Μου είχε γράψει η Κατερίνα Κ. κάτι πολύ γουστόζικο. (Πάνω που έψαχνα την ευκαιρία για να πω τη λέξη γουστόζικο)
Αγαπητέ μου Άρη,
στο βασίλειο της παιδικής μου ηλικίας περίοπτη θέση καταλάμβανε ένα γυαλινο μπωλ με μεταλλικά χείλη και καπάκι πάνω στο τραπέζι του σαλονιού που φιλοξενούσε τα ιερά σοκολατάκια. Ιερά, γιατί προορίζονταν "για τις επισκέψεις".
Πολλά πράγματα τότε προορίζονταν για τους "ξενους" ἠ ρυθμίζονταν με το σκεπτικό "θα έρθει βρε ένας άνθρωπος, να μην έχουμε το τάδε;"
Έτσι και τα σοκολατάκια. Είχαν το άβατο. Με σωστούς υπολογισμούς και χίλιες προφυλάξεις, γιατί το γυαλινο σκεύος έκανε εύκολα αντικλεπτικα γκλιν-γκλον, θα μπορούσες ίσως να υπεξαιρέσεις ένα ή δύο, εξαφανίζοντας προσεχτικά τα ίχνη σου - αν και τον καιρό εκείνο οι μαμάδες τα είχαν όλα μετρημένα (με αριθμούς ή συνηθέστερα και παραδόξως ακριβέστερα "με το μάτι").
Το θέμα είναι πως σοκολατάκια δεν έτρωγε κανείς στο σπίτι του, αλλά στα σπίτια των άλλων.
(Φλασιά! Τότε κρατούσαν το καλύτερο, όχι για τον εαυτό τους, αλλά για να το προσφέρουν στους άλλους. Πολύ κοινωνικότερος προσανατολισμος, όχι; Και με τα στραβά του βεβαίως, δε λέω...)
Τέλοσπάντων, σου κάνω αυτήν την εισαγωγή, γιατί είχα κάνει την εξής παρατήρηση:
Τα ελληνικά νοικοκυριά χωρίζονταν σε δυο μεγάλες ομάδες.
Στα σπίτια που αγόραζαν παντα νουαζέτα της ΙΟΝ (εκείνα τα πράσινα ψιλοτετραγωνισμένα με το ολόκληρο φουντούκι) και σ' εκείνα που επέλεγαν την "Τζοκόντα" (που ήταν αποστρογγυλεμένα με κάποιο διάσπαρτο κρατσανιστό συστατικό).
Νομίζω θα'χε πλάκα να αναζητήσεις τα παράπλευρα χαρακτηριστικά κάθε κατηγορίας αγοραστών και να θυμηθούν και οι αναγνώστες εμπειρίες τους!
Ας πούμε, έχω την εντύπωση πως οι καταναλωτές της νουαζέτας ήταν λαϊκότερες οικογένειες και της Τζοκόντας πιο αστικές ή ίσως να μεγαλοπιάνονταν λιγάκι. Ἀσε που εκείνο το πράσινο της νουαζέτας ίσως να έκρυβε μια συμπάθεια για το πράσινο του ΠΑΣΟΚ...
Τι λες; Ρινγκς ε μπελ;
=====
σχόλια