Κάθε μέρα μετανάστες στέλνονται στο νοσοκομείο - στην καλύτερη - ή χάνουν τη ζωή τους - στη χειρότερη. Εικόνες ντροπής σαν κι αυτές ανακατεύονται μεσ' στον μύλο της πιο άθλιας ενημέρωσης που γνώρισε ποτέ αυτή η χώρα. Κι έτσι, η κονιορτοποίηση της ανθρώπινης ζωής γίνεται ένα και το αυτό με τον Ρέμο που πάει στη Μύκονο ή το τι λέει ο Α και ο Β στο twitter του. Η απάθεια εξαπλώνεται, οι άνθρωποι αισθάνονται ασφαλείς μεσ' στα σπίτια τους και οι μισάνθρωποι ναζήδες αλωνίζουν με μαχαίρια και ρόπαλα στα χέρια τους. Η διεθνής κοινότητα απλά παρακολουθεί την πρώην φιλόξενη Ελλάδα να έχει γίνει Βαϊμάρη των βλαχαδερών και τεράστιες κηλίδες αίματος να πλέουν στο Αιγαίο.
Τα τραγούδια εξακολουθούν να δίνουν δύναμη, να συγκινούν και να λειτουργούν ως τα πιο αναίμακτα και αθόρυβα όπλα των ανθρώπων με σκέψη και συνείδηση.
Ας ακούσουμε δύο από αυτά, τα οποία γράφτηκαν σε εποχές που οι ναζήδες ήταν μία περιθωριακή συμμορία και ούτε κατά διάνοια τρίτο κόμμα του ελληνικού Κοινοβουλίου. Τραγούδια που αν γράφονταν στην Αγγλία ή στις ΗΠΑ των 60s θα ήταν σίγουρα folk - rock μπαλάντες του Donovan, της Baez και του Dylan. Τραγούδια ανθρωποκεντρικά που μέσα σε τρία και τέσσερα λεπτά αφηγούνται ολόκληρες ιστορίες για τον Μετανάστη, τον Ξένο, τον Διαφορετικό.
''Ο Γεια Χαράς'' του Κώστα Χατζή είναι ένα συγκλονιστικό τραγούδι. Κυκλοφόρησε το 1982 στα ''Νταουλιέρικα'' σε στίχους του Ξενοφώντα Φιλέρη. Περιγράφει την ιστορία ενός οικονομικού μετανάστη - ''λαθρομετανάστη'' όπως θα τον έλεγαν σήμερα οι πάντες - στη χώρα μας.
Το όνομα του, Χαρά, παραπέμπει σε Μουσουλμάνο, που ο στιχουργός Φιλέρης του έδωσε την ελληνική σημασία της λέξης ''χαρά'' σε απόλυτη κόντρα με τα δεινά που περνάει και που αφηγείται στο τραγούδι. Ο Χαρά έχτισε γιαπί στο Σκιστό, παράνομο, αυθαίρετο, γι' αυτό και οι Έλληνες γείτονες του το γκρεμίζουν με λοστούς και βαριοπούλες. Ένα μόνο χτύπημα στον ίδιο φτάνει για να τον σκοτώσει. Στο τέλος, καθώς το λαούτο και το μπουζούκι αργοσβήνουν, δε γνωρίζουμε αν η αρχική παραίνεση στον Γεια Χαρά για κέρασμα έγινε εν είδει μνημόσυνου.
Η στιγμή που ο Χατζής παρακαλεί να μην του γκρεμίσουν το γιαπί του, εκεί που η λαϊκότροπη μπαλάντα του γυρνάει σε φλαμένκο, τον αναδεικνύει σε αυθεντικό ερμηνευτή, για να μην πω ηθοποιό. Είναι σπαρακτικός σαν αρχαίος ραψωδός που αντί για λύρα κρούει την κιθάρα του και ενώνει τον Όμηρο με τον Lorca. Καλλιτέχνης στο επάγγελμα, τσιγγάνος στην καταγωγή και χριστιανός Ιεχωβάς στο θρήσκευμα, άλλωστε, ο Χατζής θα ήταν από τους πρώτους που στον χειρότερο εφιάλτη θα γνώριζαν τη ναζιστική θηριωδία.
Ο ''Γεια Χαράς'' επίσης είναι ένα τραγούδι που θα έπρεπε ήδη να έχει διασκευαστεί από τους νέους μουσικούς μας, αυτούς που μας έχουν τσακίσει στο ''I love you, babe - Babe, I love you'', αν δε μπορούν δηλαδή οι ίδιοι να κάτσουν να γράψουν τέτοια τραγούδια, κοινωνικά και ουμανιστικά, δίχως ίχνος δημαγωγίας.
Πάμε και στον συγκινητικό ''Ξένο'' (1987) του Αργύρη Μπακιρτζή και των Χειμερινών Κολυμβητών.
Το τραγούδι αυτό το πρωτοάκουσα πριν πολλά- πολλά χρόνια, ίσως με την πρώτη κυκλοφορία του και με σημάδεψε. Μιλάει για τα βάσανα ενός ξένου οικογενειάρχη στη χώρα μας, πιθανότατα Πομάκου, όταν η φτώχια και η ανέχεια οδηγεί τη γυναίκα του σε μεγάλη ηλικία στην πορνεία. Ο χασικλής νταβατζής, η σκληράδα της εργασίας στα καπνά που αλλάζει στο φαινομενικά απλοϊκότερο γαμήσι, τα παιδιά και τα εγγόνια που έχασαν τη μάνα και γιαγιά, ο ήρωας που μέσα σ' όλη τη μιζέρια του έχει να αντιμετωπίσει και το ρατσισμό του επίσημου ελληνικού κράτους, μόνο και μόνο λόγω της εθνικότητας και της κοινωνικής του κατάστασης.
Στο τέλος, όμως (κι εδώ ο ποιητής Μπακιρτζής απογειώνει το δημιούργημα του!), ο Ξένος επιλέγει να πνίξει τον πόνο του μέσα από την ανθρώπινη επαφή. Ο φίλος που συναντά στου παζαριού το χάνι, γίνεται λυτρωτής και σωτήρας του και η δύναμη του κρασιού και της μουσικής τον παρασέρνει σε ένα διονυσιακό μικρό πανηγύρι, όπου τον τελευταίο λόγο έχουν η θλίψη και ο πόνος.
Το τραγούδι αυτό του Αργύρη Μπακιρτζή και των Χειμερινών Κολυμβητών, ερμηνευμένο μοναδικά από τον ίδιο και παιγμένο με μια φυσαρμόνικα και ένα "παλιομπούζουκο" βασίζεται στο ρυθμό της καντάδας, δίχως να προτείνει κάποια ιδιαίτερη μελοποιία. Διαθέτει όμως τη στιχουργική αμεσότητα και την ουσία του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού συνδυασμένη με την ποιητική τέχνη της αφήγησης ενός Bob Dylan, που έλεγα πριν! Τραγούδι - διαμάντι!