Παρασκευή μεσημέρι και η πόλη βράζει. Ο Τσέλιος κοιτάει τις λάμπες στο μαγαζί μέχρι να περάσει η ώρα και να φύγει. Επιτέλους, είχε έρθει η ώρα να απολαύσει εκείνο το διήμερο ρεπό που του είχε τάξει ο αφεντικός... Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στα ΚΤΕΛ Χαλκιδικής, όπου η ατμόσφαιρα απέχει παρασάγγας από το να θεωρηθεί ειδυλλιακή.
Τον Τσέλιο, όμως,,δεν τον πειράζει καθόλου... Η ισχυρή Ελλάδα του καθηγητή Σημίτη είναι πανταχού παρούσα: πεντακάθαρα λεωφορεία με wifi (not) περιμένουν να οδηγήσουν τον κόσμο στη θάλασσα.
Μετά το τέταρτο άσμα της εκ Χαλκιδικής ορμώμενης Πάολα Φωκά ο Τσέλιος άρχισε να ζαλίζεται, αλλά τελικά κατάφερε και βγήκε από τη δύσκολη θέση. Το σημαίνον του καψουροτράγουδου, που κάτι έλεγε για φάρμακα που θα έπερνε η ηρωίδα για να ξεχάσει την απωλεσθείσα αγάπη, τον οδήγησε στο σημαινόμενο, που ήταν η γιαγιά του, που από τότε που τη θυμάται έπαιρνε συνέχεια φάρμακα...
Ο Τσέλιος άφησε την υψηλή ανάλυση του παολοφωκισμού για κάποιον πιο θεωρητικό και επικέντρωσε τη σκέψη του εκεί όπου έπρεπε: στα καλοκαίρια που περνούσε με τη γιαγιά του στο χωριό.
Το καλοκαίρι ξεκινούσε την τελευταιά μέρα του σχολείου. Εκείνη η Παρασκευή δεν ήταν ίδια με τις άλλες. Η βαλίτσα με τα καλοκαιρινά είχε ετοιμαστεί αποβραδίς. Οι αποσκευές του καλοκαιριού περιελάμβαναν κοντομάνικα μπλουζάκια, σορτσάκια, σαγιονάρες, δύο τουλάχιστον μαγιό, καπέλο, μία μπλούζα με μανίκια μακριά και μια μεγάλη πετσέτα παραλίας. Επίσης, μερικά βιβλία, ένα μικρό τετράδιο, μολύβια, ένα χρωματιστό πλαστικό κύπελλο για το γάλα, ένα παγουρίνο, έναν μικρό φακό, ένα μικρό ραδιόφωνο και μία φωτογραφική μηχανή.
Το αυτοκίνητο, φορτωμένο με τις αποσκευές, τις ξύλινες καρέκλες για τη θάλασσα, την πράσινη ομπρέλα παραλίας, τη φουσκωτή βάρκα, το γκαζάκι για τον ελληνικό κι ένα σωρό άλλα χρειαζούμενα θα έφτανε στο παραλιακό χωριό αργά το απόγευμα. Εκείνο το απογευματινό μπάνιο θα ηταν ήταν και το πρώτο της χρονιάς.
Το πρώτο δείπνο, μετά το υπερθέαμα του ηλιοβασιλέματος,
στο καλοκαιρινό σπίτι θα είχε αβγά με φρέσκες ντομάτες και φέτα, ντοματοσαλάτα με ξεφλουδισμένη ντομάτα, πεπόνι και παγωτό κρέμα για το τέλος.
Ο Τσέλιος αγαπούσε τα καλοκαίρια και για έναν άλλο λόγο, το μποστάνι της γιαγιάς. O κήπος αυτός το καλοκαίρι έπαιρνε διαστάσεις τροπικής ζούγκλας, τα φασολάκια σκαρφάλωναν ψηλά στα καλάμια, οι ντοματιές έγερναν από το βάρος και τα κολοκυθάκια πλήθαιναν ανεξέλεγκτα. Τα φυτά αυτά είχαν ανάγκες επιτακτικές το καλοκαίρι. Το πότισμα έπρεπε να γίνει νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα, ενώ κάποιος έμπειρος έπρεπε να τσεκάρει καθημερινά μήπως και κάποιο μαμούνι είχε κάνει την εμφάνισή του. Η πρωινή αυτή συγκομιδή ήταν αυτή που θα καθόριζε τη σύνθεση του καθημερινού διαιτολογίου. Τα λαχανικά, βλέπεις, ήταν πολλά και έπρεπε να φαγωθούν πριν χαλάσουν. «Να τρώτε άπ' όλα τα φαγητά βρε!» έλεγε η γιαγιά, σερβίροντας το μεσημεριανό μπριάμ.
Μετά το μεσημεριανό φαγητό, έπεφταν όλοι για ύπνο και αυτό ήταν υποχρεωτικό. Ένα στρωμένο τραπέζι θα τους περίμενε όταν ξυπνούσαν. Καρπούζι, καφές, λεμονάδα και εκείνο το παγωτό που έφτιαχνε η μαμά. Για να το φτιάξει χρειαζόταν εκείνη την εμβληματική φυτική κρέμα της δεκαετίας του '80, χτυπημένη στο κίτρινο μίξερ με λίγο γάλα και μισό κουτάκι ζαχαρούχο. Το μείγμα θα πάγωνε στο ειδικά αγορασμένο μεταλλικό κουτί και θα σερβιριζόταν με λίγο σιρόπι από το γλυκό βύσσινο.
Το παγωτό με Μorfat
1 συσκευασία Μorfat
2 κούπες φρέσκο γάλα
1/2 κουτί ζαχαρούχο γάλα
Βάλτε τη συσκευασία στο ψυγείο για μισή ώρα. Στη συνέχεια χτυπήστε την στο μίξερ (με ένα κίτρινο), προσθέτοντας σιγά σιγά το γάλα. Όταν το μείγμα είναι αρκετά αφράτο προσθέστε και το ζαχαρούχο γάλα. Βάλτε το σε ένα μεταλλικό δοχείο και αφήστε το στην κατάψυξη να σφίξει. Μην παραλείπετε να το ανακατεύετε ανά τακτά διαστήματα. Μπορείτε να πρσθέσετε κακάο, στιγμιαίο καφέ, ξηρούς καρπούς ή μπισκότα και να το σερβίρεται με σιρόπι από γλυκό κουταλιού ή σαντιγί.
σχόλια