Ακούω συχνά για τους «απλούς ανθρώπους της ελληνικής επαρχίας» και για τους Αθηναίους που άφησαν την πόλη για «έναν πιο απλό τρόπο ζωής» και από μέσα μου κουνάω το κεφάλι. Έχοντας ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωή μου στην επαρχία και δουλεύοντας μάλιστα 6 χρόνια σε ένα ορεινό μέρος κατέληξα στο εξής: Ο απλός τρόπος ζωής των σημερινών ανθρώπων της επαρχίας είναι ένας μύθος. Ωραίος μύθος για να πουλάς γιαούρτια και γάλατα με ντεκόρ το (πραγματικά υπέροχο) φυσικό τοπίο. Όμως μύθος. Οι σημερινοί άνθρωποι της επαρχίας που γνώρισα εγώ(γιατί ο καθένας από εμάς μιλάει μέσα από την εμπειρία του και σίγουρα μπορεί εσύ που διαβάζεις κάτι άλλο να έχεις συναντήσει)είναι γεμάτοι με όλες τις νευρώσεις, όλα τα απωθημένα, όλες τις επιθυμίες, όλα τα υλιστικά θέλω που συνήθως τα αποδίδουν στους ανθρώπους των πόλεων.
Και όταν το μέρος είναι μικρό το κακό το βλέπεις στην μεγέθυνση του.
Τα τελευταία χρόνια μάλιστα ο «απλός τρόπος ζωής και η επιστροφή στις πραγματικές αξίες» έγινε ακόμα και μέσα στις πόλεις, κάτι σαν μόδα που πρέπει να ακολουθήσουν οι πάντες. Είναι ένα θέαμα λίγο αστείο και λίγο θλιβερό με την σωστή πάντα μουσική υπόκρουση. Σαγιονάρα και μούσι. Οικολογία και ανταλλαγή ρούχων. Εξορμήσεις στην φύση και αμπελοφιλοσοφίες. Μια μάσκα απλότητας που διαλύεται μέσα σε ένα λεπτό αν ξεχάσεις τον φορτιστή σου ή «πέσει» το instagram όπου γίνεται η καταγραφή αυτού του απλού τρόπου ζωής. Γελάω με αυτά όπως γελάω και με τον στιχουργό των σουξέ που προφασίζεται ότι κάνει ποίηση.
Ελάχιστες φορές μου έχει συμβεί να συναντήσω ανθρώπους που να έχουν ζήσει την ζωή τους με μια εντελώς διαφορετική φιλοσοφία. Είναι πάντα άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που βρίσκονται προς το τέλος της ζωής τους. Πέρσι το καλοκαίρι, σε ένα πανηγύρι της Αμοργού, είχα συναντήσει έναν τέτοιο άνθρωπο. Είχε ζήσει όλη του την ζωή στο νησί. Θυμάμαι ακόμα τα λόγια αγάπης για την πεθαμένη γυναίκα του και την ηρεμία που έβγαζε το πρόσωπο του. Τέτοιοι άνθρωποι έρχονται ξαφνικά, από εκεί που δεν τους περιμένεις. Αισθάνεσαι ένα μικρό τσίμπημα όταν τους συναντάς. Σαν να διαπερνάει το κορμί σου για λίγα δευτερόλεπτα ηλεκτρικό ρεύμα.
Περίπου το ίδιο αισθάνθηκα πριν λίγο καιρό βλέποντας τους κατοίκους των απομονωμένων χωριών της Πίνδου στο «Μανάβη» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου. Αυτή την απλότητα που δεν είναι προσποιητή, την ανοιχτή καρδιά μέσα σε ένα απομονωμένο μέρος, την αγάπη για τους ανθρώπους ακόμα και όταν είσαι αποκλεισμένος από αυτούς, την απουσία του περιττού στις ζωές τους και την καθαρή ματιά που βλέπουν τον κόσμο. Αυτοί ήταν και η αφορμή για το ποστ.
σχόλια