Η πρώτη καταγεγραμμένη γνωριμία της Παλιάς Αθήνας με το παγωτό υπήρξε εντελώς περιπετειώδης. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα (1834-1845 ) τη κοσμική κίνηση στην πόλη μας –που όπως καταλαβαίνετε ήταν ανύπαρκτη- μονοπωλούσε ο Βαυαρός Αντιβασιλέας Άρμανσμπεργκ, η βίλα του οποίου, στην αρχή της οδού Πειραιώς, είχε μεταβληθεί σε διαρκές κοσμικό στέκι όλης της τότε αριστοκρατίας.
Για να εντυπωσιάσει τους υψηλούς καλεσμένους του, ο Αντιβασιλέας ζήτησε από το ζαχαροπλάστη Κάλβο να φτιάξει για πρώτη φορά παγωτό. Η φήμη του παγωτού είχε ήδη φτάσει και στη χώρα μας από την Ιταλία. Ο Κάλβος, με τη σειρά του, είχε τη φαεινή ιδέα να φτιάξει εντυπωσιακό παγωτό. Έτσι, χρησιμοποίησε μεταλλικά χρώματα ώστε το παγωτό να παρουσιαστεί ... έγχρωμο! Η ομαδική δηλητηρίαση που ακολούθησε δεν ήταν και η καλύτερη εισαγωγή του τόσο ωραίου αυτού δροσιστικού στην αθηναϊκή μας κοινωνία.
Ευτυχώς, ένας άλλος ζαχαροπλάστης, ο Καρδαμάτης, μετά το 1840 ανέλαβε με επιτυχία να το αποκαταστήσει και να το κάνει μαζί με τα λουκούμια και τα γλυκά ταψιού προτεινόμενο «τερψιλαρύγγειον» στα έτσι κι’ αλλιώς λιγοστά τότε ζαχαροπλαστεία.
Μεγάλη ώθηση στη ζαχαροπλαστική εκείνης της εποχής έδωσαν κάποιοι πρόσφυγες Επτανήσιοι, που είχαν μάθει καλά την ιταλική ζαχαροπλαστική τέχνη στην πατρίδα τους και μετέφεραν την τεχνογνωσία και στην Αθήνα. Έτσι, μετά το 1855, ξεπετάγονται κυριολεκτικά δεκάδες γαλακτοπωλεία και ζαχαροπλαστεία. Πρόκειται για πραγματική έφοδο «φραντσέζικων», όπως αποκαλούνται, μαγαζιών. Το παγωτό είναι πλέον πάντα παρόν.
Pâtisseries, confiseries, κονφεταρίες, γαλακτοπωλεία, ζαχαροπωλεία ανοίγουν το ένα μετά το άλλο. Τα ζαχαροπλαστεία πουλάνε γαλακτοκομικά, πάστες και άλλα γλυκά ευρωπαϊκού τύπου, γλυκά ταψιού, παγωτά, ζαχαρωτά σε χρυσόχαρτο και κονφέτα. Τα γαλακτοπωλεία πουλάνε γάλα, βούτυρο, σαλέπι, μπουγάτσα, λουκουμάδες και... αυγά τηγανητά. Οι κονφεταρίες εξειδικεύονται σε ζαχαρωτά (βονβόνια) και κονφέτα.
Ας φύγουμε όμως από τα πρώιμα χρόνια της Παλιάς Αθήνας και ας μεταφερθούμε στις αρχές του 20ου Αιώνα, στην τόσο ελκυστική belle époque. Με τον νεαρό τότε ρεπόρτερ Δ. Γιαννουκάκη θα ανακατευθούμε με τις κοσμικές παρέες της «Αίγλης» του Ζαππείου για να απολαύσουμε νοερά την εντυπωσιακή εξέλιξη του προσφερόμενου παγωτού.
«Ας πάμε λίγο πιο δίπλα σε μια μεγάλη παρέα, που μόλις ήρθε.
– Τι παγωτά έχετε, παρακαλώ;
Το γκαρσόνι με μια μαρτυρική έκφραση στο πρόσωπό του, ετοιμάζεται να απαγγείλει για πολλοστή φορά.
– Κρέμα, βερίκοκο, πεπόνι, καρπούζι, βύσσινο, μους ντε νταμ, καφέ, αχλάδι, κασάτα...
Η κυρία Ελπινίκη δεν κρατιέται.
– Εμένα να μου δώσεις κρέμα... όχι, δώσ’ μου καλύτερα πεπόνι... ρίξε και λίγο κονιάκ παρακαλώ.
Είναι η σειρά της κυρίας Ευανθίας, το γκαρσόνι την κοιτάζει. Η κυρία Ευανθία πέφτει σε σκέψεις.
– Τι παγωτά είπατε ότι έχετε;
Εκφωνούνται εκ νέου αι θεριναί ηδύτητες με πλήρη απόγνωση στο χρωματισμό της φωνής. Η κυρία Ευανθία αποφαίνεται:
– Πολύ καλά. Ας εκλέξουν πρώτα οι άλλοι και σου λέω.
Οι άλλοι διαμαρτύρονται.
– Α όχι, κυρία Ευανθία, προτιμάσθε!
– Παρακαλώ.
– Τίποτε, τίποτε. Περιμένουμε το γούστο σας να συμμορφωθούμε με αυτό.
Ευτυχώς ο μικρός Γιαννάκης διακόπτει.
– Εμένανε μια κασάτα.
- Μπράβο, Γιαννάκη μου. Ο μικρός έχει προδιαγεγραμμένη την απόφασή του!
Το γκαρσόνι με τα τελευταία ίχνη υπομονής που διαθέτει:
– Λοιπόν, παρακαλώ;
Η σειρά του κυρίου Ευριπίδη.
– Εμένα δώσε μου ένα ανάμεικτον.
– Ωραία ιδέα.
- Ε, εγώ το έλεγα πάντοτε ότι ο κύριος Ευριπίδης έχει τις καλλίτερες ιδέες.
Το γκαρσόνι έχει ιδρώσει.
– Λοιπόν, κυρίαι και κύριοι;
– Δώστε μου κρέμα.
– Εμένα αχλάδι.
– Μήπως έχετε παρακαλώ ροδάκινον;
– Όχι, κυρία μου.
- Δεν έχετε ροδάκινον; Αμ’ τότε τι παγωτά έχετε;
– Είχαμε, κυρία, αλλά εξηντλήθη.
– Είχατε και εξηντλήθη; Τα βλέπεις, Χαρίλαε! Συ φταίς, που ήρθες αργά και βγήκαμε τα μεσάνυχτα από το σπίτι!
– Αγαπητή Αντωνία, δεν έχεις δίκηο. Τρεις ώρες εφορούσες το καπέλο σου στον καθρέφτη, αν και εις τον δρόμον το έβγαλες και με υποχρέωσες να το κρατώ.
– Ωραία! Πολύ κομπλιμεντόζος μού είσαι απόψε.
Έχει όμως μείνει η γιαγιά!
– Γιαγιά, τι παγωτό θα πάρεις;
– Εσείς... τι πήρατε; ακούγεται μια φωνή τσιβδίζουσα! »
Ας αφήσουμε τους «κοσμικούς» και ας ανακατευθούμε με τον απλό κοσμάκη. Εδώ τα πράγματα είναι σαφώς πιο ποιητικά και συνάμα γραφικά. Από το 1925 ιδιαίτερα και μετά, αμέτρητα καροτσάκια ανεβοκατεβαίνουν δρόμους και πλατείες. Τα ονόματα με τα οποία οι ιδιοκτήτες τους τα έχουν βαπτίσει είναι η αποθέωση του εμπορικού πνεύματος και προεξοφλούν παγωμένες καταστάσεις : «Βόρειος Πόλος», «Ελβετία», «Εσκιμώ», «Ρίγος» και το ανεπανάληπτο «Σταμάτησέ με και δοκίμασέ με». Τα ακούσματα και οι διαλαλήσεις κάμπτουν και τον τελευταίο δισταγμό:
Μια πεντάρα το χωνάκι
Κρύο σαν το πεπονάκι
Φάτε για να δροσιστείτε
Γιατ’ αλλιώς αδίκως ζείτε !
Πάρτε γιάτσο σαν το χιόνι
Που το τρώνε οι βαρώνοι
Τέτοια άκουγαν παλιά τα μικρά διαβολάκια κι έτρεχαν με τις πενταρούλες τους να αγοράσουν το παγωτό τους η «γιάτσο» όπως το αποκαλούσαν τα παλιά χρόνια.
Βεβαίως με την ίδρυση της Εθνικής Βιομηχανίας Γάλακτος το 1934 η έννοια Γάλα αναβαθμίζεται και η φοβερή νοθεία του με νερό, που χρόνια ταλάνιζε τους προγόνους μας, σταδιακά και μετά από λυσσαλέας αντιδράσεις εξαφανίζεται.
Από το 1936 το γνωστό σε όλους παγωτό ξυλάκι αποτελεί το must κάθε καλοκαιριού.
σχόλια