Η Κέλλυ που εντόπισε και μου έστειλε την κριτική του Γρηγόρη Ιωαννίδη στην Εφημερίδα των Συντακτών, γράφει:
"Για τη συλλογή σου...
Δεν ξέρω αν έχει δίκιο γιατί λατρεύω τις δουλείες του Λυγίζου.
Οι περσινές Βάκχες ήταν ότι καλύτερο δει πρόσφατα στο κατ' εμέ πιο δύσκολο τραγικό έργο που έχεις να πραγματευτείς την εμφάνιση Θεού στη σκηνή σαν μέρος της δράσης και όχι σαν από μηχανής Θεό.
Όσο για φιλμ "το αγόρι που τρώει το φαγητό του πουλιού " τα λόγια είναι περιττά."
====
Μια παράσταση σαν αγγαρεία
Του Γρηγόρη Ιωαννίδη
Είχα χρόνια να δω την πλατεία του Εθνικού τόσο άδεια από κόσμο· τη σκηνή τόσο άδεια από ιδέες. Είναι προφανές ότι ο σκηνοθέτης Εκτορας Λυγίζος βρίσκει το έργο του Μάτεσι προβληματικό. Και νιώθει πως κρατά στα χέρια του μαχαίρι και πεπόνι. Κανένας δεν μας αναγκάζει, όμως, να ανεβάσουμε κάτι που δεν το πιστεύουμε. Ασχημο ξεκίνημα για το Εθνικό.
Ασχημο ξεκίνημα για το Εθνικό. Αν το ανέβασμα του «Περιποιητή Φυτών» –αυτό το ανέβασμα- έφερε το έργο από το μακρινό 1989 στο φετινό ρεπερτόριο για να αποτίσει φόρο τιμής στον Παύλο Μάτεσι, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο τιμάται ένας συγγραφέας. Είχα καιρό να δω την πλατεία του Εθνικού τόσο άδεια από κόσμο· τη σκηνή του τόσο άδεια από ιδέες. Και το θέατρο του ίδιου του Μάτεσι τόσο αμφιλεγόμενο, μακριά από κάθε τι που λογίζεται έργο άξιο να ανεβαστεί και να ξαναπαιχτεί ύστερα από χρόνια.
Δεν ξέρω αν το ανέβασμα του «Περιποιητή» από τον Εκτορα Λυγίζο προέκυψε κατόπιν ανάθεσης ή κατ’ επιλογήν του ιδίου. Αυτό που είδα πάντως θυμίζει αγγαρεία. Διάβασα με ενδιαφέρον τη σχετική συνέντευξή του στην εφημερίδα μας. Και αναρωτιόμουν -δεν ήμουν πιστεύω ο μόνος- για ποιο έργο αληθινά μιλάει. Οχι πάντως για τον «Περιποιητή Φυτών». Εκτός από μια εντελώς παράταιρη ερμηνεία, ήταν με δυο λόγια προφανές ότι ο ίδιος ο σκηνοθέτης έβρισκε το έργο προβληματικό, αν όχι κι ενοχλητικό. Φρόντισε λοιπόν: α) να αλλάξει τους όρους του και β) να το περικόψει μέχρις εξοντώσεως.
Ας δούμε πρώτα τους όρους του «προβλήματος». Για κάποιο λόγο ο συγγραφέας φρόντισε να περιγράψει τους δύο ήρωές του ειρωνικά ως «νέα ταλέντα», οιονεί ηθοποιούς. Είναι επίσης ηλικιακά ορισμένοι από αυτόν, με σαφήνεια: ο ένας «άνω των 55», ο άλλος «άνω των 45». Εχουν και οι δυο -για κάποιο λόγο- απομακρυνθεί από την κοινωνία και κατοικούν σε μια «έρημη χώρα», δίπλα στον ωκεανό. Ετοιμάζουν ένα έργο –ες αεί–, γεγονός που κατακλύζει τη σκηνή με ευρήματα θεάτρου στο θέατρο. Στο έργο βρίσκονται -όχι τυχαία- και διάφορα άλλα ευρήματα «αποκαλύψεως»: ένας Αγγελος που τουφεκίζεται και πέφτει στη σκηνή «με χυδαίο γδούπο», άλλες μορφές που επεμβαίνουν ως μοίρες, ένα ζευγάρι που χορεύει. Οπως πάντα στον Μάτεσι, το πράγμα εκτρέπεται κάποια στιγμή στο γκροτέσκ.
Και ιδού τι έκανε ο Λυγίζος: Δεν του άρεσε, όπως φαίνεται, που τα πρόσωπα ήταν έστω και κατ’ επίφασιν «ηθοποιοί». Δεν ήταν σικ. Προσπάθησε επομένως να μειώσει τις αναφορές στο θέατρο (σαν να ήταν αυτό το ελάχιστο στο νόημα του έργου). Δεν του άρεσε επίσης ο «ωκεανός». Βαρύγδουπο πράγμα. Γι’ αυτό μετέφερε το έργο σε κάποιο διαμέρισμα στα Πατήσια, με τα μωσαϊκά και τα παρκέ του. Το έργο αποπνέει, στη δική του ανάγνωση, «αστική μοναξιά». Δεν συμφωνεί επίσης με την επιλογή της ηλικίας. Γι’ αυτόν, ο «Περιποιητής» θέλει κάτι να πει για την κρίση των 40. Ας είναι οι Αγγελοι ως προς αυτό κάπως προβληματικοί –ειδικά όταν πέφτουν από ταβάνια αστικών διαμερισμάτων. Κανένα πρόβλημα: τους κόβει. Εκοψε μαζί κι όλες τις άλλες μορφές – έκοψε το ζευγάρι που χορεύει· έκοψε διαλόγους· έκοψε το πνεύμα της κατασκευής του Μάτεσι. Στο σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη (από μόνο του ωραίο) διατήρησε μόνο την αρχική ιδέα, έναν πρώτο σκελετό, ένα σκαρίφημα του έργου. Και αφαίρεσε από το υπόλοιπο μεταξύ άλλων τη μεταφυσική αύρα του.
Δεν ζούμε όμως στα 1989, που κάτι τέτοιο θα αποτελούσε θανάσιμο αμάρτημα (και λόγο ακύρωσης της παράστασης από τον συγχωρεμένο). Είμαστε στα 2013 και ο σκηνοθέτης νιώθει πως κρατά πια στα χέρια μαχαίρι και πεπόνι. Νιώθω κι εγώ την επιθυμία να μοιραστώ την ιδέα ότι, αληθινά, ο «Περιποιητής» είναι ένα σπουδαίο κτήμα μιας, αλίμονο, περασμένης εποχής. Δεν είναι που μοιάζει στον Μπέκετ. Είναι που το ίδιο το μήνυμά του βρίσκεται μακριά από τα δικά μας ερωτήματα, τις σημερινές ανησυχίες.
Δεν πειράζει όμως. Δεν μας αναγκάζει κανένας να τον ανεβάσουμε, ειδικά όταν δεν πιστεύουμε σε αυτόν. Ο «Περιποιητής» είναι έργο βαθιά υπαρξιακό, που μιλά για την ανάγκη να υπάρξουμε μέσω και εξαιτίας του Αλλου. Μιλά επίσης για πολλά και διάφορα, άμεσα ή παρεμπιπτόντως. Για τη μεταφυσική αγωνία, για το άγχος της ταυτότητας, για την εξάρτηση από διάφορα κοινωνικά και πολιτιστικά παραισθησιογόνα. Δεν μιλά όμως για την κρίση ηλικίας. Δεν μιλά για αστικές μοναξιές. Και είναι μάλλον αμφίβολο αν στην περίπτωση αυτού του παράξενου Αλλου, που εισχωρεί κάποια στιγμή στο σπίτι του Περιποιητή και το κατοικεί, υπονοεί μια πιθανή κατάθλιψη του πατέρα.
Δεν με πείραξαν όλα αυτά τόσο όσο αυτό το τελευταίο: ο Μάτεσις υπήρξε πριν από όλα δεξιοτέχνης του λόγου. Τα έργα του βασίζονται στον αστραφτερό διάλογο, στον αντίλογο, στη δηλητηριώδη ατάκα, στην ειρωνεία. Υπεισέρχεται σαν αληθινός κοζέρ στο αστικό σαλόνι και τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια των κατοίκων του. Αυτό ήταν άλλωστε το παιχνίδι του. Χωρίς αυτό, το έργο του βαραίνει πολύ, γίνεται φλυαρία σε φιλοσοφικούς βοσκότοπους.
Θα μου πείτε πως κρίνω τώρα εκ του αποτελέσματος. Αληθεύει αυτό. Γιατί αν βλέπαμε έναν περικομμένο Μάτεσι προς δόξαν του ιδίου και της κοσμοθεωρίας του, προς τιμήν της ιδιάζουσας γραφής του, θα ήταν αποδεκτή μια τέτοια προσέγγιση. Θα είχαμε να σχολιάσουμε, έστω, την πολεμική μεταξύ έργου και ανεβάσματος. Εδώ όμως έχουμε δύο παράλληλους μονόλογους, αν όχι έναν, που εκπηγάζουν από εκείνο που ο σκηνοθέτης θα ήθελε κατά βάθος να ανεβάσει. Είναι λογικό το αποτέλεσμα να είναι μια ανυπόφορα βαρετή παράσταση, ένα άνευ λόγου και κινήσεως κατασκεύασμα.
Υπάρχουν και άλλα να πει κανείς, μα σταματώ εδώ. Να τιμά το Εθνικό τον Μάτεσι μπροστά σε άδεια πλατεία, δεν είναι πράγμα ούτε σωστό ούτε δίκαιο. Ας επιστρέψει σε αυτόν με άλλη περίσταση, με άλλο έργο και οπτική. Στην παράξενη απόδοσή τους, ο Περιποιητής του Μιχάλη Κίμωνα, ο Κωνστάντιος του Δημήτρη Παπανικολάου και ο Φρίξος του Γιώργου Συμεωνίδη υπηρετούν με ζέση ένα εκ προοιμίου χαμένο στοίχημα.
σχόλια