Πολλά κανίβαλα ποσταρίσματα, συνοδεύομενα από διαδικτυακά συγχωροχάρτια για «λάθος λέξεις» θα είχαν αποφευχθεί, αν με κάποιο τρόπο γινόταν αντιληπτό ότι θάνατος (και μάλιστα ένας τέτοιος θάνατος: άγριος, απ’ το τίποτα και το πουθενά, από την απουσία ενός ιριδίζοντος παλιόχαρτου του 1,40) και social media κακής κοπής δεν πρέπει να ‘χουν σχέση.
Και το ερώτημα επανέρχεται κάθε τρεις και μία: Γιατί για όλα πρέπει να ‘χεις κάτι να πεις; Και δεν μιλάμε καν για αυτολογοκρισία. Μιλάμε για συναίσθηση που δεν χωρά σε 140 χαρακτήρες. Ούτε σε γραφικά και τελειωμένα RIP στο Facebook, ούτε σε μικροπολιτικές της δεκάρας που κυβερνοαγόρευαν ότι ο 19χρονος έπεσε θύμα όσων το έπεισαν ότι είναι επαναστατικό δικαίωμα του να μη βγάζει εισιτήριο (πόση κακοχωνεμένη βλακεία μαζεμένη;).
Μιλάμε για εκείνη την παγωμάρα, που απλώνεται, όταν ένα πλάσμα φεύγει άγρια απ’ τη ζωή και το μόνο που μπορείς να κάνεις στη διαδικτυακή ρηχότητα είναι να σωπάσεις.
Κι ενώ ξέρεις από που ανοίγει το καπάκι του διαδικτυακού υπονόμου και ενώ ξέρεις ότι χρειάζεται ένα λάθος “send”, “publish”, “tweet” και ενώ λες πως γνωρίζεις ότι οι λέξεις είναι εργαλεία – τη σωστή στιγμή κάνουν θαύματα, τη λάθος ξεσφραγίζουν φυλασσόμενες χωματερές – το πατάς.
Περίεργο. Κυρίως, γιατί αυτό που έγινε δεν έχει προηγούμενο. Δεν είναι κάτι που ξανάγινε. Δεν έχει σκληρύνει ακόμη τόσο το πετσί μας. Δεν πηδάνε κάθε μέρα από τρόλεϊ άνθρωποι για να «σωθούν» από τον έλεγχο. Δεν υπάρχει (ακόμη) εξοικείωση με τέτοιες «ηλεκτροπληξίες» που να εξηγούν τον διαδικτυακό κυνισμό. Και παρ’ όλη τη σαπίλα που «κουνιέται» καιρό τώρα κάτω από τη μύτη μας, δε συνηθίστηκε ακόμη το "τέρας".
Ακόμη πιο περίεργο. Τα δεδομένα είναι άγρια και λίγα. Ένας θάνατος, για ένα εισιτήριο (!) και στη μέση το Twitter. Μάντεψε "τι" δεν χωράει σ’ αυτή την άχαρη εξίσωση και αμέσως θα δεις ότι εξαρχής δεν υπήρχε χώρος για παρεξηγήσεις, παρανοήσεις, «συγνώμη δεν κατάλαβα γιατί με τραμπουκίζετε, την άποψη μου είπα, δημοκρατία δεν έχουμε;».
Το μόνο που υπήρξε ήταν η βιασύνη σου. Αλλά αυτή η περίπτωση – όσο κι αν έτσι φαίνεται - δεν είναι διαγωνισμός εξυπνάδας «φορεμένης» σε 140 χαρακτήρες. Κι από κάτω το κοινό δεν είναι λόγιο και τρυφερό. Είναι ακριβώς όπως εσύ, στο πιο ακατέργαστο. Βιαστικό, φαρμακερό, με την πέτρα του αναθέματος στο “tweet”.
Και ναι, φυσικά και έχεις δικαίωμα στο λάθος, όπως όλοι. Μόνο που όταν υπάρχει θάνατος στη μέση – τέτοιος θάνατος -, δυστυχώς, το δικαίωμα «καπελώνεται», κονταίνει, εξαφανίζεται. Και όχι, καμιά ιδιότητα σου δεν ξεχνιέται. Ίσα ίσα, τώρα τις θυμούνται όλες, όλοι. Γι’ αυτό και θυμούνται ότι έχουν απαιτήσεις από ‘σένα.
Κακά τα ψέματα: οι περισσότεροι ζούμε πολλές ώρες «καλωδιωμένοι». Κάποιοι ζουν μόνο έτσι. Τα περισσότερα λάθη συμβαίνουν ανάμεσα σε ένα «σύρε να δεις τι έγραψα στον τοίχο μου» και μερικούς απερίγραπτούς διαδικτυακούς σεντονοκαβγάδες, όπου σπανίως έχει θέση η ψυχραιμία, σπανιότερα το θάρρος του «συγνώμη, βιάστηκα», «συγνώμη, χάθηκα», «συγνώμη, με κατάπιε η αυτοπεποίθηση και οι περγαμηνές μου».
ΥΓ.: Καιρό τώρα, πέρα από τις κόντρες ατάκας και μικροπολιτικής, στα social media αναφέρονταν περιστατικά ανθρώπων που λύγισαν, έβαλαν τα κλάματα, είδαν την αξιοπρέπεια τους να συρρικνώνεται κάτω από ένα στεντόρειο «το εισιτήριο σας, παρακαλώ».
Και ναι, υπάρχει κόσμος που δεν έχει το 1,40 για να πάει κι άλλο 1,40 για να γυρίσει και παρά το ότι δεν θα ‘πρεπε, όντως ντρέπεται που καβαλάει «τσάμπα» το λεωφορείο, το τρένο, το Μετρό. Όλα αυτά, περίεργο που δεν τα είδες. Ειλικρινά.
σχόλια