Λευτέρης Ξανθόπουλος
Η Σύσκεψη
Το ξυπνητήρι χτυπούσε αρκετή ώρα μα εκείνος δεν ήταν σίγουρος αν το άκουγε μέσα στο ταραγμένο του όνειρο ή εάν αυτό χτυπούσε απάνω στο κομοδίνο, στο πλάι του. Όταν επιτέλους άρχισε να βγαίνει από τα βαθιά σκοτάδια του ύπνου και άπλωσε με τα χίλια ζόρια το χέρι του έξω από τα σκεπάσματα, το ξυπνητήρι σταμάτησε από μόνο του να χτυπάει, σαν από θαύμα.
Με δυσκολία ανασηκώθηκε από το κρεβάτι, όρθωσε τον κορμό του, ακούμπησε τις γυμνές του πατούσες στο χαλάκι μπροστά του και έπιασε με τις δυο του παλάμες σφιχτά το κεφάλι του, που νόμιζες ότι θα έφευγε από τη θέση του θα έπεφτε χάμω και θα κατρακυλούσε μπαλάκι στο πάτωμα.
Βρήκε τις μαύρες σεβρό παντόφλες του, τις φόρεσε, στάθηκε όρθιος στα πόδια του και τεντώθηκε. Τα πρωινά του αντανακλαστικά ήταν ελεεινά. Με κόπο σύρθηκε μέχρι την κουζίνα, ανακάτεψε δυο κουταλιές στιγμιαίο καφέ σε νερό της βρύσης με λίγη ζάχαρη στην άκρη του κουταλιού, ήπιε μια δυο γουλιές, πήρε το ποτήρι μαζί του στο μπάνιο, το ακούμπησε στο μαρμάρινο ραφάκι μπροστά στον καθρέφτη και χωρίς δεύτερη σκέψη προχώρησε κατευθείαν κάτω από το ντους.
Το κρύο νερό τον χτύπησε σαν ηλεκτρική εκκένωση. Το δέρμα του άρχισε να μυρμηγκιάζει και να ξυπνάει. Έβαλε μπόλικο σαμπουάν στο κεφάλι και με τις άκρες των δαχτύλων του έτριβε απαλά και μεθοδικά. Είχε γίνει ολόκληρος μια σαπουνάδα και το ευχαριστιόταν. Ο δυνατός πονοκέφαλος πήρε να μαλακώνει και να υποχωρεί και σιγά σιγά τα θυμήθηκε όλα· οι χθεσινοβραδινές υπερβολές, το αλκοόλ, τα χρυσά αγόρια, τα ακατάσχετα γέλια, οι χαζοκουβέντες και αχ αυτή η τρελή τρελή αντροπαρέα, οι φίλοι του!
Όταν το χέρι του έφτασε χαμηλά ανάμεσα στα πόδια του, άνοιξε λίγο τους μηρούς και με τον λευκό μυρωδάτο αφρό άρχισε να τρίβει τα απόκρυφά του. Του ήρθε στο νου ένα παιδικό τραγουδάκι. Έπιασε ασυναίσθητα να μουρμουρίζει το σκοπό παμ παμ παμ - παμ παμ παμ και να σιγοψιθυρίζει τα λόγια:
Χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ κλαπ κλαπ
χαρωπά τα δυο μου πόδια τα χτυπώ πατ πατ
χαρωπά θε να γελάσω δυνατά χα χα...
Όλα πήγαιναν καλά, πολύ καλά παραδέχτηκε. Μια καινούργια μέρα ξεκινούσε.
Ξαφνικά, ένα κρακ ακούστηκε μπροστά του, σαν να ξεκόλλησε βίαια κάτι ή σαν να έσπαζε κάτι, ένα παραμικρό κλαδάκι πες και μετά ένα υπόκωφο χλατς, όπως όταν γλιστράει το σαπούνι από το χέρι και πετιέται με μικρό παφλασμό σε νερά. Έκλεισε τη βρύση, τίναξε τις σαπουνάδες από το πρόσωπό του και όλος απορία έσκυψε στο πάτωμα για να βρει την αιτία του μικρού και ασυνήθιστου αυτού θορύβου.
Με τα μάτια του, έφερε ένα γύρο στα πλακάκια της ντουζιέρας, ψάχνοντας προσεχτικά παντού, ώσπου το βλέμμα του σταμάτησε ακριβώς εκεί, στη γωνία δεξιά, στην άκρη, στη μεταλλική σχάρα που οδηγούσε τα απονέρια στο σιφόνι και από εκεί στο κεντρικό αποχετευτικό σύστημα.
Μέσα στα κατάλοιπα της σαπουνάδας και ανάμεσα σε τούφα τρίχες από τα πλούσια μαλλιά του, διέκρινε ένα μικρό αντικείμενο, ένα ροζ κομματάκι ύλης, κάτι που του φάνηκε στην αρχή σαν τμήμα από λάστιχο κήπου ή σαν ζουμερό καλοψημένο γερμανικό βούρστ.
Έσκυψε, το σήκωσε, μπερδεύτηκε στην αρχή, δεν πίστευε αυτό που έβλεπαν τα μάτια του, νόμισε ότι βρισκόταν ακόμα μέσα στον κακό εφιάλτη του ύπνου. Όμως όχι όχι, όλα γύρω του ήταν αληθινά, η ντουζιέρα, τα μάρμαρα, τα νερά στο πάτωμα, το καφέ μαρόν χνουδωτό μπουρνούζι που κρεμόταν στον τοίχο, όλα γνώριμα, καθημερινά και δικά του.
Γύρισε πάλι το βλέμμα του στην ανοιχτή του παλάμη και είδε πολύ καθαρά και πέραν πάσης αμφιβολίας, αυτό που ήταν η πικρή αλήθεια· κρατούσε στα βρεγμένα του δάχτυλά τη βάλανο του πέους του, η οποία μόλις εκείνη τη στιγμή και όλως αιφνιδίως, δηλαδή χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο, παράλογα και αναίτια θα μπορούσε να πει κανείς, είχε εντελώς αποκοπεί.
Αισθάνθηκε να παραλύει. Με τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού ανασήκωσε το υπόλοιπο τμήμα του ανδρικού του μορίου, αυτό που βρισκόταν ακόμα στη θέση του, όπου και διέκρινε ευκρινώς (αυτό τον καθησύχασε κάπως) πως ούτε πληγή υπήρχε, ούτε αίματα, ούτε καν κηλίδα αίματος, ούτε γρατσουνιά, ούτε πόνος, ούτε τίποτα.
Δοκίμασε να φέρει το τμήμα του οργάνου του που αποκολλήθηκε σε επαφή με το υπόλοιπο που έμενε σταθερό επάνω στο σώμα του, να κάνει τα δύο τμήματα να ενωθούν ξανά μεταξύ τους, να κολλήσουνε δηλαδή όπως το ορίζει η παντοδύναμη και αλλόκοτη φύση του ανθρώπου, που της αρέσει με αυτά και μ’ αυτά να χαϊδεύεται (και της αξίζει ως εκ τούτου τόσο ο θαυμασμός όσο και η περιφρόνησή μας), όμως κανένα αποτέλεσμα, οριστικά και αμετάκλητα πλέον αποτελούσαν δύο ανεξάρτητα και διαφορετικά μεταξύ τους τμήματα.
Αισθάνθηκε προς στιγμήν να απειλείται, αισθάνθηκε να τον περικυκλώνει ο τρόμος και η φυγή, από πού όμως; Από δίπλα του; Από το υπερπέραν; Δηλαδή τι να σκεφτεί κανείς και πώς να το εκφράσει; Στο λουτρό, εκεί που πλενόταν ένα πρωί, του έπεσε η βάλανος του πέους; Με άλλα λόγια ξεκόλλησε το καυλί του και πραγματοποίησε θεαματική βουτιά μέσα στα νερά της ντουζιέρας κάτω στα πλακάκια; Έλα τώρα. Τι θα πει αυτό; Μαράθηκε και έπεσε; Τι είναι; Σύκο που ωρίμασε και έπεσε από το δέντρο; Φύλλο που κιτρίνισε και έπεσε στο χώμα; Γίνονται αυτά; Τι λες τώρα;
Βγήκε ανήσυχος από το ντους, ακούμπησε το αποκαυλισμένο τμήμα του πέους του όρθιο, με τη στεφάνη της βαλάνου ως βάση επάνω στο μαρμάρινο ραφάκι, δίπλα στο ποτήρι με τον στιγμιαίο καφέ, την οδοντόκρεμα και την οδοντόβουρτσα που τον περίμεναν για το πρωινό βούρτσισμα, τύλιξε βιαστικά το μαλακό μπουρνούζι σαν λουτρόπανο γύρω από τη μέση του και βγήκε από το μπάνιο. Ο ήχος της πτώσης στα νερά εξακολουθούσε να αντηχεί βουβά μέσα στο κεφάλι του και να τον ακολουθεί.
Η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό του ήταν να τηλεφωνήσει αμέσως στον γιατρό του. Είχε δει στην τηλεόραση πως όργανα ανθρώπων, που είχαν φύγει ξαφνικά και απροειδοποίητα από τη ζωή, μπορούσαν να παραμείνουν ζωντανά κάτω από ειδικές συνθήκες συντήρησης και για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, για να μεταμοσχευθούν εν συνεχεία σε άλλον ανθρώπινο οργανισμό που τα έχει ανάγκη. Άρα μπορεί και το καυλί του, με την κατάλληλη χειρουργική επέμβαση να κολλήσει πάλι στο σημείο της εξαίσιας πούτσας του από όπου μόλις είχε αποκοπεί. «Αυτό είναι», σκέφτηκε, «η μικροχειρουργική που κάνει θαύματα», αποφάνθηκε. Να βιαστεί λοιπόν, να τηλεφωνήσει και γρήγορα.
Άρχισε να σχηματίζει τον αριθμό του τηλεφώνου του γιατρού του, που ήταν περίπου συνομήλικός του, αρκετά φίλος, φίρμα στο είδος του και τον εμπιστευόταν, δίστασε όμως για μια στιγμή και κατέβασε το ακουστικό. Έπρεπε πρώτα να το σκεφτεί καλά, να βρει τρόπο να προετοιμάσει το ασυνήθιστο τηλεφώνημα.
Τι θα του έλεγε λοιπόν; «Γιατρέ μου έχασα το μπροστινό τμήμα του γεννητικού μου συστήματος;» Ή θα έλεγε «γλίστρησε το καυλί μου στο μπάνιο και μου έπεσε εκεί που πλενόμουν»; Μήπως όμως αυτό ήταν κάπως αθυρόστομο, κάπως πρόστυχο για ένα τόσο σοβαρό θέμα; Ίσως καλύτερα να χρησιμοποιούσε το ρήμα «αποκόπηκε». «Γιατρέ, αποκόπηκε ένα κομμάτι από το πουλί μου» ναι έτσι, έτσι θα του έλεγε.
Όμως για περίμενε, τι θα πει «το έχασα» ή «γλίστρησε και έπεσε» ή «αποκόπηκε»; Τι ήταν; Νόμισμα που φεύγει από τρύπια τσέπη ή δερμάτινο πορτοφόλι που γλιστράει από τα χέρια σου; Και το «μου έπεσε» τι ακριβώς σημαίνει; Έπεσε αμετάκλητα; Έπεσε προσωρινά; Δηλαδή δεν του σηκώνεται πια;
Ώ όχι, όχι, δεν θα καταλάβει ο γιατρός, θα το παρεξηγήσει, καλύτερα να πάρει δραματικό ύφος και να του πει για να τον πείσει· «γιατρέ μου SOS, το καυλί μου έπεσε στο πάτωμα, μέσα στα νερά του μπάνιου». Ο γιατρός θα τον πίστευε; Ή θα γελούσε μαζί του και θα του έλεγε, «νόστιμο το πρωινό σου αστείο φιλαράκο μου, με έκανες και γέλασα, πάμε παρακάτω».
συνεχίζεται
* Το σχέδιο του post είναι της Εύας Στεφανή για την έκδοση της συλλογής διηγημάτων του Λευτέρη Ξανθόπουλου, ''Γάτες αλλού'' (εκδόσεις Γαβριηλίδης)