Σας είχα υποσχεθεί σε προηγούμενο σημείωμα μου ότι θα ξαναπερνούσαμε παρέα από την Ερμού, για ψώνια αυτή τη φορά.
Όταν διαβάζεις στις εφημερίδες της εποχής «Εις αυτήν συνεκεντρώθησαν τα εμπορικά των ειδών της πολυτέλειας και των γυναικείων καλλωπισμών, πράγματα ελκύοντα τας κυρίας, ως τας χρυσαλίδας ή φλοξ» η πιο κάτω «Εδώ δεσπόζει το κράτος της κομψής αμφιέσεως και το αιωνίως φιλάρεσκον θήλυ πορεύεται εις το καθημερινόν προσκύνημα των ιδιοτροπιών του συρμού» (σ.σ. εννοεί της μόδας), πώς να το κάνουμε; Σε τρώει η περιέργεια!
Κυρίες, κύριοι, αφιερώνουμε το σημερινό μας σημείωμά στις Ατθίδες της Παλιάς Αθήνας ενώ τις παρακολουθούμε στα «περάσματά» τους από την οδό της «τρυφηλής ασωτίας», την Ερμού. Οδηγός μας, ο νεαρός τότε ρεπόρτερ των «Αθηναϊκών Νέων», Δημήτρης Ψαθάς. Είμαστε στο 1931.
«Ιερά στιγμή. Η κυρία βαδίζει προς τα μαγαζιά. Η οδός Ερμού πρώτα, και κατόπιν όλοι οι άλλοι δρόμοι της οικουμένης. Είνε η οδός που οδηγεί κατ’ευθείαν εις την ευτυχίαν της. Όποιος ομιλήση για την γυναικείαν ψυχολογίαν και τα γούστα, για τας μεγάλας συγκινήσεις του θήλεως χωρίς ν’αναφέρη τα κύματα της μετάξης που είνε επιμελώς τυλιγμένα στα τόπια κι’αραδιασμένα εκεί, εις τα μεγάλα καταστήματα, είνε ασφαλέστατα εις το κεφάλαιον της γνώσεως των γυναικών αστοιχείωτος.
»Μέσα σε μίαν βιτρίνα είνε κλεισμένο το άπαντον των ονείρων της. Ένα κατάστημα της οδού Ερμού αποτελεί το Ελδοράδο της. Καμμία υπερβολή… Η γυναίκα εις την θριαμβευτικωτέραν εκδήλωσιν του φύλου της, εις τον έρωτα, υπήρξεν ανέκαθεν άπιστη. Εις το μετάξι όμως, εις την τουαλέττα της, ποτέ. Βάλτε την ανάμεσα εις τον ιδεωδέστερον εραστήν και σε ένα κομψό φουστάνι. Θα διαλέξη χωρίς τον παραμικρότερο δισταγμό το δεύτερον. Βάλτε ακόμη μπροστά της, αν θέλετε, το πολυτιμότερον έντυπον, μνημείον της ανθρωπίνης διανοήσεως και ένα φιγουρίνι. Θ’απλώση το χέρι απ’ευθείας στο δεύτερο.
»Μην αμφιβάλλετε… Προσέξτε αυτό το βλέμμα που έχει καρφωθή εις την βιτρίναν του μεγάλου καταστήματος της οδού Ερμού. Εραστής εις τας πλέον παθητικάς στιγμάς των ερώτων του δεν το εγνώρισε. Η κυρία βαδίζει σιγά και σταματά κατά διαλείμματα, προσέχει, απολαμβάνει τα χρώματα, τις πτυχές, τα παιγνίδια της μετάξης πίσω από το κρύσταλλο της βιτρίνας. Είνε όλη όνειρα, αγάπη, αφοσίωση…
***
»Δεν ξέρω πώς ημπορεί να είνε ο παράδεισος των ανδρών. Πάντως ο παράδεισος των γυναικών, δεν ημπορεί να είνε άλλος από αυτό το μεγάλο κατάστημα, όπου παρελαύνει, από το πρωί μέχρι το βράδυ, όλος ο ωραιόκοσμος της πρωτευούσης. Νεαρά κορίτσια, που εργάζονται ολόκληρον τον μήνα για να εξοικονομήσουν ένα χιλιόδραχμο, νεαρές κυρίες που διεξάγουν ομηρικούς καυγάδες να αποσπάσουν από τα χέρια του συζύγου των μερικά εκατοστάρικα, εύπορες κυρίες που πηδούν με χάρι σουμπρέττας από την λιμουζίνα, αλλά και φτωχούλες νοικοκυρές και κορίτσια του λαού που υποβάλλονται σε χίλιες στερήσεις, και άλλα που ρευστοποιούν ένα μέρος από τα θέλγητρά των για ν’αποκτήσουν τ’απαραίτητα, περνούν όλη την ημέρα με συγκίνησιν εμπρός από τον πάγκον, όπου απλώνεται το κύμα της ευτυχίας.
»Τον βλέπετε αυτόν τον υπάλληλον με τον πήχυν στα χέρια; Είνε ο άγιος Πέτρος με το κλειδί του παραδείσου. Και μετρά, μετρά ο δυστυχής, από όρθρου βαθέος. Κατεβάζει τόπια, ανοίγει, εξυμνεί τας αρετάς του προϊόντος, παλεύει με την πάλην του θήλεως του οποίου το μάτι πλέει μέσα εις αυτό το πέλαγος της χαράς με ηδονήν και προσπαθεί να σταθεροποιήση κάπου την προτίμησίν του. Αλλά το εγχείρημα είνε τόσον δύσκολον. Η στιγμή της εκλογής, της προτιμήσεως, του «κόψε μου έξη πήχες», δεν γνωρίζει οίκτον. Είνε το φινάλε εις ένα γοητευτικόν ρωμάντζο, το οποίον το θηλυκόν εννοεί να το τραβήξη όσο μπορεί περισσότερον.
-Έχετε ζωρζέττες, παρακαλώ;
-Από ζωρζέττες, μαντάμ… όλα τα είδη και όλα τα χρώματα.
»Και αρχίζει το πρώτον μέρος του δράματος. Αι λέξεις «όλα τα είδη και όλα τα χρώματα» πρέπει να μεταβληθούν αμέσως σε πραγματικότητα. Τα ράφια ερημώνονται στο λεπτό κι’ο πάγκος μεταβάλλεται σε βουνό μετάξης.
-Τι λες, Ελενίτσα; Καλό είνε αυτό το γκρενά…
-Ναι, μα κι’αυτό το κίτρινο συνηθίζεται.
-Αχ, γλυκό που είνε αυτό το ροζ!...
»Ο υπάλληλος προσπαθεί να παρέμβη εις αυτήν την σύγχυσιν των προτιμήσεων και να εισηγηθή τα πολύτιμα γούστα του και την πείραν του.
-Να πάρετε απ’αυτό μαντάμ. Ολόκληρο το τόπι το εξηντλήσαμε σε δυο μέρες.
-Αλήθεια; Έχετε δίκηο… Μα εγώ προτιμώ το γκρενά.
»Ξετυλίγονται εκ νέου τα τόπια, μεταφέρονται κοντά στην πόρτα για να φαίνωνται στο φως του ήλιου καλύτερα τα χρώματά των, επακολουθούν νέες συζητήσεις, της οποίες καταβάλλει απεγνωσμένες προσπάθειες να φέρη εις πέρας ο υπάλληλος, χαμένος πίσω από τον πανύψηλον σωρόν, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
-Πάμε να δούμε και αλλού, Ελενίτσα;
-Πάμε καϋμένη… Ίσως βρούμε καλύτερα.
-Μας συγχωρείτε για την ενόχλησι, κύριε… Άλλη φορά θα ψωνίσουμε από δω… αν βρούμε κάτι να μας αρέση.
***
»Ποιο όμως είνε αυτό το κάτι που θ’αρέση; Είνε αδύνατον να καθορισθή. Διότι το θήλυ που εβγήκε να ψωνίση ενθουσιάζεται από όλα. Και επειδή είνε αδύνατον να τα προμηθευθή όλα, κάνει την βόλτα των καταστημάτων, ψάχνει τα πάντα, εγγίζει τα πάντα, συζητεί για ολόκληρον την παραγωγήν όλων των εργοστασίων του κόσμου, ώσπου να καταλήξη κάπου. Δεν σας συνέβη ποτέ να περνάτε το πρωί από την οδόν Ερμού, να δήτε δυο γυναίκες να μπαίνουν σ’ένα κατάστημα και το μεσημέρι που φεύγετε από την δουλειά σας να της δήτε της ίδιες πάλι να βγαίνουν επί τέλους από κάποιο άλλο με τα πακετάκια υπό μάλης; Είνε συνηθέστατον.
»Η στιγμή της εκλογής είνε πράγματι συγκινητική. Όταν επιστή όμως, αρχίζει το δεύτερον μέρος του δράματος.
-Τι στοιχίζει αυτό το κρεπ-ντε-σιν;
-Εκατό δραχμάς, μαντάμ…
»Τα μάτια της μαντάμ γεμίζουν έκπληξιν και οργήν.
-Εκατό δραχμές; Τι λες, παιδί μου… Τώρα δα στο πλαϊνό, μας το είπαν ογδόντα.
-Δεν είνε της ιδίας ποιότητος, μαντάμ. Τα δικά μας υφάσματα είνε ασυναγώνιστα.
»Αλλά το επιχείρημα δεν συγκινεί.
-Αστειεύεστε; Το κρεπ-ντε-σιν του πλαϊνού καταστήματος ήταν ανωτέρας ποιότητος! Λοιπόν θα μου το δώσετε ογδόντα δραχμές;
-Αδύνατον, κυρία μου! Δεν συμφέρει… Σας βεβαιώ, ότι πουλάμε στο κόστος. Δεν μας μένει τίποτε.
-Καλά τότε. Είμαστε σύμφωνοι. Θα μου το δώσετε με… ενενήντα δραχμές!
»Και κατόπιν πολλών αγώνων, κλείνεται η συμφωνία και δίδεται η εντολή να μετρηθούν έξη πήχες. Την στιγμή δε που ο υπάλληλος ετοιμάζεται να κόψη, γίνεται η τελευταία απόπειρα:
-Πήγαινε λιγάκι παραπέρα το ψαλλίδι, παιδάκι μου!... Δε χάλασε ο κόσμος!...
»Όσοι θέλουν να σπουδάσουν την γυναίκα, ας ανοίξουν ένα εμπορικό στην οδόν Ερμού. Με τον πήχυν εις το χέρι, θα ημπορούν να επιδοθούν εις τας σοφωτέρας των ψυχολογικών μελετών…»
Και επειδή φαντάζομαι ότι οι άρρενες αναγνώστες μειδιούν χαιρέκακα, θα τους πρότεινα ν’ αφήσουν τα γελάκια και να εντρυφήσουν στην εξής σκέψη του Εμμανουήλ Ροϊδή:
«Απαραίτητος όρος αρμονικής συμβιώσεως με γυναίκα φιλάρεσκον είναι ν’αποκρύπτη τις επιμελώς δύο τινά: τα εννέα δέκατα της αγάπης του και το ήμισυ τουλάχιστον της περιουσίας του».
Αν θέλετε να εμβαθύνετε η Παλιά Αθήνα σας περιμένει !
σχόλια