Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας

Facebook Twitter
1

Η στρατιωτική μου θητεία στην Κρήτη είχε φτάσει στο τέλος της. Θα ακολουθούσε μια μεγαλούτσικη άδεια και έπειτα θα συνέχιζα πιο βόρεια, πολύ βόρεια, εκεί που πιάνονται από τα ζωνάρια και χορεύουν κάτω από το διονυσιακό ήχο της γκάιντας. Παρόλο που ήθελα πολύ να επιστρέψω στο σπίτι μου, δεν μπορούσα και να εγκαταλείψω άρον άρον το νησί κατακαλόκαιρο. Ήθελα, έστω και για λίγο, να χαρώ κι εγώ τα φωτεινά δώρα του Αυγούστου κάνοντας μιαν εξόρμηση νότια, στο Λιβυκό πέλαγος. Συνοδοιπόρος μου δέχτηκε ευχαρίστως να γίνει ο Θόδωρος, καλό παιδί, ελάχιστα τα χρήματα του, κοιμάται όπου τον αφήσεις, λίγο νερό, πολύ φαγητό, χιλιόμετρα αντοχής, μακρινός απόγονος της καμήλας.

Στην πύλη του στρατοπέδου συνωστίζονταν οι φαντάροι που περίμεναν τον τυπικό έλεγχο στα πράγματά τους, μην τυχόν και είχαν κλέψει καμία πετσέτα ή κανέναν παμπάλαιο γεμιστήρα, από εκείνους που τους γεμίζεις σφαίρες και πυροβολάς καστανόχωμα. Τα παιδιά του δικού μου θαλάμου ξεμπερδέψαμε γρήγορα, περάσαμε την πύλη κι ένας δροσερός άνεμος ελευθερίας φύσηξε και μας ζωογόνησε τα χείλη προς το χαμογελότερο.

Ένα από τα μικρά θαύματα της ζωής είναι το πώς καταφέρνει να χωρέσει ένα ολόκληρο τάγμα από αδειούχους φαντάρους μαζί με τα πράγματά τους σε ένα μικρό αστικό λεωφορείο. Το μόνο κακό ήταν ότι δεν είχαμε οπτική επαφή με το παράθυρο, δεν καταλαβαίναμε και την προφορά του οδηγού και κατεβήκαμε σε λάθος στάση. Σε μια οποιαδήποτε άλλη πόλη αυτό δε θα ήταν πρόβλημα, στο Ηράκλειο όμως... Ρωτήσαμε κάποιον περαστικό να μας δείξει το δρόμο για τα ΚΤΕΛ κι εκείνος έβαλε τα γέλια. Ο επόμενος περαστικός δεν είχε χρόνο να μας εξηγήσει και μας μάλωσε που δε ρίχναμε πετραδάκια ξωπίσω μας. Ο τρίτος πάλι μας συμβούλευσε να περιμένουμε ως το βράδυ και να ακολουθήσουμε τον πολικό αστέρα.

Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να ξεμπλέξουμε με τα στενά και να φτάσουμε στο σταθμό των λεωφορείων. Εκεί ρωτήσαμε κάποιον ντόπιο πού θα μπορούσαμε να φυλάξουμε τις αποσκευές μας για μερικές ημέρες. Ήταν περαστικός και δε γνώριζε, μας ζήτησε όμως να τον ακολουθήσουμε, πήγαμε σπίτι του, μας γνώρισε στη γυναίκα του και τα παιδιά του, μας φίλεψαν χοιρινό με σέλινο και ήπιαμε κάνα κιλό τσικουδιά ο καθένας. Αφού βολέψαμε τα πράγματα στο δωμάτιο του γιου του, μια και δεν υπήρχε άλλος διαθέσιμος χώρος, ρωτήσαμε τον οικοδεσπότη πώς θα επιστρέφαμε στο σταθμό των λεωφορείων. Εκείνος δε θυμόταν, αλλά μας πρότεινε να μείνουμε το βράδυ στο σπίτι του. Εμείς αρνηθήκαμε ευγενικά, εκείνος επέμενε, το σκάσαμε από το παράθυρο της τουαλέτας και πήραμε το δρόμο για το σταθμό ακολουθώντας τον πολικό αστέρα.

Στα ΚΤΕΛ φτάσαμε νύχτα και κάναμε έναν άβολο ύπνο στο χώρο αναμονής. Νωρίς το πρωί πήραμε το πρώτο λεωφορείο για τα Μάταλα. Ήταν γεμάτο από χαρούμενους τουρίστες κάθε εθνικότητας. Όλοι τους ανυπομονούσαν να δουν τις θρυλικές σπηλιές αντάμα στο Λιβυκό πέλαγος που κάποτε φιλοξενούσαν ανέμελους χίππυς. Εγώ πάλι προσπαθούσα να ξεκλέψω λίγο ακόμη ύπνο στριμωγμένος στα άβολα καθίσματα του οχήματος αλλά του κάκου. Αρκέστηκα να θαυμάζω από το παράθυρο, όπως περνούσαν από μπροστά μου, τις όμορφες εικόνες του κρητικού τοπίου, τις ελιές γύρω μου, τον Ψηλορείτη δυτικά, κι άλλες ελιές παρακάτω, αμπέλια με κοτσιφάλι (1), ξανά ελιές, πάλι αμπέλια αλλά με μαντηλάρι (2) κλπ.

Μετά από αρκετή ώρα, τόσο αρκετή που ξεχάσαμε το λόγο για τον οποίο ταξιδεύαμε, απλώθηκαν ξαφνικά μπροστά μας οι πελώριοι βράχοι των Ματάλων. Η εικόνα που είχα μέχρι τότε γι' αυτούς προερχόταν από παλιές ταινίες, γεμάτη από χαρούμενα παιδιά των λουλουδιών που χόρευαν ξέφρενα έξω από τις φιλόξενες σπηλιές. Από τότε φαίνεται να άλλαξαν πολλά: όλος ο κόσμος στριμωγμένος στη μικρή παραλία και οι σπηλιές στο δυτικό βράχο έρημες, περιφραγμένες με συρματόπλεγμα που έφερε την επιγραφή «Υπουργείο Πολιτισμού – Ρωμαϊκοί τάφοι (3)». Δε θυμάμαι αν ανατρίχιασα περισσότερο διαβάζοντας το πρώτο ή το δεύτερο. Πέρασα, ωστόσο, από ένα άνοιγμα στο σύρμα και ανέβηκα στο βράχο αναζητώντας κάποιο ίχνος από τους παλιούς χίππυς. Το μόνο που βρήκα και μάζεψα ήταν μπόλικη ρίγανη (που αποδείχτηκε θυμάρι), μπόλικο θυμάρι (που αποδείχτηκε αστιβίδα) και μπόλικο από κάτι άγνωστο που το αντιλήφθηκαν οι κατσίκες και με πήραν στο κυνήγι.

Μέχρι να πεις «κύμινο» είχα κατεβεί στην αμμουδιά. Ο Θόδωρος είχε ήδη βουτήξει. Η πολυκοσμία και η θολούρα της θάλασσας δε με ενέπνεαν και ιδιαίτερα, γι' αυτό πρότεινα στον πάντα πρόθυμο φίλο μου να επισκεφτούμε τη διπλανή παραλία, την Κόκκινη Άμμο. Φορτωθήκαμε, λοιπόν, τα πράγματά μας και πήραμε το μονοπάτι του ανατολικού βράχου.

Ήταν ήδη μεσημέρι και η ζέστη ανυπόφορη. Παρά το επίπονο της διαδρομής, η εικόνα που αντικρίσαμε φτάνοντας στον προορισμό μας μάς αποζημίωσε με το παραπάνω: η κοκκινωπή αμμουδιά, το τιρκουάζ χρώμα της θάλασσας, ο μαλακός βράχος με τα χίππικα ανάγλυφα, οι επισκέπτες που ξάπλωναν νωχελικά στην άμμο αγνοώντας τις γύρω ξαπλώστρες, ο χορτασμένος από σαρκικές απολαύσεις γεροχίππυς που ατένιζε το Λιβυκό πέλαγος αφήνοντας το νου του να πλανιέται πάνω στα ήμερα κύματα.

Ξάφνου πίσω από τα βράχια εμφανίστηκαν δύο νεαρές κοπέλες. Θα πρέπει να είχαν βουτήξει για εξερεύνηση, γιατί κρατούσαν μάσκες. Η μία προτίμησε να ξαπλώσει στην άμμο και να απολαύσει τις καυτές ακτίδες του ήλιου, ενώ η δεύτερη συνέχισε την εξερεύνησή της, αυτήν τη φορά ακροπατώντας, σχεδόν χορεύοντας πάνω στους άτακτους βράχους. Κάτσαμε να ξαποστάσουμε στην αμμουδιά λίγα μέτρα μακριά τους. Από κάποιες κουβέντες που αντάλλαξαν καταλάβαμε ότι ήταν ξένες και μάλιστα Ιταλίδες – τέτοιες έντονες χειρονομίες μονάχα στους Ιταλούς θα συναντήσεις και στους τροχονόμους.

Την προσοχή μου μαγνήτισε η κοπέλα πάνω στους βράχους. Με μία διόρθωση στην κόμμωσή της θα μπορούσες να την πεις όμορφη, ως προς το ύψος δεν ήθελε και πολύ για να την κρύψουν οι βράχοι, ήταν τόσο μελαχρινή που δεν ξεχώριζε το τατουάζ πάνω της και σίγουρα έπρεπε να της αλλάξεις τρεις φορές νερό για να ξαρμυρίσει. Υπήρχε και κάτι άλλο που μου κίνησε το ενδιαφέρον που δεν ήταν τόσο το πάνω μαγιό που της έλειπε όσο οι ντελικάτες κινήσεις που έκανε, καθώς ελισσόταν ανάμεσα στους βράχους και ψηλάφιζε τα ανάγλυφα πάνω τους.

Σαν σε έκσταση σηκώθηκα από την άμμο και κινήθηκα προς το μέρος της. Δεν προετοίμασα καν στο μυαλό μου τι θα της πω, απλά την πλησίασα. Εκείνη φαίνεται ότι αντιλήφθηκε την κίνηση μου με κοίταξε και χαμογέλασε. Εγώ, ξυπνώντας ξαφνικά από το λήθαργο, ντράπηκα, ντράπηκα τόσο πολύ που απέστρεψα το βλέμμα μου και λοξοδρόμησα προς τη θάλασσα. Καθώς με αγκάλιαζαν σιγά σιγά τα κρύα νερά του Λιβυκού, ένιωσα έναν απέραντο θυμό με τον εαυτό μου. Γιατί το έκανα αυτό; Γιατί δείλιασα έτσι; Γιατί νιώθω τέτοιο βάρος μέσα μου; Το βάρος δεν είναι μέσα σου, ηλίθιε, είναι έξω σου! Πάλι τα κατάφερες και βούτηξες με τα ρούχα! Και άλλη φορά θυμήσου τουλάχιστον να βγάλεις τα παπούτσια!

Γύρισα έντρομος προς τη μεριά των κοριτσιών και τις είδα να με κοιτάζουν σκασμένες στα γέλια – και το Θόδωρο ανάμεσά να μοιράζεται μαζί τους τα μπισκότα του. Ο Θόδωρος γνωρίζει καλά αγγλικά κι έχει μεγάλο ταλέντο στο να πλησιάσει και να μιλήσει σε μια κοπέλα. Εγώ αντίθετα ξέρω καλή παντομίμα, που συχνά όμως γίνεται παρεξηγήσιμη. Σε ένα νησί κάποτε επεχείρησα να προσεγγίσω μια νεαρή Ουγγαρέζα. Αγγλικά δεν ήξερε γρι και αναγκαστήκαμε να χρησιμοποιήσουμε τη νοηματική. Με τον τρόπο αυτόν καταφέραμε να ανταλλάξουμε ονόματα, μερικές πληροφορίες για τις ζωές μας και γενικά το πράγμα φαινόταν να έχει αίσια κατάληξη. Τότε μου ήρθε η ατυχής έμπνευση να της χαρίσω μερικά αμύγδαλα και έχωσα το χέρι μου βαθειά στην τσέπη. Καθώς όμως εκείνο μάγκωσε στο στενό ύφασμα και το κουνούσα πέρα-δώθε για να το ελευθερώσω, εκείνη με πήρε για έκφυλο, με παράτησε κι εγώ κατέληξα να τρέχω πίσω της με τα 'μύδγαλα στο χέρι.

Ενώ έβγαζα τα βρεγμένα ρούχα, παρατήρησα ότι η μία από τις δύο κοπέλες, η χορεύτρια των βράχων, μου έριχνε επίμονες ματιές. Ήταν σαν να με καλούσε να τις σώσω από την ακατάσχετη φλυαρία του Θόδωρου. Δεν μπορούσα να μην ανταποκριθώ στο κάλεσμά της και εισχώρησα αμέσως στην κουβέντα τους σαν συντονιστής. Τη «χορεύτρια» την έλεγαν Βέρα και ήταν όντως χορεύτρια. Η φίλη της, η Βεατρίκη, ήταν ανερχόμενη σκηνογράφος και για κάθε ξερό σύκο που της πρόσφερα μου σχεδίαζε στην υγρή άμμο κι από ένα σκηνικό για Βέρντι. Είχαν έρθει από το Λέτσε της νότιας Ιταλίας και έμεναν με την παρέα τους στο κάμπινγκ των Ματάλων. Είχαν σκοπό να επισκεφτούν κι άλλα νησιά και πιθανότατα θα αναχωρούσαν την επόμενη μέρα.

Περάσαμε όλο το απόγευμα μαζί, χαζολογώντας και πλατσουρίζοντας στη θάλασσα, μέχρι που άρχισε σιγά σιγά να σουρουπώνει. Φορτωθήκαμε τα πράγματά μας και πήραμε γοργά το δρόμο της επιστροφής, όσο ακόμα έφεγγε. Φτάνοντας στην κορυφή του βράχου έμεινα λίγο πίσω αγναντεύοντας το τοπίο και κυρίως τη σιλουέτα της Βέρας, όπως διαγραφόταν πίσω από τον ήλιο που έδυε. Πάλι σε έπιασαν οι ρομαντισμοί; Μήπως έχεις και πάλι σκοπό να τα κάνεις θάλασσα; Τρέχα να την προλάβεις, να της πεις καμιά κουβέντα! Τώρα που ξεμάκρυνε από τους υπόλοιπους δύο – α τον μπαγάσα τον Θόδωρο, πότε πρόλαβε και την κατάφερε τη Βεατρίκη; Όχι, καλύτερα όχι, πήγαινε δίπλα της και μείνε σιωπηλός... Την πρόφτασα και περπατήσαμε παρέα σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα, μόνο με συλλάμβανε πότε πότε καθώς την κρυφοκοιτούσα.

Στα Μάταλα φτάσαμε νύχτα. Το φεγγάρι, στο ολόγιομά του, μόλις είχε ανατείλει από το βράχο. Η παραλία είχε ακόμα κόσμο. Μαζί με τα κορίτσια μπήκαμε στο κάμπινγκ, μας γνώρισαν στην παρέα τους και μας έδωσαν μία περίσσια σκηνή για να περάσουμε τη νύχτα. Μετά από κάποια ώρα μεταφερθήκαμε στην παραλία, που στο μεταξύ είχε ερημώσει. Αγοράσαμε προμήθειες από ένα ψιλικατζίδικο και καθίσαμε στην αμμουδιά. Από κουβέντα σε κουβέντα, από κρασί σε τσικουδιά, αρχίσαμε τα ιταλικά τραγούδια, ερωτικά κι επαναστατικά, τα ερωτικά με γλυκιές μελωδίες και το χέρι στην καρδιά, τα επαναστατικά με αγέρωχα ματζόρε και το χέρι σε γροθιά.

Πλησίαζε τέσσερις. Το φεγγάρι κόντευε να τελέψει τον κύκλο του παραχωρώντας σιγά σιγά τη θέση του στο φωτοδότη διάδοχό του. Εγώ είχα φροντίσει να καθίσω δίπλα στη Βέρα περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να ξεδιπλώσω τα αισθήματά μου απέναντί της. Λογάριαζα όμως χωρίς τον ξενοδόχο,που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο Θόδωρος. Του Θόδωρου, λοιπόν, έχοντας προφανώς βαρεθεί να ερωτοτροπεί παραδίπλα με τη Βεατρίκη, του ήρθε θεία έμπνευση να βγάλει από την τσάντα του μια τράπουλα και να δείξει στους Ιταλούς πώς παίζεται η μπιρίμπα. Αντίο ζωή! Αμέσως χωριστήκαμε σε δύο τετράδες, κάποιος πετάχτηκε στον οικισμό να αγοράσει μερικές ακόμα τράπουλες και στρωθήκαμε στο παιχνίδι. Ούτε καν οι μεταξένιες αποχρώσεις του ανατέλλοντος ηλίου δε στάθηκαν ικανές να μας αποσπάσουν από το δαιμονισμένο παιχνίδι. Όσο δε για το φλερτ μου με τη Βέρα, μια από τα ίδια. Τη στιγμή που ξεθάρρεψα και επεχείρησα να τη φιλήσω στο λαιμό, εκείνη έκλεισε τα φύλλα της και πήρε πρώτη μπιριμπάκι (4).

Πέρασε ήδη αρκετή ώρα και οι πρώτοι πρωινοί λουόμενοι άρχισαν να καταφθάνουν. Εμείς συνεχίζαμε την παρτίδα μέχρι τελικής πτώσης, μέχρι που ένας ένας μας, εγκαταλελειμμένος από τις δυνάμεις του, έπεφτε κοιμισμένος στο πλάι, κρατώντας ακόμη τη βεντάλια του με τα τραπουλόχαρτα. Η Βέρα κοιμήθηκε γέρνοντας στο πλευρό μου, χαρά που όμως απόλαυσα ελάχιστα, γιατί κι εγώ με τη σειρά μου έγειρα αποκαμωμένος πάνω στο στομάχι του Πασκουάλε.

Δεν πρέπει να πέρασε αρκετή ώρα, όταν ο Θόδωρος με ξύπνησε για να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας. Του τηλεφώνησαν από το σπίτι να επιστρέψει το συντομότερο, γιατί έληγε η προθεσμία της φορολογικής του δήλωσης. Μαζί μας θα αναχωρούσαν και οι Ιταλοί, που αποφάσισαν να συνεχίσουν τις διακοπές τους στη Σαντορίνη. Ετοιμάσαμε γρήγορα τα πράγματα μας και προλάβαμε το μεσημεριανό λεωφορείο για το Ηράκλειο. Στην πόλη φτάσαμε πολύ νωρίτερα απ' όσο υπολόγιζα, έχοντας πάρει ένα συντομότερο δρόμο χωρίς στροφές, κίνηση και στάσεις. Το πλοίο ήθελε ακόμα αρκετές ώρες για να αναχωρήσει και η Βέρα πρότεινε στην παρέα να κάνουμε μια στάση στην Κνωσσό, για να δούμε το μινωικό παλάτι. Το είπαμε στον οδηγό κι εκείνος πρόθυμος έκανε παράκαμψη και μας άφησε μπροστά στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου.

Η περιοχή ήταν πηγμένη από τουρίστες. Έξω από την κεντρική πύλη συνωστίζονταν οι ξεναγοί προσπαθώντας να αρπάξουν όσα περισσότερα γκρουπ μπορούσαν. Ένας από αυτούς μου άρπαξε τη μπλούζα και μία ώριμη κυρία το μπατζάκι του παντελονιού. Έτσι όπως ήταν πολλοί μαζί υπήρχε κίνδυνος να σχηματίσουν αγέλη και να αρχίσουν να δαγκώνουν. Πάλι καλά που τους απέσπασε την προσοχή ένα λεωφορείο με Καναδούς τουρίστες κι έτσι καταφέραμε να μπούμε στο χώρο του παλατιού με λίγες μόνο αμυχές.

Η Βέρα μου ζήτησε να τη φωτογραφήσω, καθώς θα έπαιρνε πόζες μπροστά από τα ερείπια του ανακτόρου. Ομολογώ ότι δεν τήρησα τις εντολές της κατά γράμμα. Θαμπώθηκα τόσο πολύ από το λίκνισμά της, καθώς χόρευε ανάμεσα στις χρωματιστές κολόνες, ώστε από ένα σημείο και μετά έπαψα να κοιτάω μέσα από το φακό. Σαγηνεύτηκα από τις λάγνες λέξεις που διέγραφε το κορμί της πάνω στις ολόφωτες πέτρες, λέξεις σαν τα νερά τις Στυγός, που βουτώντας μέσα τους παραδίδεσαι στο αιώνιο παρόν.

Η οπτασία έσβησε τη στιγμή που ακούσαμε τις φωνές της παρέας. Κόντευε επτά κι έπρεπε να βιαστούμε για το λιμάνι. Το λεωφορείο θα αργούσε να έρθει και η Βέρα μου πρότεινε να κάνουμε μια σύντομη βολτίτσα στα γύρω στενά. Μόλις ξεμακρύναμε κάπως από τους υπόλοιπους, πήρα θάρρος και με τα λιγοστά μου αγγλικά της είπα πόσο όμορφη είναι και πόσο μου αρέσει. Εκείνη άνοιξε την τσάντα της και μου πρόσφερε βατονέτες για τα αυτιά. Ευτυχώς η γλώσσα του σώματος τής ήταν πιο κατανοητή. Με αγκάλιασε και με φίλησε. Μεθυσμένος καθώς ήμουν ευχήθηκα να σήκωνε τέτοιον αέρα που να αγκύλωνε όλα τα πλοία του κόσμου. Το γιασεμί δίπλα μου, ακούνητο από την άπνοια, μου χαμογέλασε πονηρά.

Η Βέρα κοίταξε το κινητό της και μου είπε ότι πέρασε η ώρα. Πιασμένοι χέρι χέρι πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Μισό λεπτό να θυμηθώ πώς ήρθαμε... Είμαι σίγουρος ότι πήραμε το δεύτερο δρομάκι δεξιά, έπειτα κάναμε αριστερά και πάλι αριστερά, μετά το φούρνο περάσαμε τη στοά κι έπειτα την ανηφορίτσα... όχι, η ανηφορίτσα ήταν πριν το φούρνο κι άρα πρέπει να στρίψουμε δεξιά και πάλι δεξιά – λογικό, αφού στην επιστροφή το αριστερά γίνεται δεξιά. Και η στοά πού είναι; Μήπως την περάσαμε και δεν το κατάλαβα;... Τι δουλειά έχουν οι ελιές εδώ;... Αρχάνες; Δεν μπορεί! Κάποιος ανόητος θα άλλαξε την πινακίδα! Βέρα, μήπως μπορείς να αναβάλεις το ταξίδι για αύριο;... Βέρα; Κρύφτηκες πουθενά; Και δεν απαντάει και στο κινητό της! Α, μήνυμα!... Addio, amore! Forse la prossima estate (5)! Το πρώτο το κατάλαβα... ένα δάκρυ κυλάει... τα μάτια μου θολώνουν... Γιατί σκοτείνιασε ξαφνικά; Ποιος είσαι εσύ; Θόδωρε;...

Ο Θόδωρος είχε τρομάξει έτσι όπως είχα πέσει σε λήθαργο πάνω στην άμμο και προσπαθούσε να με ξυπνήσει. Ανασηκώθηκα όσο μου το επέτρεπε το μούδιασμα. Κόντευε μεσημέρι. Η παραλία των Ματάλων ήταν ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο. Η παρέα των Ιταλών έπαιζε με μία μπάλα στη θάλασσα. Αναζήτησα με το βλέμμα μου εκείνη. Ο Θόδωρος το κατάλαβε και μου έκανε νεύμα να κοιτάξω πίσω μου. Η Βέρα καθόταν στην ψάθα της κι έτρωγε με βουλιμία το πρωινό της. Έμεινα να την κοιτάζω αρκετή ώρα. Με αντιλήφθηκε και με προσκάλεσε να την συνοδεύσω στο κολατσιό της. Μμμ... Τώρα που την καλοβλέπω, σίγουρα απέχει αρκετά από την οπτασία που είδα στον ύπνο μου. Αλλά πάλι... είναι εδώ μπροστά μου, αληθινή, σάρκινη, λουσμένη από το μεσημεριανό ήλιο. Μινούτο, έρχομαι!... Ίσως προτιμήσω τελικά αυτήν εδώ, την πραγματική Βέρα – έστω και λίγο μουτζουρωμένη με μερέντα.

1 Ποικιλία σταφυλιού

2 Παρομοίως

3 Ευτυχώς λίγο καιρό αργότερα ξανάνοιξαν για το κοινό.

4 Επιπλέον δεσμίδα καρτών, πολυπόθητη κατά γενική και προσωπική ομολογία, που κερδίζει όποιος κλείσει τα χαρτιά του πρώτος και με την οποία έχει τη μοναδική ευκαιρία να αποκομίσει πολλούς πολλούς ακόμα υπέροχους πόντους.

5 Ίσως το επόμενο καλοκαίρι...

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Μετά την πανδημία του κορωνοϊού, η ανισότητα θα αυξηθεί»

Σωτήρης Ντάλης / «Μετά την πανδημία του κορωνοϊού, η ανισότητα θα αυξηθεί»

Ο αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και επικεφαλής της Μονάδας Έρευνας για την Ευρωπαϊκή και Διεθνή Πολιτική σχολιάζει τον αντίκτυπο της πανδημίας και της εκλογής Μπάιντεν στην Ευρώπη.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Επί Τραμπ οι μειοψηφίες κατέστησαν πλειοψηφίες»

Σωτήριος Σέρμπος / «Επί Τραμπ οι μειοψηφίες κατέστησαν πλειοψηφίες»

Τι σηματοδοτεί η εποχή Μπάιντεν και τι αφήνει πίσω του ο απερχόμενος Πρόεδρος; Απαντά στη LiFO ο Σωτήριος Σέρμπος, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Παν/μιο Θράκης και Ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Θεοκλής Ζαούτης: «Είναι αρκετά πιθανόν να έχουμε τρίτο κύμα πανδημίας»

Ελλάδα / Θεοκλής Ζαούτης: «Είναι αρκετά πιθανόν να έχουμε τρίτο κύμα πανδημίας»

Ο καθηγητής Παιδιατρικής και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και μέλος της Επιτροπής των Λοιμωξιολόγων του υπουργείου Υγείας μιλά για τα τελευταία δεδομένα της πανδημίας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο γυμνός βασιλιάς, το Καπιτώλιο και η επόμενη μέρα

Νικόλας Σεβαστάκης / Ο γυμνός βασιλιάς, το Καπιτώλιο και η επόμενη μέρα

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι ένας Γουίλι Σταρκ της εποχής μας. Υπάρχει κάτι σημαντικό που χωρίζει τη λαϊκιστική φαντασία των χρόνων του Μεσοπολέμου –όπως την αναπλάθει το μυθιστόρημα του Γουόρεν– από τα πλήθη που είδαμε να βγαίνουν από τα μεσαιωνικά σπήλαια των social media για να ορμήσουν προς το Καπιτώλιο.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Ευάγγελος Μανωλόπουλος: «Να μάθουμε να ζούμε με τις μάσκες, γιατί θα αργήσουμε να τις βγάλουμε»

Ελλάδα / Ευάγγελος Μανωλόπουλος: «Να μάθουμε να ζούμε με τις μάσκες, γιατί θα αργήσουμε να τις βγάλουμε»

Ο καθηγητής Φαρμακολογίας, Φαρμακογονιδιωματικής και Ιατρικής Ακριβείας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Φαρμακολογίας, Ευάγγελος Μανωλόπουλος, μιλά στη LiFO για τα εμβόλια και τις φαρμακευτικές αγωγές που εξετάζονται. Απαντά για το δεύτερο κύμα της πανδημίας, εξηγεί ποια είναι η αλήθεια για τις ΜΕΘ, πότε θα αποχωριστούμε τις μάσκες αλλά και πότε προβλέπεται η επάνοδος στην κανονικότητα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί η ασφάλεια του εμβολίου είναι υψηλού βαθμού; Ο καθηγητής της Οξφόρδης Πέτρος Λιγοξυγκάκης εξηγεί

Τech & Science / Γιατί η ασφάλεια του εμβολίου είναι υψηλού βαθμού; Ο καθηγητής της Οξφόρδης Πέτρος Λιγοξυγκάκης εξηγεί

Τι θα σημάνει η γενική χρήση των εμβολίων; Θα εφαρμοστούν νέοι κανόνες σχετικά με τον εμβολιασμό; Πότε προσδιορίζεται η έναρξή του; Και τι γίνεται με τους αρνητές;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Η ενδοχώρα της άρνησης και το εμβόλιο

Νικόλας Σεβαστάκης / Η ενδοχώρα της άρνησης και το εμβόλιο

Η όποια στρατηγική για τον εμβολιασμό χρειάζεται να είναι σκληρή με τον νεοφασισμό των fake news και της ωμής παραπλάνησης. Την ίδια στιγμή, όμως, πρέπει να εντάξει τις ανησυχίες, τις αντιρρήσεις και τις δεύτερες σκέψεις πολλών ανθρώπων.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Ευάγγελος Καϊμακάμης: «Έχουν πεθάνει πολλοί σαραντάρηδες στα χέρια μας χωρίς προβλήματα υγείας»

Ελλάδα / Ευάγγελος Καϊμακάμης: «Έχουν πεθάνει πολλοί σαραντάρηδες στα χέρια μας χωρίς προβλήματα υγείας»

Ο πνευμονολόγος-εντατικολόγος στο νοσοκομείο Παπανικολάου μιλά για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στις ΜΕΘ και τις μελλοντικές ανησυχίες του σχετικά με την πανδημία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Θεόδωρος Βασιλακόπουλος: «Ακόμη κι αν είχαμε 10.000 κλίνες ΜΕΘ, αν γέμιζαν όλες, θα θρηνούσαμε 4.000 θανάτους»

Ελλάδα / Θεόδωρος Βασιλακόπουλος: «Ακόμη κι αν είχαμε 10.000 κλίνες ΜΕΘ, αν γέμιζαν όλες, θα θρηνούσαμε 4.000 θανάτους»

Ο καθηγητής Πνευμονολογίας-Εντατικής Θεραπείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών σχολιάζει όλες τις τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

σχόλια

1 σχόλια