Ένα καλοκαιρινό βράδυ του 1998 η Λ. σταμάτησε απότομα το αυτοκίνητο της μπροστά από ένα γκριφόν κανίς που στεκόταν στο πεζοδρόμιο και την κοιτούσε κατάματα. Έμοιαζε εγκαταλειμμένο. Τού άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. «Έλα μέσα» του φώναξε απαλά. Το σκυλάκι με ένα μικρό σάλτο κάθισε δίπλα της και ώσπου να φτάσουν σπίτι καθόταν ήσυχο σα να απολάμβανε τη διαδρομή.
Στο σπίτι, όμως, η Λ. είχε δύο γατιά και φοβόταν ότι θα ήταν δύσκολη η συμβίωση. Αποφάσισε, λοιπόν, να δώσει το αυτοκίνητο της στον σκύλο ως διαμέρισμα του.
Τον βάφτισε Μπέντζι και κάθε μέρα τον έβγαζε μεγάλες βόλτες, τον τάιζε και μετά τον γύριζε στο δικό του σπίτι, το αυτοκίνητο της. Ο Μπέντζι είχε αρχίσει να νιώθει πανευτυχής.
Στους τρεις μήνες όταν πλάκωσε ο χειμώνας η Λ. πήρε τον Μπέντζι μέσα στο σπίτι της. Κι αυτός, όχι μόνο δεν φάνηκε εχθρικός ή ζηλιάρης, αλλά από τη δεύτερη μέρα έγινε απαραίτητος φίλος των γατιών.
Μαζί με τη Λ. και τα γατιά της, τον Μπέντζι λάτρεψε και ο γιος της ο Δ. Τον είχε μάλιστα ονομάσει Top Model των σκυλιών, διότι ήταν και σκύλος κούκλος.
Ο Δ. έπαιζε με τον Μπέντζι, τον φρόντιζε. Έβγαινε έξω τα βράδια και περίμενε πως και πως να γυρίσει σπίτι και να τον δει για να παίξουν.
Ο Δ. έφυγε από τη ζωή σε ηλικία είκοσι κάτι, το 2000. Ο διάολος που 'χε επιλέξει να παλέψει μαζί του δεν σκάμπαζε από αγάπη σε ανθρώπους, πόσο μάλλον σε ζώα.
Η Λ. θρηνούσε απαρηγόρητη τον χαμό του παιδιού της. Κάθε βράδυ ο Μπέντζι που είχε γίνει πια μέλος της οικογένειας, κοιμόταν στα πόδια της. Τη ζέσταινε και την παρηγορούσε.
Γνώρισα τη Λ. και τον Μπέντζι το 2001 με νωπό τον, μέχρι σήμερα αξεπέραστο, θρήνο τους για τον Δ.
Η Λ. δεν τον αποκαλούσε πια Top Model, αλλά Αγγελάκι των Σκύλων, ενδεχομένως στη μνήμη του γιου της και της αγάπης που του είχε. Ήταν και άσπρος-άσπρος, σγουρομάλλης...
Όλα αυτά τα χρόνια έβαλα κι εγώ πολλές φορές τον Μπέντζι μες στην αγκαλιά μου. Του μιλούσα γλυκά στα αυτάκια που τα σήκωνα με τα χέρια μου για να μ' ακούσει καλύτερα και του πρόσφερα μπουκιές απ' το φαΐ μου, καθ' ότι ήταν και πολύ ζήτουλας σαν έβλεπε ανθρώπους να στρογγυλοκάθονται και να τρώνε δίπλα του.
Μόνο τα καλοκαίρια δεν τον πολυέβλεπα, αφού η Λ. με τον Θ., τον σύντροφο της, τον έπαιρναν μαζί τους στην Αίγινα, όπου εκεί το σκυλί περνούσε παραδείσια.
Τον τελευταίο χρόνο ο Μπέντζι δεν άκουγε, δεν έβλεπε, αλλά σοβαρό πρόβλημα με την υγεία του δεν υπήρχε. Ούτε να μασήσει πια μπορούσε, αφού τα δοντάκια του έπεφταν ένα - ένα σαν γέρος άνθρωπος. Όταν τον είχε βρει η Λ. ήταν ήδη ενός έτους, άρα βάδιζε ολοταχώς για τα 16.
Πριν μία εβδομάδα η Λ. μου είπε ότι είναι τόσο γεράκος πλέον που δε μπορεί να βγει απ' το σπίτι ούτε καν για την καθιερωμένη βόλτα, που κάθε υγιής σκύλος καραγουστάρει. Φοβήθηκα ότι δεν θα αργήσει να συμβεί το μοιραίο. Δεν ήθελα να το σκέφτομαι, γνωρίζοντας πως στην ουσία η Λ. θα ξαναζήσει τον συντριπτικό χαμό του παιδιού της.
Χθες βράδυ η Λ. μου ζήτησε να της πάω μια σύριγγα για να του δώσει φάρμακο που δεν υπήρχε περίπτωση να το δεχτεί αλλιώς. Την έπλυνα καλά τη σύριγγα, με την οποία ταΐζω κι εγώ γάλα όσα γατιά κατά καιρούς παρατάνε στην αυλή μου οι άστοργες γατομάνες, και της την πήγα. Ο Μπέντζι καθόταν στωικός, γαλήνιος, δεν έμοιαζε να υποφέρει. Μας κοιτούσε στα μάτια μόνο σα να αποχαιρετούσε τους ανθρώπους για τα 15 χρόνια ευτυχίας που του πρόσφεραν.
Σήμερα το απόγευμα η Λ. μου τηλεφώνησε και μου σπάραξε την καρδιά: Λίγη ώρα πριν ο Μπέντζι ανασηκώθηκε, την πλησίασε και χώθηκε στην αγκαλιά της. Κι εκείνη την ώρα που τον χάιδευε τον ένιωσε να σπαρταράει. Το ζωντανό έχωσε το κεφάλι του μέσα στο στήθος της και εκεί ξεψύχησε.
Το τηλεφώνημα της Λ. με πέτυχε στο ραδιόφωνο, λίγο πριν μπω για την εκπομπή. Το μόνο που μπορούσα να κάνω, όσο γελοίο κι αν ακούγεται σε κάποιους σοβαρούς ανθρώπους, ήταν να αφιερώσω τη Μελαγχολία της ευτυχίας του Χατζιδάκι στη μνήμη του Μπέντζι. Βούρκωσα κι ανάγκασα τον ηχολήπτη να τρέχει για χαρτομάντιλα...
Κανείς που δεν είχε ποτέ του ζώο δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της απώλειας. Λένε πως καλό είναι να μεγαλώνουν με ζώα τα μικρά παιδιά για να εξοικειώνονται με τον θάνατο. Κι αν είναι μεγάλα τα παιδιά; Δεν αγαπούν, δεν πονάνε; Όταν οι άνθρωποι μεγαλώνουν, σαν τη Λ. που 'χει περάσει προ πολλού τα εξήντα, δεν έχουν δικαίωμα στον προσωπικό θρήνο; Για ένα ζωάκι, μια ψυχή, που έζησε κοντά τους, γυρεύοντας μόνο φαγητό και αγάπη; Όχι, δεν ξεπερνιέται εύκολα ο θάνατος ενός ζώου που έχει μεγαλώσει, ζήσει, και πεθάνει στα χέρια σου.
Έχω κι εγώ μια γάτα στο πατρικό μου, μεγάλη σε ηλικία, πατημένα 16. Δεν τη βλέπω συχνά τα τελευταία δυο χρόνια, μα όταν σκέφτομαι τη δύσκολη στιγμή που θα 'ρθει, πάλι βουρκώνω και προτιμώ να σκέφτομαι άλλα πράγματα.
Πλέον είμαι σίγουρος πως αν ήμουν υπολογιστής ψυχίατρος θα υποστήριζα πόσο ο πόνος της απώλειας ενός ζώου αντικατοπτρίζει στην πραγματικότητα τον φόβο του ανθρώπου απέναντι στο θάνατο άλλων ανθρώπων, των πιο δικών του ανθρώπων.
Στη μνήμη του Μπέντζι που χάσαμε σήμερα, λοιπόν, αφιερώνω το παρακάτω σπαρακτικό ποίημα του Ερρίκου Μπελιέ. Τίτλος του, Ζωοφιλία. Τουλάχιστον ο Μπέντζι έφυγε σε καλύτερες συνθήκες απ' αυτές που περιγράφει ο ποιητής...
Καθένας που έχουμε κατοικίδιο
πρέπει από τώρα να γνωρίζει
πώς κάποτε ίσως χρειαστεί ευθανασία.
Προκειμένου απίσχνανση και φριχτοί πόνοι
καλύτερα να κλείσει το διάφραγμα
και να μη βγαίνουν πια φωτογραφίες
καλύτερα στον ειδικό τον απαθή
που με κινήσεις αβαρείς θα μπήξει τη βελόνα
το σκληρό υγρό θα διοχετευθεί στάζοντας νύχτα
το σώμα το αιώνιο ζητούμενο θα λύσει
και θα γείρουμε
-ως τελευταία ηδονής αντιφυγάδευση-
ν' αναπαυθούμε στου κατοικίδιου τη σίγουρη αγκαλιά.
Φτωχέ μου Μπέντζι, σε αποχαιρετίσαμε σήμερα με Μάνο Χατζιδάκι και Ερρίκο Μπελιέ, να μην έχεις παράπονο, εσύ που έζησες μια ζωή όλο ποιότητα.
σχόλια