[Λ.Φ.]
"OCD"
Ποίηση/Ερμηνεία: Neil Hilborn
Μετάφραση: Δημήτρης Αναγνωστόπουλος
Την πρώτη φορά που την είδα, ησύχασαν όλα μες στο μυαλό μου. Όλα τα τικ· οι εικόνες που μου έρχονταν ξανά και ξανά εξαφανίστηκαν μεμιάς. Όταν έχεις Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή, δεν έχεις στ' αλήθεια και πολλές ήσυχες στιγμές. Και στο κρεβάτι ακόμη, λέω μέσα μου: "-Τώρα την πόρτα την κλείδωσα; -Ναι. -Τα χέρια μου τα 'πλυνα; -Ναι. -Την πόρτα την κλείδωσα; -Ναι. -Τα χέρια τα 'πλυνα; -Ναι." Όταν την είδα όμως, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν η μικρή καμπύλη που κάνουν τα χείλη της ή εκείνη τη βλεφαρίδα πάνω στο μάγουλό της τη βλεφαρίδα στο μάγουλό της τη βλεφαρίδα στο μάγουλό της...
Ήξερα ότι έπρεπε να της μιλήσω. Της ζήτησα να βγούμε· έξι φορές· μέσα σε τριάντα δευτερόλεπτα. Είπε "ναι" με την τρίτη, αλλά καμία φορά δε μου φαινόταν εντάξει οπότε έπρεπε να συνεχίσω να ρωτάω.
Στο πρώτο μας ραντεβού, γαμώτο, πέρασα περισσότερη ώρα τακτοποιώντας ανά χρώμα το φαγητό μες στο πιάτο μου παρά τρώγοντας ή μιλώντας μαζί της. Όμως, εκείνης της άρεσε. Της άρεσε που αν ήταν Τετάρτη έπρεπε να τη φιλήσω δεκάξι ή εικοσιτέσσερις φορές για καληνύχτα. Της άρεσε που κάναμε έναν αιώνα να περπατήσουμε ως το σπίτι επειδή το πεζοδρόμιο έχει έναν σωρό σκασίματα.
Όταν μετακομίσαμε στο ίδιο σπίτι, είπε ότι ένιωθε ασφαλής· ότι κανείς δε πρόκειται να μας κλέψει ποτέ γιατί είχα κλειδώσει σίγουρα δεκαοχτώ φορές την πόρτα. Πάντα την πρόσεχα στο στόμα όταν μιλούσε όταν μιλούσε όταν μιλούσε όταν μιλούσε... Όταν μου 'λεγε ότι μ' αγαπάει, τα χείλη της ζάρωναν λιγάκι στις γωνίες. Τα βράδια, έγερνε στο κρεβάτι και με κοίταζε που έσβηνα όλα τα φώτα και τ' άναβα και τα ξανάσβηνα και τα ξανάναβα και τα ξανάσβηνα και τα ξανάναβα και τα ξανάσβηνα... Έκλεινε τα μάτια της και φανταζόταν ότι περνούσαν μέρες και νύχτες από μπροστά της.
Κάτι πρωινά, ξεκινούσα να τη φιλάω για να την αποχαιρετήσω, όμως εκείνη έφευγε τελικά γιατί την καθυστερούσα από τη δουλειά. Όταν σταματούσα σε κάποιο σκάσιμο του πεζοδρομίου, εκείνη συνέχιζε να προχωράει. Όταν έλεγε ότι μ' αγαπάει, το στόμα της έμενε μια ευθεία γραμμή. Μου είπε ότι της παίρνω πάρα πολύ από τον χρόνο της.
Την περασμένη βδομάδα, άρχισε να κοιμάται στη μάνα της. Μου είπε ότι δεν έπρεπε να μ' αφήσει να δεθώ τόσο πολύ μαζί της, ότι ήταν όλο ένα λάθος – αλλά πώς μπορεί να είναι λάθος όταν δε χρειάζεται να πλένω τα χέρια μου αφού την αγγίξω; Ο έρωτας δεν είναι λάθος. Με σκοτώνει που εκείνη μπορεί να τρέξει μακριά απ' αυτό ενώ εγώ όχι. Δεν μπορώ να βγω και να βρω κάποια άλλη γιατί πάντα σκέφτομαι εκείνη.
Συνήθως, όταν παθαίνω εμμονή με κάτι, βλέπω μικρόβια να τρυπώνουν στο δέρμα μου· βλέπω να με χτυπάει μια ατέλειωτη σειρά από αυτοκίνητα το ένα μετά το άλλο. Εκείνη ήταν το πρώτο όμορφο πράγμα με το οποίο κόλλησα. Θέλω να ξυπνάω κάθε πρωί έχοντας στο μυαλό μου το πώς κρατάει το τιμόνι της. Πώς γυρίζει τις βρύσες στο ντους λες και ανοίγει χρηματοκιβώτιο. Πώς φυσάει για να σβήσει τα κεράκια να σβήσει κεράκια να σβήσει κεράκια να σβήσει κεράκια...
Τώρα, σκέφτομαι μόνο ποιος άλλος τη φιλάει. Και δεν μπορώ να πάρω ανάσα, γιατί εκείνος θα τη φιλάει μόνο μια φορά. Και δε θα τον νοιάζει αν το 'κανε τέλεια.
Τη θέλω ξανά εδώ.
Τόσο τρελά, που αφήνω την πόρτα ξεκλείδωτη.
Αφήνω τα φώτα όλα αναμμένα.
σχόλια