Αρκετά χρόνια πριν την κρίση δούλεψα μερικούς μήνες στα γραφεία μια υπηρεσίας. Από τα πρώτα λεπτά που πέρασα την πόρτα εκείνης της «καμαρούλας μια σταλιά δύο επί τρία»(σ.σ Δυο γραφεία και μια πολυθρόνα χωρούσαν ίσα, ίσα. Όσο θα δούλευα εκεί ο στίχος από το λαϊκό σουξέ θα μου ερχόταν στο μυαλό και θα μου προκαλούσε από μέσα μου σπαστικό γέλιο. Το μοναδικό όπλο της επιβίωσης μου εκεί μέσα) ο άντρας του διπλανού γραφείου θα γινόταν αναγκαστικά το αντικείμενο της προσοχής μου. Έκανε κάτι πολύ δύσκολο: Ενώ δεν έκανε σχεδόν τίποτα το οκτάωρο που ήταν εκεί, έδινε την εντύπωση στους άλλους ότι δουλεύει σκληρότερα από όλους. Ακούγεται απλό αλλά δεν είναι.
Το «χάρισμα» του θα το έβλεπα να εξελίσσεται το χρονικό διάστημα που θα βρισκόμουν εκεί. Ένα δείγμα της υποκριτικής τέχνης την οποία κατείχε άριστα, θα μου το έδινε κάθε μέρα με την αγορά μιας τυρόπιτας. Έφευγε πάντα γύρω στις δέκα για την αγορά μιας τυρόπιτας σε ένα μαγαζί λίγα μόλις μέτρα πιο κάτω από την υπηρεσία και επέστρεφε στις 11 και μισή. Κουρασμένος, εξαντλημένος, μπουχτισμένος απο την αποστολή, με τις ρυτίδες να φαίνονται ακόμα πιο βαθιές στο μέτωπο του από ότι ήταν στην πραγματικότητα(σ.σ πως γίνεται αυτό;) και την ίδια στιγμή με το βλέμμα του Indiana Jones που κατάφερε να περάσει όλες τις δυσκολίες για να φέρει την «ιερή» τυρόπιτα ακουμπούσε στο γραφείο την πολύτιμη σακούλα. «Βαγγέλη, κουράζομαι» μου έλεγε κάθε φορά. «Έχετε δίκιο. Φαίνεται ότι πολεμήσατε πραγματικά για αυτή την τυρόπιτα» μου ερχόταν να του πω αλλά κουνούσα το κεφάλι και έσφιγγα τα χείλια. Ήμουν σίγουρος ότι την σιωπή μου την έπαιρνε ως σημάδι κατανόησης για το δύσκολο έργο που είχε αναλάβει.
Η δουλειά που μου έδινε να κάνω στον υπολογιστή ήταν ελάχιστη. «Έσπαγε» δουλειά μιας ημέρας σε μικρά κομματάκια που κάλυπταν ολόκληρη την εβδομάδα. Συνηθισμένος από την ένταση του οκταώρου στις δυο προηγούμενες δουλειές που είχα περάσει τον ρωτούσα: «Έχετε κάτι άλλο να κάνουμε; Αυτό το τελείωσα». Τότε, με κοιτούσε με αυτό το βλέμμα του 55χρονου Βούδα καρφί στα μάτια και μου έλεγε: «Βαγγέλη, βιάζεσαι. Όσοι βιάζονται σε αυτή την ζωή γερνάνε και πεθαίνουν γρήγορα». Και ύστερα έπαιρνε το βλέμμα του από πάνω μου και κοιτούσε τις φυλλωσιές από το μοναδικό παράθυρο του γραφείου.
Δεν αποζητούσα την δουλειά για να το παίξω δουλευταράς. Την αποζητούσα περισσότερο γιατί βαριόμουν να τον παρατηρώ. Θα προτιμούσα να ήμουν 8 ώρες πνιγμένος στην δουλειά, παρά να παρατηρώ αυτόν τον άνθρωπο.
Ακόμα θυμάμαι τον τρόπο με τον οποίο έξυνε τα μολύβια πάνω από το πλαστικό καλάθι. Με την πόρτα μισάνοιχτη για να ακούει τις συνομιλίες στα διπλανά γραφεία, καθόταν πάνω από το καλάθι και έξυνε, έξυνε, έξυνε αυτά τα μαύρα μολύβια. Ήταν απίστευτα κουτσομπόλης. Δεν βγάζω την ουρά μου απέξω. Και εμένα μου αρέσει το κουτσομπολιό αρκεί αυτό που έχεις να μου πεις να με κάνει να γύρω την πλάτη στο κάθισμα από την έκπληξη και να σε ακούσω με τα μάτια ορθάνοιχτα. Όμως αυτός ο άνθρωπος ακόμα και τα κουτσομπολιά του ήταν βαρετά. Χωρισμοί, γεννήσεις, αρρώστιες, ποιος είπε τι, κακοήθειες, ποιος έκανε τι, ποιος ήρθε και τι σημαίνει αυτό, ποιος φεύγει και πως ερμηνεύεται το άλλο. Ένα σύμπαν απίστευτης βλακείας που έκανα ότι το άκουγα αλλά δεν συγκρατούσα τίποτα.
Μια άλλη αγαπημένη του ασχολία ήταν να πίνει στο γραφείο ξινό νερό «γιατί έχω μια πέτρα στα νεφρά Βαγγέλη μου και θέλω να την κατεβάσω» μου έλεγε. Γέμιζε με μπουκάλια που είχαν την ετικέτα «Ξινό Νερό Φλωρίνης» το γραφείο του από την Δευτέρα και την Παρασκευή το θέαμα θύμιζε εικαστικό δρώμενο. Τους μήνες που ήμουν εκεί με τόσο ξινό νερό που είχε πιει και αν όντως οι πέτρες κατεβαίνουν με το ξινό νερό, όχι πέτρα, βράχο ολόκληρο θα είχε κατεβάσει! Αργότερα ανακάλυψα ότι ήταν και αυτός ένα τρόπος για να περνάει την ώρα του. Μέχρι που η ώρα έφτανε δυο, μισή ώρα πριν σχολάσουμε. Τότε, άλλαζε εντελώς. Γινόταν ένας δαίμονας. Έκανε πως έψαχνε τα χαρτιά, έπεφτε με τα μούτρα στην οθόνη του υπολογιστή, έμοιαζε σαν να του κόβεται η ανάσα από την δουλειά, πηγαινοερχόταν αγχωμένος. Οι άλλοι τον έβλεπαν πνιγμένο στην δουλειά.
Κανόνας που τον ξέρουν και τα μικρά παιδιά: Αν η ταινία έχει «πατάτα» φινάλε τα ψιλοκλαίς τα λεφτά σου.
Λίγο πριν φύγω, ευτυχώς για πάντα από αυτό το γραφείο και αυτή την δουλειά, ανακάλυψα με έκπληξη την αγάπη του για την ιστορία! Κάθε Πέμπτη αγόραζε την Ελευθεροτυπία για το ένθετο «Ιστορικά». Το αγαπημένο του θέμα ήταν οι μάχες. Μετά την ανάγνωση που έκανε μια περίληψη των όσων διάβασε. Ήταν φοβερά εκφραστικός. Ζούσε τα γεγονότα! Λες και είχε πολεμήσει ο ίδιος. Μερικές φορές ακουγόταν με τέτοια πειθώ που νόμιζα ότι είχε τραυματιστεί ο ίδιος και το πάτωμα είχε γεμίσει αίματα. Απορώ πως έπνιγα την παρόρμηση μου να τρέξω στο κουζινάκι για να πάρω την σφουγγαρίστρα.
Τον θυμήθηκα τις προάλλες αυτόν τον απίστευτο τύπο, όταν συνάντησα τυχαία στο δρόμο έναν γνωστό μου που δουλεύει στα γραφεία. Όχι απλά συνεχίζει να δουλεύει με το ίδιο μεράκι(hint) αλλά έχει πάρει και προαγωγή!
σχόλια