικά στις πρώτες σελίδες και σε παρασύρουν σε μια γρήγορη ανάγνωση παρότι βρίσκουν μια κατάληξη στο τέλος, δεν φαίνεται να ικανοποιούν. Διαβάζεις ξανά και ξανά νομίζοντας πως κάπου έχασες κάτι.
Στη δική μου τη σκέψη ο πρωταρχικός στόχος της Σπαρκ είναι να κοροϊδέψει. Να βγάλει την γλώσσα στους πάντες και τα πάντα. Στον πολιτισμό και τις αυταπάτες του...στην ανοησία του να πιστεύεις πως μπορεί να βρεις την ευτυχία στην υγιεινή διατροφή, ή στο εξεζητημένο ντύσιμο...στα πιασάρικα αποφθέγματα των περιοδικών...στον γελοίο κοσμοπολιτισμό της αίθουσας αναμονής των αεροδρομίων...
Στην ίδια την λογοτεχνία και τον ρόλο που έχει επιφορτιστεί να δίνει υποτίθεται απαντήσεις στα υπαρξιακά μας προβλήματα....
'Είμαι από το Γιοχάνεσμπουργκ' λέει η γυναίκα 'κι έχω αυτό το σπίτι εκεί και ακόμα ένα στο Σι Πόιντ στο Κέηπ Τάουν. Κι έπειτα ο γιος μου είναι δικηγόρος κι έχει κι αυτός ένα διαμέρισμα στο Γιοχάνεσμπουργκ. Και σε όλα τα σπίτια έχουμε έξτρα υπνοδωμάτια...δύο πράσινα, δύο ροζ, δύο μπεζ και προσπαθώ να διαλέξω βιβλία να ταιριάξουν.'
Και πάνω από όλα μέσω της Λιζ να κοροϊδέψει τους ίδιους τους ήρωες των μυθιστορημάτων που βαδίζουν μέσα σε δράματα που έχουν χιλιοπαιχτεί και είναι προβλέψιμα και άνοστα και όμως επιμένουν να γεμίζουν σελίδες και να στριμώχνονται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Η ηρωίδα της οδηγείται στο φόνο και σε μια σεξουαλική κακοποίηση εντελώς αδιάφορα. Μοιάζει να βιάζεται να τελειώσει με το όλο θέμα όπως κάποιος που περιμένει στην ουρά ενός πολυκαταστήματος.
Κι όμως δεν είναι μόνο αυτό. Αν σταματούσε εκεί θα ήταν ένα από τα πολλά αυτοαναφορικά μεταμοντέρνα διηγήματα που προσπαθούν να αποδομήσουν την έννοια της μυθιστοριογραφίας. Αυτό που με γοήτευσε περισσότερο και αγάπησα σε αυτό το βιβλίο είναι πως κάνοντας όλα αυτά η Μύριελ Σπαρκ δεν χάνει ούτε στιγμή την δικιά της προσωπική φωνή. Όπως είπα έχει μια ιδιαίτερη πρόζα που τραβάει την προσοχή του αναγνώστη. Την ίδια στιγμή που απορρίπτει τα πάντα καταφέρνει και ρίχνει φως πάνω στο δικό της συναίσθημα προσφέροντας το στον αναγνώστη με την αμεσότητα και την απλότητα ενός τραγουδιού.
Για μένα είναι ένα υπέροχο βιβλίο και συγκεντρώνει στο μεγαλύτερο βαθμό αυτά που αγαπώ. Μάλιστα έχει γίνει και ταινία με την Λιζ Τέυλορ. Και μάντεψε ποιος συμμετέχει; ο Άντυ Γουόρχολ, ο οποίος κι αυτός με τους πολύχρωμους 'τενεκέδες' του και τις αμέτρητες πανομοιότυπες ρεπλίκες του ανέδειξε την ρηχότητα της σύγχρονης ζωής. Αλλά και ιδιοσυγκριακά...πάντοτε υπήρξε αινιγματικός κι αδιόρατος στο βάθος του όπως η Λιζ στο βιβλίο. Δεν είναι τυχαίο που βρέθηκε σε αυτό το καστ. Αν όμως τα έργα του Γουόρχολ κρατάνε ένα ίχνος συμπάθειας για την μαζική κουλτούρα, αν αυτά κάνουν μια πιο πιασάρικη χρήση του κιτς, ικανή να ταιριάξει σε ένα ρεστοράν, ή ένα εφηβικό δωμάτιο, τα διηγήματα της Σπαρκ παραμένουν απρόσιτα και δύσπεπτα για το ευρύ κοινό. Δεν ξέρω ποιος από τους δύο τελικά είναι χειρότερος. Δεν ξέρω ποιος από τους δύο είναι μεγαλύτερος είρωνας και πιο χολωμένος με τα μοντέρνα ήθη. Αυτό δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Εγώ πάντως διαλέγω την Σπαρκ.
Το πέρασμα του Γουόρχολ στο φιλμ:
σχόλια