Μπορεί. Να είσαι 35 και. Ψιλο-όρθιος μετά από καιρό. Με «ένσημα» στην ανεργία, αλλά ακόμη στα πόδια σου, λόγω ψυχής.
Τα ίδια πόδια που πατάνε τον φόβο κάθε πρωί. Που σε πάνε στην ημι-εργασία, πάθος κι αγγαρεία. Πάθος να μην ξαναπέσεις, αγγαρεία βαφτισμένη δουλειά στις μικρές αγγελίες.
Κι ο δρόμος, το γραφείο, το ακουστικό του καταναγκασμού σου, το ΜΕΤΡΟ, η άσφαλτος να ξερνάνε παράπονο κι απελπισία, ένα κύμα παράξενης ενέργειας να γλείφει την πόλη, ένα κύμα που πρέπει να προσπεράσεις. Αθήνα, καλοκαίρι, 2013, μυρωδιά τέλους, στις άδειες βιτρίνες με τα άθιχτα «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ».
Χαζεύεις τις φάτσες γύρω, δίπλα, τον κόσμο που τρέχει, αλλιώς απ’ άλλα καλοκαίρια, σε τρώει η απορία «εσύ να ‘σαι ευτυχισμένος; Μήπως εσύ; Περιμένεις κάτι; Ζεις; Αγαπάς; Πώς αγαπάς; Πραγματικά; Με διαλείμματα; Με ρηματικές διακοινώσεις απ’ το Facebook;».
Κοντά και μακριά σου, φίλοι, ζευγάρια, ίσως αληθινά ζευγαρωμένα, ίσως της σύμβασης και της κακιάς της ώρας, κουτσούβελα και mainstream υποχρεώσεις – γάμοι, βαφτίσια στο χωριό, δεξιώσεις, δείπνα στην πόλη – και «ταπ ταπ» στην πλάτη (σου) που δεν πρόλαβες και σε πρόλαβε η κρίση, που μπορεί και ν’ ατύχησες (η αναλογία του «ταπ ταπ» διπλασιάζεται, αν είσαι γυναίκα) , σε «κλαίνε» ζωντανό, καμιά φορά και μπροστά σου και μετά σαββοπουλική «μέρα όμορφη», «σινεμά και σπιτάκι μετά» και λίγο (στεγνό) κέρατο, «να νιώθουμε ζωντανοί, φιλάρα, δεν ξέρεις εσύ απ’ αυτά»...
35 και. Εξοντωμένος πρόωρα, να (πρέπει να) αντέχεις μέρες καρμπόν, καραγκιοζιλίκια ρουτίνας, αφασικούς διαλόγους σ’ αγχωμένα διαλείμματα τσιγάρου, δουλειά – σπίτι – πλυντήριο – σίδερο – σκουπίδια έξω κι η νύχτα φτιαγμένη από γάζα, ούτε υποσχέσεις ούτε τίποτα, να θες να μιλήσεις – αλλά πού και τι να πεις; -, μπορεί και να ‘ναι πεταμένος χρόνος και αισθήματα, το ‘χεις ξαναδεί τώρα κοντά το έργο, είσαι πολύ μεγάλος για έρωτες, πολύ μεσαίος για καψούρες, βραδινό, πότισμα, ύπνος – λήθαργος, ξυπνητήρι, πάμε πάλι.
Νέα κουράγια, καφές – κουλούρι στο χέρι, μήνυμα στο κινητό – «ψήνεσαι για ποτάκι το βράδυ, στο στέκι; Μη μας στήσεις πάλι!» - ψήνεσαι, θες, δεν θα τους στήσεις, απόψε θ’ αντέξεις, θα γυρίσεις, θα συγυριστείς, όπως παλιά, κολώνια, κλειδιά στο χέρι κι όξω απ’ την πόρτα, θ’ αντέξεις, θέλεις να βγεις.
Μα δεν αντέχεις. «Αφυδατώνεσαι» στο δίωρο, κουτουλάς, σέρνεσαι, μα «τι έπαθες;», σπας το κεφάλι σου, δεν έχεις εξηγήσεις στο "τι" μπορεί «να έχεις;», μήπως «γέρασες ξαφνικά;», τι συμβαίνει και δεν πιάνουν σ’ εσένα όλα αυτά τα ελεεινά κλισέ αυτοβοήθειας, όλα τα «αισιόδοξα» κατεβατά για καλοκαίρι στην πόλη χωρίς φράγκα, γραμμένα στο πόδι από ιμιτασιόν σκληρούς γραφιάδες – υστερικά αγοράκια που το βράδυ κλαίνε απαρηγόρητα στην ποδιά της μαμάς τους.
35 και κάτι. Παράταιρα κουρασμένος, αλλά όρθιος, σ’ ένα σημείο της γης και της ζωής σου, όπου ποτέ άλλοτε τόσοι αποτυχημένοι, τόσες ναυαγισμένες σκούνες που περνιούνταν για φαλαινοθηρικά, δεν βάλθηκαν να σε πείσουν ότι κάτι δεν πάει καλά μ’ εσένα, πότε τόσοι «πάμε γι’ άλλα – κοιτάμε μπροστά» ανεύθυνοι, δεν φοβήθηκαν τόσο τα μούτρα τους στον καθρέφτη και βάλθηκαν να παρηγορήσουν... εσένα.
Τι έχεις, λοιπόν; Εσύ γιατί δεν τα «τρως» όλα αυτά; Γιατί δεν πιάνουν σ’ εσένα οι οδηγοί αισιοδοξίας και τα βάλσαμα του γλυκού νερού;
Μια χαρά είσαι. Είσαι 35 (και κάτι) σε μια μοντέρνα Νέκυια, κάποτε υστερικά, νεόπλουτα χαρούμενη, σήμερα φρυαγμένη να κρατηθεί απ’ τη ζωή, όσων αντέχει ακόμη η καρδιά τους (να, πάνω κάτω στα δικά σου τα χρόνια) να μη δέχονται συμβουλές αισιόδοξης μιζέριας, γεννημένες από απολιθώματα παλιών καναπέδων.
σχόλια