Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης δεν θέλησε να εντάξει το έργο του Η Γειτονιά των Αγγέλων στα άπαντά του (κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος). Ακόμα και στην επίσημη ιστοσελίδα του (www.kambanellis.gr) το μόνο που αναφέρεται για το έργο είναι ότι ανέβηκε από τον θίασο Τζένης Καρέζη στο Θέατρο Κοτοπούλη το 1963 σε σκηνοθεσία του συγγραφέα, με σκηνικά και κοστούμια του Βασίλη Φωτόπουλου και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Όσο για την κινηματογραφική εκδοχή του έργου, μια υποσημείωση συμπληρώνει τον κατάλογο των ταινιών του που βασίστηκαν σε έργα του (ή σε δικά του σενάρια): «Η ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη Γυμνοί στον Δρόμο του 1969 βασίζεται στο θεατρικό έργο του Ι.Κ. Η Γειτονιά των Αγγέλων». Αυτό είναι όλο.
Έγραψε τη Γειτονιά των Αγγέλων έπειτα από παραγγελία της Τζένης Καρέζη, το καλοκαίρι του 1963. Ήταν η πρώτη απόπειρα του Καμπανέλλη να δουλέψει –και ως σκηνοθέτης– στο εμπορικό θέατρο, εκτός του προστατευτικού πλαισίου του Εθνικού Θεάτρου (Η έβδομη μέρα της δημιουργίας, 1956) και του Θεάτρου Τέχνης (Η Αυλή των Θαυμάτων, 1957 και Η ηλικία της Νύχτας, 1959). Η μουσική και τα τέσσερα λαϊκά τραγούδια που έγραψε για την παράσταση ο Μίκης Θεοδωράκης στήριξαν μια νέα δραματουργική πρόταση, ένα λυρικό δραματικό θέατρο που καθ' υπερβολήν χαρακτηρίστηκε από κριτικό της εποχής έως και «λαϊκή όπερα».
Το πείραμα, πάντως, δεν πέτυχε και η παράσταση κατέβηκε σ' έναν μήνα. Δικαιολογημένα, θα έλεγα. Η ιστορία είναι πολύ αδύναμη για να μπορέσει να προκαλέσει το παραμικρό ενδιαφέρον. Η ταξική αντιπαράθεση που πληγώνει τον έρωτα ενός φτωχού νέου με κόρη εργοστασιάρχη (σε συνδυασμό με τις αντιδράσεις του μικρόκοσμου μιας γειτονιάς στη Δραπετσώνα της δεκαετίας του '60, που αρνείται, ως αταίριαστη, τη σχέση τους) ήταν εξωπραγματική σε μια εποχή μεγάλου πολιτικού αναβρασμού. Δεν ήταν μακριά η «μάχη της παράγκας» (1960), όταν πρόσφυγες εγκατεστημένοι στη Δραπετσώνα αντιστάθηκαν και απέτρεψαν την κατεδάφιση των φτωχικών τους, ούτε οι εκλογές βίας και νοθείας του 1961 και ο ανένδοτος αγώνας του Γεωργίου Παπανδρέου, που θα οδηγήσουν τελικά στη νίκη της Ένωσης Κέντρου στην εκλογική αναμέτρηση του Νοεμβρίου 1963. Πώς να είναι πειστική σήμερα;
Αλλά αν ο συγγραφέας δεν εκτιμά ένα έργο του τόσο ώστε να το εντάξει στα άπαντά του, για ποιον λόγο να ασχοληθεί κάποιος μαζί του 50 χρόνια μετά; Ακόμα κι ένας σπουδαίος συγγραφέας, όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, μπορεί να έχει τις άτυχες στιγμές του και η Γειτονιά των Αγγέλων τέτοια ήταν.
Αυτό, λοιπόν, το αδύναμο έργο (η σχηματική ιδέα ενός κοινωνικά αταίριαστου έρωτα δεν αναπτύσσεται, αλλά οδηγείται σ' ένα εξαρχής αναμενόμενο φινάλε) επιλέχθηκε ως πρώτη παράσταση στη Σκηνή Κοτοπούλη του Εθνικού, σε σκηνοθεσία μάλιστα του παλαιού των ημερών Κώστα Τσιάνου.
Ο τελευταίος πρόσθεσε μερικά ακόμα από τα έξοχα λαϊκά τραγούδια που έγραψε ο Μίκης τη δεκαετία του '60 κι έστησε μια μουσική παράσταση, όπου η υπόθεση του έργου λειτουργεί ως υποτυπώδες όχημα για να ακουστούν τα τραγούδια. Θέατρο παλιομοδίτικο, ξεπερασμένη υποκριτική, ένας πρωταγωνιστής ξένος προς τον ρόλο του (ο Νίκος Ψαρράς ως οικοδόμος!), μια πρωταγωνίστρια (Μαρίνα Ασλάνογλου) που επιμένει να κυκλοφορεί με κόκκινες σατέν γόβες στην προσφυγική φτωχογειτονιά, αμήχανος θίασος, ανέμπνευστο σκηνικό, ούτε ρεαλισμός, ούτε λαϊκός εξπρεσιονισμός, κι ένας τραγουδιστής που τραγουδάει υπέροχα (Ζαχαρίας Καρούνης), αλλά χωρίς η παρουσία του να είναι ενταγμένη φυσικά στη δράση. Κακό έργο, παλιομοδίτικη παράσταση. Από το χειροκρότημα, πάντως, φάνηκε ότι στο κοινό της περασμένης Κυριακής (συνταξιούχοι του Δημοσίου, τότε που το Δημόσιο είχε κύρος) άρεσε.
Κι από τη σκηνή Κοτοπούλη, στη Νέα Σκηνή όπου παρουσιάζεται ο Περιποιητής Φυτών του Παύλου Μάτεσι, σε σκηνοθεσία Έκτορα Λυγίζου. Το 1989, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, έκανε αίσθηση αυτή η μπεκετικού ύφους, αγωνιώδης παραβολή για την ύπαρξη μέσα στην τέχνη, που συχνά είναι μοναχική, απροσάρμοστη, εμμονική, φασματική. Υφίσταται ύπαρξη μέσα στην τέχνη, όταν δεν υπάρχει αποδέκτης που να την αναγνωρίσει ως τέτοια; Υπάρχει καλλιτεχνικό έργο ερήμην του (όποιου) κοινού; Κι όταν υπάρξει αποδέκτης και ανταπόκριση, πόσο επηρεάζεται η αρχική ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση από εξωγενείς παράγοντες;
Ενδιαφέροντα όλα αυτά, αλλά δεν είναι κατάλληλη η στιγμή για να μας απασχολήσουν. Το θέατρο που έχει ως θέμα τον εαυτό του δεν το σηκώνει η εποχή. Είναι τόσο οξείες οι συγκρούσεις που εξελίσσονται αυτήν τη στιγμή στον κόσμο γύρω μας, στον πραγματικό χρόνο, που το ζήτημα της «υπερβατικότητας της σκηνής» δεν μπορώ να φανταστώ ποιον μπορεί να ενδιαφέρει .
Ο Έκτορας Λυγίζος έστησε μια καθαρή παράσταση, σ' έναν σκηνικό χώρο τεχνητό, επινοημένο, ειδικά κατασκευασμένο για την κατασκευασμένη υπόθεση δύο ηθοποιών αυτοεξόριστων σε μια ερημική παραλία, που επί πέντε χρόνια δουλεύουν έργα που δεν βλέπει κανείς . Οι ερμηνείες του Γιώργου Συμεωνίδη και του Δημήτρη Παπανικολάου είναι καλοδουλεμένες, το σώμα παρόν. Μάταιος κόπος. Τίποτα απ' ό,τι συμβαίνει επί σκηνής δεν σε αγγίζει. Τίποτα δεν σε αφορά.
Η αστοχία της επιλογής προκαλεί απορία. Και αν σκεφτείς ότι το επόμενο διάστημα στις διάφορες σκηνές του Εθνικού έχουν προγραμματιστεί τα Πρόβα Νυφικού, Φλαντρώ και Φιλάργυρος, βλέπεις πως πέντε στα πέντε, τα έργα που επιλέχθηκαν δεν μπορούν να συνομιλήσουν με την εποχή μας και τις ιδιαιτερότητές της. Η εικόνα διορθώνεται μόνο με τον καινούργιο χρόνο, με τον Ρόλο Μεφίστο του Κλάους Μαν σε διασκευή Αριάν Μνουσκίν, το Δεκαήμερο του Βοκάκιου και τη Δυτική Αποβάθρα του Κολτές.