photo Πάνος Μιχαήλ
Πρώτη Μαρτίου. Ακούω τη Λένα. Από παντού προβάλλει η άνοιξη. Βλέπω στο repeat την μουσική εκπομπή της ΕΡΤ των 80ς, Νέα Πρόσωπα αφιερωμένη στην νέα, ρηξικέλευθη ηλεκτρονική συνθέτρια Λένα Πλάτωνος. Παίζει στο πιάνο της, στο παλιό διαμέρισμά της στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, πριν πέσουν οι τίτλοι αρχής στην Καντέτσα της Άνοιξης: η Άνοιξη δεν είναι εποχή λιτότητας, πράγματι.
Η Λένα Χρωματισμένη με φως και καμπύλες (σε μιαν άκρη το Βιβλίο της Ελπίδας). Μιλάει απλά. Πόνος και ελευθερία. Η αδιαφιλονίκητη τάξη των πραγμάτων. Στα χέρια της οι μελωδίες αφηγούνται ιστορίες για σκοτεινά πατινάζ τσακισμένων δακρύων. Το χάος έχει σκίσει το παραπέτασμα. Η ίδια, προικισμένη με τα υλικά της εσωτερικής περηφάνιας ζωγραφίζει την ανάδυση, φευγάτη και αέρινη, μακριά από την υποχρέωση να είναι περίπλοκη, σκοτεινή και ραγισμένη. Συνεπής στον διαρκώς μεταλασσόμενο εαυτό της. Εκπέμπει φως από το διαστημόπλοιο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας,-)
Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα μουσική της. Πρέπει να έχουν περάσει καμιά 20αριά χρόνια. Αμφίσημος έφηβος, ηττημένος και περιπλανώμενος διαρκώς, συναντιέμαι με τις Μάσκες Ηλίου. Μέγιστη δυνατή πρόσκρουση. Δεν έχω ιδέα από ηλεκτρονική μουσική. Ακούω εναν φαντασμαγορικό ψίθυρο να παραμερίζει διαθέσεις και αισθήματα- να χαράσσει στις μορφές των δεδομένων γονιών τη λεωφόρο της ελπίδας, στη φάση κάποιας άνισης παρτίδας- και να μου μιλάει για λάμψη, για χρώματα, για το χαμόγελο πάνω από την άβυσσο. Ο μύθος της νεωτερικής Πλάτωνος εγκαθίσταται μέσα μου. Τώρα πια έχω ένα κομμάτι της. Και αρχίζω να αναζητώ για ν' ακούσω. Την Λιλιπούπολη (ο γδούπος απο τα φτερά των πεταλούδων, το υφάδι μιας παιδικής καρδιάς), όπου οι καρτ-ποστάλ των παιδικών μας χρόνων βουτηγμένες στη σουρεαλιστική αφήγηση διαθέσεων και αισθημάτων τελετουργούν την πάμφωτη επικράτεια της παιδικής ηλικίας.
Ακούω τον προφητικό βόμβο του Σαμποτάζ. Μια ουράνια ηλεκτρονική Ιερουσαλήμ ξεδιπλώνεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Αφουγκράζομαι τους θραυσματικούς ήχους, ρουφιέμαι από την παλίρροια των φωνών του Γιάννη Παλαμίδα καιτης Σαβίννας Γιαννάτου, ασύδοτα μελτέμια ήχων με σκεπάζουνε, νιώθω στο σώμα μου την ομοούσια μετα-γραφή. Η Λένα βουτηγμένη στη νεωτερικότητα, συναντά μουσικές και ατμόσφαιρες που έρχονται από το μέλλον. Χέρια αγγέλων αγκαλιάζουν κατακόκκινες καρδιές. Φτιαγμένες από κοπερτί.
Γυρεύω να πιαστώ από κάπου. Αστικοί θρήνοι στ' αυτιά μου, καταναλωτισμός, διαθέσεις που αλλάζουνε, ιδιωτικός χώρος που δοκιμάζεται, παιδεύω να χτίσω ενώ γύρω όλα γκρεμίζονται. Ασκήσεις φυσικής άλυτες, απ' όλες τις πλευρές και το Γκάλοπ να ζωγραφίζει αδρά το εσωτερικό τοπίο. Χρειάζομαι αυτό το μουσικό δόγμα. Κράση φωτός, Έρωτες το καλοκαίρι, το μικρό νόημα της ζωής, αναπόφευκτα ο Μάρκος. Κλαίω.
Σάββατο άκρη στο βράδυ της πόλης. Νύχτα-καλοκαιρινή-απελθούσα-ανεπιστρεπτί. Ο Γ. με αγκαλιάζει. Φαίνεται για ακόμη μια φορά ο εκβιασμός των ειπωμένων λέξεων. Λεπιδόπτερα υπερίπτανται παντού.Το φως και η μουσική δείχνουν γυμνούς τους ανθρώπους. Το σώμα αντιστέκεται, καμώνεται πως δεν ακούει, άλλο δεν γυρεύω από το να χαϊδεύω τη επιφάνεια. Υποστηρίζω, φταίω, πληρώνω. Η Λένα μου ψιθυρίζει στο αυτί (όταν γινόμαστε καθρέφτες σκοτεινοί).
Η τεθλασμένη αφήγηση του Καρυωτακικού σύμπαντος με συντροφεύει την περίοδο της θητείας. Φυλάω σκοπιά και φυλάω το κανόνα της μέσα μου. Ανάποδη ομορφιά εκείνο το διάστημα, μια αίσθηση ευπάθειας, δε μπορώ ν' αποκαταστήσω τη χαρά, ο μύθος του Καρυωτάκη με θέλγει. Την ακούω να συνομιλεί μαζί του, υπερασπίζεται την σκοτεινιά του, την μπολιάζει με αρχιτεκτονική μελωδία. Μια ευάγωγη αίσθηση συγκίνησης με κατακλύζει.
Η Άνοιξη δεν είναι εποχή λιτότητας. Από εκείνη το έμαθα. Αντιπαραβάλλω τον ρομαντισμό μου με την αναζήτηση της ηδονής. Έξοδος από το παραμύθι. Συναντώ τον αναπόφευκτο εαυτό μου. Το Σπάσιμο των Πάγων. So badly.