Φύγαμε χορτασμένοι από το ζεστό εστιατόριο στην καρδιά της Αθήνας και μπήκαμε στο αμάξι. Θέλαμε να αφήσουμε την πόλη πίσω μας.
Το μικρό καφέ Φιατάκι που ονομάσαμε "Σκίουρο" πέταξε προς πιο δύσκολα μέρη. Περάσαμε μπροστά από τον κοιμισμένο Σταθμό Λαρίσης, πατήσαμε τις ράγες, διανύσαμε την γεμάτη γκαράζ και αμαξοστοιχίες οδό Κωνσταντινουπόλεως, στρίψαμε προς την κατεύθυνση της Πελοποννήσου και πατήσαμε το γκάζι. Φωτεινές επιγραφές από νυχτερινά φαστ-φουντ, παρατημένα βιομηχανικά κτίρια, βράδυ, φώτα που λιώνανε στο πέρασμα μας αριστερά και δεξιά - δεν μας ένοιαζε. Η Ελευσίνα που 'χαμε βάλει στόχο μας περίμενε κάπου εκεί μπροστά μας, μέσα στα σκοτάδια.
Το "Athens Camping" στο Χαϊδάρι πέρασε σαν αστραπή στα δεξιά μας, απομεινάρι μιας παλιάς εποχής, να μας θυμίζει πως όταν φτιάχτηκε εκεί ήταν ακόμα εξοχή, μια εξοχή με μια παράξενη θέα του Ιερού Βράχου προς τα Ανατολικα, στο κέντρο του Λεκανοπέδιου. Αμέσως μετά το Δαφνί ήρθε η τελευταία μικρή οδική πράξη προς τη θάλασσα. Χτυπήσαμε την ακτή και μπήκαμε στο νυχτερινό λούνα-παρκ των διυλιστηρίων. Οι πλατφόρμες μέσα στη θάλασσα, τα φουγάρα και οι φλόγες μας αγκάλιασαν σιωπηλά. Το κέντρο της Αθήνας ήταν τώρα το σαλόνι ενός παλιού γνώριμου σπιτιού με ένα τζάκι που έκαιγε μακρυά μας, ενώ εμείς είχαμε πια ξεχυθεί με μια μικρή φωτιά στα μάτια να εξερευνήσουμε τα στοιχειωμένα περίχωρα.
Χάσαμε την έξοδο για την αρχαία πόλη των μυστηρίων αλλά δεν μας πείραξε. Γελάσαμε με την αχρηστία μας που ξαναβρεθήκαμε στο γυρισμό προς Αθήνα. Ο βενζινάς μας έδωσε κατευθύνσεις. Τον ρωτήσαμε αν η Ελευσίνα έχει μπαρ. Ήταν δυό η ώρα. Τον ρώτησα, έχει μπαρ ανοιχτά τέτοια ώρα; Γέλασε και είπε, αν έχει λέει...
Τα είδαμε τα μπαρ. Περάσαμε δίπλα τους πάνω στον παραλιακό δρόμο. Ένα νεαρό ζευγάρι είχε βγει σ' ένα παράδρομο και μίλαγε έντονα, σαν να είχε ένα μικρό ερωτικό καβγά. Η μουσική αντηχούσε εκκωφαντικά. Τα κλαμπ ήταν όλα τους φουσκωμένα από ένα πλήθος άγνωστο σε μας. Ένας άλλος κόσμος, μια άλλη πόλη, μια άλλη ζωή, που υπήρχε ερήμην μας ελάχιστα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα, αδιάφορη για μας. Οι αισθήσεις μας γέμισαν από τα βιαστικά σημάδια μιας άγνωστης θαλασσινής πόλης μέσα στην νύχτα. Μιας πόλης που έμοιαζε σαν να την έχεις πετάξει στην άκρη του κόσμου, μέσα σε γερανούς, παλιά βαπόρια, καρνάγια, εργοστάσια, ξεχασμένη για πάντα μέσα στη σκουριά, σαν σε σκηνικό των Καρό και Ζενέ.
Οδηγήσαμε για λίγο σαν παρείσακτοι στην παραλιακή περατζάδα κι εμφανίστηκε μπροστά μας ένα μυστήριο μεταλλικό γλυπτό, ένα αντικείμενο που είχε τοποθετήσει προφανώς ο Δήμος, ίσως για να τιμήσει την ναυτική ζωή του τόπου: ήταν η πλώρη ενός μικρού βαποριού, κομμένη κατά πλάτος, σαν πεταμένο κεφάλι από καρατομημένο ζώο. Και οι τρύπες για τις αλυσίδες της άγκυρας, αριστέρα και δεξιά απο το ακρόπρωρο, ήταν μέσα στο σκοτάδι σαν μάτια, τρομακτικά και τρομαγμένα. Έψαξα να βρω πως λένε οι ναυτικοί αυτές τις τρύπες και έμαθα πως τις λενε "όκια". Και μετά έμαθα πως στα Ιταλικά "occhi" σημαίνει μάτι.
Την επόμενη κάτσαμε και είδαμε την "Αγέλαστο Πέτρα". Όπως δεν είχα πάει ποτέ στην Ελευσίνα, έτσι δεν είχα δει ποτέ αυτή την ταινία. Είχα ακούσει τόσα γι' αυτήν, και για τον ίδιο το σκηνοθέτη, που ήταν γείτονας ενός φίλου μου και μου λεγε πως την ετοίμαζε για χρόνια και για χρόνια. Και ήταν πιο όμορφη και συγκινητική απ' ότι περίμενα. Είδα μια ταινία φτιαγμένη με την ίδια μελαγχολία και θλίψη που φέρει και το ίδιο το μέρος που παρουσιάζει, ένα μέρος που το παρουσιάζει με αμέτρητη στοργή. Μερικές σκηνές της Αγέλαστου Πέτρας ήταν μαχαιριά στην κοιλιά.
Και τη φοβάμαι αυτή τη μαχαιριά, γιατί δεν "περνάει" εύκολα για δημιουργικός τουρισμός. Δεν σου κάθεται καλά σαν γοητευτική θλίψη, σαν ενδιαφέρον πείραμα με τις αισθήσεις. Η λαγνεία της ναρκισσιστικής μελαγχολίας τρώει σφαλιάρα από την συνεχή υπενθύμιση του εγκλήματος, του απεχθούς εγκλήματος. Την αναπόφευκτη, ασφυκτική διαπίστωση ότι έχεις μπροστά σου την "κοντόφθαλμη επιχειρηματικότητα" του Έλληνα που καταστρέφει πανάρχαια θαύματα σαν το μαγικό τοπίο της Ελευσίνας, τον ένα από τους πέντε ιερούς τοπους της αρχαίας Ελλάδας, και μαζί ευγενικές μικρές κοινότητες που μαραζώνουν στο βωμό της βιομηχανοποίησης.
Η ίδια αίσθηση και την επόμενη μέρα, το επόμενο βράδυ που ο "Σκίουρος" σαν σωστό τρωκτικό τρύπωσε στους Άγιους Θεοδώρους, στην περιοχή που λέγεται Σουσάκι δίπλα στον Ισθμό της Κορίνθου, σ' ενα λαβύρινθο από δρομάκια μέσα σε οικισμούς και εργοστάσια, για να δει απο κοντά έναν πέτρινο φάρο εκατό χρονών. Τον βρήκε να κάθεται σ' ενα μικρό ακρωτήρι, ξεχασμένο απο τους πάντες. Σα γιγάντιο πέτρινο πιόνι σε μια αχανή νυχτερινή σκακιέρα, στεκόταν εκεί και είχε αρχίσει να φωτίζει το στενό με το πράσινο φώς του. Ένα φώς απόκοσμο, διαστημικό, βραδινό.
Σκαρφαλώσαμε στον πύργο του, κάτσαμε στο στρογγυλό του μπαλκονάκι, και κοιτάξαμε γύρω μας το τοπιο: Πίσω μας εργοστάσια, καμινάδες, σιλό, δεξαμενές, φώτα να τρεμοπαίζουν σε χωματόδρομους, φύλακες σε εισόδους αποθηκών με παρέα ολόκληρες αγέλες απο αστείους, ξεμαλλιασμένους σκύλους. Και μπροστά βάρκες να κουνιούνται μόνες τους μέσα στη σκοτεινή θάλασσα, τα φώτα της Σαλαμίνας, τα αστέρια, και η πράσινη δεσμίδα φωτός του φαναριού να ρίχνει σταθερές ματιές στο στενό. Ένα μέρος που παλιά ήταν ευλογημένο και πανέμορφο, όπως και η Ελευσίνα, τώρα στα γόνατα του κι αυτό από τη βιομηχανία. Κι όμως, και στα δυο μέρη, η ίδια αίσθηση, η ίδια διαπίστωση, με την ίδια έκπληξη: πως η μαγεία δεν είχε φύγει. Είναι εκεί, παρ' όλο τον απίστευτο βιασμό που έχει επέλθει.
Η Ελευσίνα και όλη της η γειτονική ακτή, από την Κινέτα ως τον Ισθμό, έμοιαζε αυτά τα δυο βράδια σαν αρχαία πριγκίπισσα με το φόρεμα της, το κατάλευκο και γεμάτο πτυχώσεις, να έχει κατακρεουργηθεί από τις κοφτερές λαμαρίνες και το πετρέλαιο. Και σκέφτηκα πως μια γυναίκα όμορφη, μπορείς να τη βιάσεις, να την τραυματίσεις, να την λερώσεις, να την εξευτελίσεις, αλλά δε μπορείς να την κάνεις να σταματήσει να είναι όμορφη.
Εκείνο το βράδυ στο Σουσάκι μαγευτήκαμε απο τις αντανακλάσεις που έκανε ο φακός του φωτιστικού μηχανήματος πάνω στην τζαμαρία του κλωβού του φάρου. Το περιστροφικό φανάρι δούλευε σιωπηλά, δημιουργώντας μπροστά μας ένα μαγικό θέαμα απο χίλιες πράσινες και άσπρες λάμψεις, σαν ένα παιδικό καλειδοσκόπιο, σαν μικροσκοπικό πλανητάριο. Μείναμε με αυτήν την ανακουφιστική εικόνα και είπαμε στο Σκίουρο να μας πάει πίσω στην Αθήνα. Πίσω στη σιγουριά των σπιτιών μας, της μικρής μας φούσκας, μακρυά από την Ελευσίνα και την επικίνδυνη θλίψη της.
Όμως κρατάω στο μυαλό μου τα λόγια του Σενέκα, με τα οποια ξεκινά το μικρό αριστούργημα του Κουτσαφτή: "Η Ελευσίνα κρατά πάντα κάτι κρυφό γι' αυτούς που θα την επισκεφθούν ξανά". Και, παρ' όλο το σφίξιμο στο στομάχι μου, ξέρω πως θα την επισκεφτώ ξανά κάποια μέρα, με τον ήλιο να δύει μέσα στα ξεχασμένα αρχαία ερείπια, τις άσχημες πολυκατοικίες, τα ταπεινά κι όμορφα λαϊκά σπίτια με τις μικρές αυλές, τα καρνάγια, τις τσιμινιέρες και τα καράβια με τα θλιμμένα όκια.
σχόλια