Με την μεγάλη γιορτή του Αγίου Δημητρίου ξεκινά μια μεγάλη περίοδος που θα φτάσει και πέρα από τα Χριστούγεννα, όπου πολύς κόσμος γιορτάζει. Ευκαιρία για εμάς να πούμε δυο λόγια, για το πώς περνούσαν οι πρόγονοί μας στις γιορτές τους.
Το πρώτο πράγμα λοιπόν που έκανε ο Αθηναίος ενός κάποιου κοινωνικού επιπέδου, ανοίγοντας πρωί-πρωί την εφημερίδα του, ήταν να διαβάσει στις κοσμικές στήλες ποιοι γιόρταζαν και ποιοι δεν δέχονταν επισκέψεις, ώστε να κανονίσει το εορταστικό πρόγραμμα της ημέρας!
Οι εφημερίδες της εποχής (βρισκόμαστε στο 1890 περίπου) φρόντιζαν να τον ενημερώσουν πλήρως με ατελείωτες στήλες, γεμάτες ονόματα εορταζόντων και μη, κάθε φύλου, ηλικίας και κοινωνικής θέσης.
Πρώτα ξεκινούσε η στήλη με τα ονόματα των επισήμων: πολιτικών, διπλωματών, καθηγητών, επιστημόνων κ.ά. «Σήμερον εορτήν του αγίου Δημητρίου του Μυροβλήτου», έγραφε η εφημερίδα στις 26 Οκτωβρίου 1889, «εορτάζουσι οι κ.κ. Δημ. Βουλπιώτης, υπουργός, Δημ. Καλλιφρονάς…». Η επόμενη στήλη αφορούσε ανάμεικτα ονόματα: «Εορτάζει ο μικρός Μίμης Αντωνόπουλος, ο αιδεσιμότατος εφημέριος Αγίας Ειρήνης Δημήτριος, ο Μίμης του φαρμακοποιού κ. Α. Βασιλείου...»
Αφού τελείωναν οι άρρενες πάσης ηλικίας, ακολουθούσαν οι κυρίες και δεσποινίδες: «... Δήμητρα Σαραντοπούλου, η δεσποινίς Δημητρούλα, ανεψιά του αρχιεπισκόπου Κερκύρας, η Μιμήκα του φίλου κ. Καλαράκη, η Τιτίκα, το κοριτσάκι που ξετρελλαίνει με την απαγγελία του...»
Ακολουθούσε η στήλη «Εορτάζουσιν εν Πειραιεί» και η στήλη «Εν Λαυρίω εορτάζουσι» και, φυσικά, η απαραίτητη στήλη «Δεν εορτάζουσιν». Με αυτά και με εκείνα γέμιζε έτσι μισή εφημερίδα κι ο Αθηναίος μας ήταν τώρα πια προετοιμασμένος και, προπάντων, ενημερωμένος.
Και να ήθελε όμως να αγνοήσει κάτι, υπήρχε πάντα και η αγαπητή σύζυγος, που συμβουλευόταν το δικό της ημερολόγιο κι επενέβαινε συμπληρωματικά:
– Άκουσε, Κοσμά μου, μην ξεχάσης να πας και στου δασκάλου των παιδιών. Να περάσης και από την μαμή. Εορτάζει ο πατέρας της. Μη λησμονήσης τον Τάκη της θειάς Σμαράγδας και τη Δημητρούλα του Σκαναπίπα. Πες και ένα χρόνια πολλά στην κυρά Δημήτραινα, που μας φέρνει τα ραδικοβλάσταρα. Ο άνθρωπος πρέπει να είνε καταδεκτικός.
Η Αθήνα γιόρταζε έτσι συνεχώς. Στους δρόμους, στα κέντρα, στα μαγαζιά, στα γραφεία, στα σπίτια, άκουγες το «Χρόνια πολλά, να ζήσεις. Και του χρόνου!»
Εξυπακούεται, βεβαίως, ότι κάθε ονομαστική γιορτή, γάμοι, βαφτίσια, κηδείες, μνημόσυνα, κατέληγαν σε ανεπίσημες αργίες στα γραφεία, ιδίως τα δημόσια:
– Ο κύριος Διευθυντής δεν είν’ εδώ;
– Δεν θάρθη σήμερον. Εορτάζει η κυρία του.
– Μπορώ να δω τον κ. Προϊστάμενο;
– Πάει σε μια κηδεία...
– Ο κύριος Τμηματάρχης;
– Πήγε εις το ετήσιον μνημόσυνον τού...
Ας δούμε όμως και την άλλη πλευρά, εκείνη των εορταζόντων.
Τουλάχιστον μία βδομάδα νωρίτερα ξεκινούσαν οι προετοιμασίες: βαψίματα, σφουγγαρίσματα, τινάγματα χαλιών, καθάρισμα επίπλων, ραψίματα φουστανιών, προετοιμασία ριζάλευρων, αμυγδάλων, λιώσιμο εκλεκτού βουτύρου, γάνωμα κατσαρολών, κοσκίνισμα ψιλής ζάχαρης, κανέλας, μοσχοκάρυδου και, τέλος, δανεισμός κάθε χρειώδους από τα γειτονικά «φιλικά προσκείμενα» σπίτια.
Την ημέρα της γιορτής, όλη η οικογένεια βρισκόταν στο πόδι από τα βαθιά χαράματα για τις τελευταίες προετοιμασίες. Το αργότερο στις 10, όλος ο κόσμος ήταν έτοιμος για την «Επιθεώρηση του Σαββάτου», όπως λέγαμε στο στρατό.
Κορδέλες, κορδελάκια, δαντελίτσες, ψεύτικα λουλούδια και ό,τι γυάλιζε, το έβρισκε κανείς στο θηλυκό προσωπικό της οικογένειας. Τα αγόρια, καινούρια παπούτσια...
Ο κύριος του σπιτιού έβαζε τη ρεδιγκότα του, που ήταν μερικώς τσαλακωμένη και μύριζε καμφορά, πιπέρι και καπνό. Η κυρία, αν δεν φορούσε καινούριο φόρεμα, φορτωνόταν υποχρεωτικά όλα της τα κοσμήματα. Εξυπακούεται ότι την προηγούμενη ημέρα είχε επισκεφθεί τον κομμωτή της!
Η υπηρέτρια, καινούριες παντόφλες κι άσπρη ποδιά. Το σκυλάκι και η γάτα, μάλλινα φουντάκια στ’ αυτιά ή κορδελάκια στο λαιμό!
Στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας τοποθετούνταν τα δώρα που έφερναν οι επισκέπτες: τα μπουκέτα λουλουδιών, σφιγμένα μέσα σε άσπρο γλασέ και δαντελέ χαρτί. Παραδίπλα οι τούρτες και οι πάστες, τα τηλεγραφήματα και τα εντός φακέλου επισκεπτήρια...
Η μαμά και οι μεγάλες κόρες περίμεναν στο σαλονάκι, ενώ ο πατέρας, πίσω από την πόρτα, ήταν «επί της υποδοχής».
Μικρά και τετράποδα γύριζαν σαν τις σβούρες, ενώ τα παιδιά, όποτε έβρισκαν ευκαιρία, βουτούσαν τα δάχτυλα στα γλυκά...
– Τυχεροί είμαστε, Προκόπη, έλεγε η σύζυγος κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο. Ο Θεός μάς έκανε καλό καιρό.
– Νου-ζ-ωρόν μποκού ντε μοντ (τουτέστιν, θα έρθει πολύς κόσμος), πρόσθετε η πάντοτε γαλλίζουσα πρωτότοκος κόρη.
Και ο πατήρ συμπλήρωνε με τα μοναδικά «γαλλικά» που ήξερε:
– Τρε βουί...
Μιλώντας για Θεό και καλό καιρό, να αναφέρουμε ότι πρώτος επισκέπτης ήταν πάντα ο παπάς της ενορίας! Εξαιρετικά καθαρός, χάριν της γιορτής, έμπαινε μεγαλόπρεπα με το μπαστούνι του και το κομπολόι του. Αμέσως μετά ακολουθούσε ο ασπασμός της δεξιάς και η υποχρεωτική απαγγελία ποιημάτων εκ μέρους των μικρών παιδιών. Μετά το δεύτερο κονιάκ, ακουγόταν και η σταθερή, κάθε χρόνο, ευχή του: «Και στους γάμους της θυγατέρας σου».
Ακολουθούσε ο τακτικός δεύτερος επισκέπτης, ο φαρμακοποιός της γειτονιάς, ο οποίος επαναλάμβανε κάθε χρόνο την ίδια ατάκα:
– Αν και δε με συμφέρει, εν τούτοις εύχομαι σ’ όλους σας υγεία.
Και μετά δεν προλάβαινε να ανοιγοκλείνει η πόρτα και να εισρέει πλήθος ολόκληρο από φίλους και συγγενείς, μέχρι 15ου βαθμού!
Ο εορτάζων πρόσφερε στους επισκέπτες εκλεκτά γλυκίσματα και ποτά, αγορασμένα από τα ζαχαροπλαστεία και τα οινοπωλεία-κάβες της Αθήνας, ενώ όποιος ήθελε να κάνει οικονομία, προσέφερε γλυκά του κουταλιού ή γλυκά ταψιού, οικιακής κατασκευής.
Πολύς κόσμος έβγαζε λεφτά σε μεγάλες γιορτές, όπως αυτή του αγίου Δημητρίου, που αναφέρουμε. Κατ’ αρχάς οι αμαξάδες, που ήταν περιζήτητοι ιδιαίτερα το βράδυ. Έπειτα οι «μουζικάντες», οι οποίοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι κι έπαιζαν διάφορα τραγούδια, συντελώντας έτσι σε μια πιο πανηγυρική ατμόσφαιρα σ’ ολόκληρη τη γειτονιά:
Εμείς εδώ δεν ήλθαμε
να φάμε και να πιούμε
μόνον σας αγαπούσαμε
κι’ ήλθαμε να σας δούμε.
Σ’ αυτό το σπίτι πούρθαμε
είνε σαν την Ευρώπη
γιατί μας υποχρέωσαν
οι ευγενείς σας τρόποι.
_______
(Το κείμενό μου αυτό είναι βασισμένο σε μια σειρά από πληροφοριακά άρθρα με γενικό τίτλο «Η Αθήνα μέσα σε 40 χρόνια» του Μιλτ. Λιδωρίκη, που δημοσίευσε η Εστία τον Μάρτιο του 1929. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο βιβλίο μου «Η Παλιά Αθήνα ζεί, γλεντά, γεύεται 1834-1938» Εκδόσεις «Ωκεανίδα», Αθήνα 2011)
σχόλια