Σάββατο πρωί, Κυριακή απόγευμα, προορισμός νησί του Σαρωνικού, παρέα από το έτος μηδέν, διάθεση καλή, λεφτά μετρημένα, ήταν άλλωστε η συμφωνία, «παιδιά, να φύγουμε, αλλά κάπου κοντά, να γυρίσουμε μπαμ μπαμ, μη μας βρει καμιά στραβή με τη δουλειά και μην ξεφραγκιαστούμε!».
Χάχανα, εκδρομικές χαρούλες και τσιγαράκια με τον αέρα κόντρα στο κατάστρωμα, οι κρατήσεις γι’ αυτή τη μία διανυκτέρευση είχαν γίνει από Δευτέρα πρωί και σιγά που πιστέψαμε τα φωτοσοπαρισμένα ψεύδη του διαδικτυακού πανδοχέα με τα λιλά κουβερλί του πλειστόκαινου και τα τσουπωμένα μαξιλαράκια, «έλα μωρέ, αφού όλη μέρα θα μας φάει η παραλία και το τάβλι!».
Άφιξη, σακίδια στις πλάτες, οι χαρούλες συνεχίζονται συντονισμένες με το φλοπ – φλοπ της σαγιονάρας, τουριστάδικα και βαριεστημένες κοιλιές καρεκλοκαθισμένες πίσω από πάγκους σκονισμένης νησιώτικης πραμάτειας: σφουγγάρια, φυστίκια, βαλσαμωμένα (!) ασκημόψαρα, - «καλέ, ποιός τ’αγοράζει αυτά;» - βραχιολάκια-κοχυλάκια για το πόδι, ποδήρη ενδύματα, σάνδαλα “genuineleather” δίπλα σε Χαβαγιάνας μαϊμουδιές.
Με βλέμμα υποψιασμένου, πλην εξημερωμένου κατοικίδιου που το ‘σκασε από την αστική ταΐστρα του ψάχνουμε την όαση, τον παράδεισο, τη γαλάζια ακτή, - «όχι της Σουζάνας, παιδιά, ε; Γιατί είναι κι ο ξενώνας μιας Ρωσίδας που έκλεψε και τον παππού και το ξενοδοχείο από τα χέρια της γυναικός του..!», - πρόθυμος ο νησιώτης να μοιραστεί τις ντροπές της γειτονιάς του, πριν δώσει τις σωστές κατευθύνσεις.
Χαχανάκια και πάλι, βρίσκεται επιτέλους η όαση κι ο παράδεισος μαζί, της μονοήμερης απόδρασης, όλα τους χτισμένα πάνω σε σκουριασμένα αγγελάκια, με βρωμικούλα χρυσίζουσα ταμπέλα, «δε βαριέσαι! Έτσι κι αλλιώς, η παραλία θα μας φάει!».
Πηχτή σκόνη στη ρεσεψιόν, κουβούκλιο με τις Παναγίτσες, τους Χριστούληδες και το πράσινης απόχρωσης ηλεκτρικό καντηλάκι, - «φρεγάτα μου! Σε γυρεύουνε κάτι καλόπαιδα, έχουνε κάνει κράτηση λένε!»-, να σου κι η ξενοδόχα, ετοιμοπόλεμη, αφράτη, ευφράδης, βιαστική.
«- Παιδάκια μου, γεια σας! Καλωσορίσατε στο νησάκι μας και να μας περάσετε καλά! Ελάτε να σας πάω, να βολευτείτε!», ποίηση απνευστί με πολλά θαυμαστικά και μπρος εκείνη στις σκάλες, πίσω τα χηνάκια.
«- Αλλά, για να μην έχουμε παρεξηγήσεις...», (τέλος η ποίηση), «να σας πω ότι το δωμάτιο ΔΕΝ έχει θέα στη θάλασσα!».
Ώμοι σηκώνονται αδιάφορα, είπαμε «έτσι κι αλλιώς, στην παραλία θα τη βγάλουμε», αλλά το από σκάλας λογύδριο συνεχίζεται: «...και γι’ αυτό ευθύνεστε εσείς, γιατί κάνατε αργά την κράτηση!».
Ωπ, για μισό, κάποιος – από τα «χηνάκια» - εκνευρίζεται.
«- Μα, πώς; Από Δευτέρα πρωί είχαμε κλείσει!»
«- Ναι, αλλά το... μηχάνημα (σ.σ.: εννοεί το internet) δεν τις βγάζει αμέσως τις κρατήσεις (!), τελοσπάντων...».
Ξεκλειδώνει το Ερμιτάζ και αρχίζει τα δέοντα:
«- Για να καταλάβετε, αυτό είναι το δικό μου δωμάτιο. Δόξα να ‘χει ο Θεούλης, όλα τα δωμάτια τα δώσαμε. Αλλά, να! (σ.σ.: Δαχτυλάκι πάνω σ’ επιπλάκι). Τρίζει! Δεν έχει μια ώρα που το “βράσαμε” , να σας χαρώ! Το μπάνιο είναι πεντακάθαρο! Αν τύχει κι ακουμπήσετε στην κουρτίνα της ντουζιέρας, μη σιχαθείτε! Είναι σα να ‘χει περάσει από κλίβανο! Στους νεκρούς γονείς μου σας ορκίζομαι (σ.σ.: !!!), πιο καθαρά δεν θα βρείτε σ’ όλο το νησί! Και για μια μέρα που το κλείσατε ήταν το καλύτερο που μπορούσε να βρεθεί! Σας τα λέω αυτά...», ο τόνος από κουτοπόνηρα παρακλητικός, γίνεται πλέον προειδοποιητικός, «για να μην πάτε και μου γράψετε καμία κριτική περίεργη. Σύμφωνοι;».
Σηκωμένα φρύδια τριγύρω και θεαματική αποφώνηση.
«- Λοιπόν, μην κοιταζόμαστε. Τα μαγιό σας και μπλουμ γρήγορα, να σας χαρώ! Πρωινάκι τρώμε 8 με 10! ‘Αντε, άντε, καλά να μας τα περάσετε στο νησάκι μας!».
Η πρώτη σκέψη, λυπηρή και παρήγορη, μαζί. «Μάλλον μικροδείχνουμε».
Η δεύτερη σκέψη του ρεαλισμού. «Όχι, μωρέ. Σου λέει, για μια μέρα ήρθαν. Θα τους ρημαδοβολέψω κι άμα τους αρέσει».
Η τρίτη σκέψη συνοδεύεται από άνοιγμα της μπαλκονόπορτας. Αλήθεια έλεγε η γυναίκα, να σε χαρώ. Δεν είχε θέα τη θάλασσα. Είχε δυο υπέροχα μίζερες πλαστικές καρέκλες, παρέα σ’ ένα στρογγυλό αλουμινένιο τραπεζάκι καφενείου της δεκαετίας του ’80 και μια πετσέτα πιασμένη με πολυκαιρισμένα μανταλάκια από τα υπέροχα φαγωμένα, κάποτε βαμμένα μαύρα, καγκελάκια.
Απέναντι τα «μαγυρευτά του Διόνυσου», ελενίτ, σκουπιδομπετά, βάτα και βρωμικούλια κουρτινάκια παραβάν και κάτι που παλιά ήταν μαγαζί (;).
Εντός σεσουάρ, αλλά, όχι ψυγειάκι. Όποιος γκανιάξει, γκάνιαξε.
Μαγιό και μπλουμ, λοιπόν, όπως πολύ σοφά συμβούλευσε μισοκακόμοιρα, μισοαπειλητικά η «φρεγάτα», μαγιό και μπλουμ και δόξα να λες που η παραλία ήταν ένα όνειρο, στο οποίο όνειρο ήταν συγκεντρωμένοι κι άλλοι «ατυχήσαντες» με το δωμάτιο της μίας μέρας (και νύχτας).
Απέναντι, στην άλλη όχθη του νησιού, ένα ημιτελές μεγαθήριο, ο παρατημένος σκελετός ενός κτηρίου που ο δημιουργός του ίσως είχε το...θράσος να πιστέψει ότι μπορεί να προσφέρει κάτι διαφορετικό από μικρούλικα, ψευτοσυντηρημένα δωματιάκια που ξωμείνανε σε πείσμα διαφήμισης του ΕΟΤ πριν από 20 χρόνια.
«Είμαι κακός άνθρωπος», λέει ο ένας της παρέας, «αν σκεφτώ ότι αυτό το κτήριο έμεινε μισό, επειδή το “πνίξανε” οι κατσαριδοσυμμαχίες του τουρισμού του νησιού;», γέλια ξανά και «δεν πειράζει, εμείς να ‘μαστε καλά, να τα θυμόμαστε» και μπύρες και μεζέδες, αγκαλιές και φιλιά με τ’ αντηλιακά στις μύτες, «έτσι κι αλλιώς, η παραλία μας έφαγε»...
Για την ιστορία
- Το ερμιτάζ της μιας βραδιάς κόστιζε 45 ευρώ. Άνευ απόδειξης. Το θράσος είχε και κορύφωση την ώρα του checkout. «-Περάσατε καλά, παιδάκια μου;», «-Ναι, η θαλασσα ήταν υπέροχη!», «- Μόνο η θάλασσα σας άρεσε, δηλαδή;», «- Αυτή την ερώτηση την κάνετε πάντα χωρίς συνέπειες;», «-...».
- «Παιδάκια μου», είναι όλοι. Εσύ, εμείς, το ζευγάρι των καλοστεκούμενων – και επίσης έκπληκτων – ηλικιωμένων του διπλανού δωματίου.
- «Σπεσιαλιτέ» του πρωινού και – «πείτε το στα γρήγορα τώρα που γυρίζει» - το τηγανητό αυγό.
- Δύο πάστες «ποντικάκια» και δυο μπουκαλάκια νερό από παρακείμενο ζαχαροπλαστειάκι του νησιού 6,80 ευρώ.
- Γεύμα πέντε ανθρώπων σε ταβερνείο κοντά στο κύμα με τα βασικά – πατάτες, ντοματοσαλάτα, όχι αλκοόλ, καλαμαράκια, κεφτέδες – 80 ευρώ. Μουσακάς μερίδα (ενδεικτικά) 6,80 ευρώ.
- Σε άλλη παραλία, οι δύο ξαπλώστρες + ομπρέλα, 6 ευρώ και οι καφέδες χώρια. Σε άλλη πάλι, το σετάκι δωρεάν, αρκεί να υπάρξει παραγγελία.
Και εννοείται ότι υπάρχουν επαγγελματίες του τουρισμού που κατά το φραστικό στυλ της «φρεγάτας», «τρίζουν». Και εννοείται ότι στα ξενοδοχεία των καλοκαιριών μας, έχουμε περάσει και καλά και κακά και υπέροχα και τρισάθλια, αλλά, η κρίση που «μας έβαλε μυαλό» και «μας έφερε πιο κοντά», ειδικά στα στα νησάκια της μονοήμερης απόδρασης, επιμένει να ροκανίζει τον τουρισμό: με υποκοριστικά, με δάγκανες κουτοπονηριάς και μηδενικές παροχές.
Και όχι, δεν έχουν νόημα τα παράπονα και οι καταγγελίες. Το να άλλαζες τα μυαλά σου, «φρεγάτα μου», να ξέρεις, θα βοηθούσε πολύ.
σχόλια