Νυχτερινή Προσευχή, ΙΙ
Μεγάλε, Ύψιστε,
Όλοι εδώ εμείς, οι Θαμώνες, στον Ένοικο, στην Καλλιδρομίου, και αυτοί εκεί στην μπάρα, και εμείς εδώ στο τραπέζι, και όσοι τη Ζωγραφική διακονούν και οι άλλοι που με την πένα παλεύουν, και η Βίκυ που όμοια βασίλισσα στέργει να μας σερβίρει τα ποτά, και η Μάγδα που όταν τραγουδάει οι ουρανοί βουρκώνουν, και ο Βαγγέλης ο Οικοδεσπότης ο Άφταστος, και εκεί έξω στο Άμα Λάχει όσοι χλαπακιάζουνε μέρα που είναι, νύχτα που είναι, καλύτερα ας πω, και τα αθώα πλάσματα που έρχονται σιμά μας και σαν περάσει μισός ενιαυτός παύουν ολωσδιόλου τα υποκριτικά τα πάρε-δώσε με την τάχατες αθωότητα,
Ναι, Μεγάλε, Ύψιστε, δώσε μας, ημίν που λέμε, σήμερον, και αύριον, και μεθαύριον, σε όλους εμάς εδώ, που όλοι εδώ εμείς, οι Θαμώνες, στον Ένοικο, στην Καλλιδρομίου, Σε λατρεύουμε και Σε προσκυνούμε και Σε δοξάζουμε, δώσε, το λοιπόν, ημίν, άρτον και οίνον, δώσε και ουίσκυ υμίν, σκέτο και σάουρ και ιρλανδέζικο και ράι και μπέρμπον, δώσε και βότκες Πολωνίας και Σοβιετίας, δώσε και τζιν Αγγλίας, δώσε και τεκίλες από το Μέχικο, και μεσκάλ, δε λέμε όχι, ναι, δώκε, δώκε, δώκε και μεσκάλ, και ρετσίνες βάλε, και πιάσε και τίποτα ουζάκια Μυτιλήνης που αργότερα θα γίνουν μόδα και θα κάνουν θραύση,
Ύψιστε, κοίτα μας μια στάλα, δες μας, Σε εκλιπαρούμε, ρίξε μια ματιά, κόψε κίνηση κι από εδώ μεριά, σκατά, πες, κι αν τα κάναμε, ας πούμε στα προσωπικά μας, σ’ έρωτες και πάθη και μεταμεσονύκτιες τρέλες, πάντως δεν Σε παραμελήσαμε δεν Σ’ αρνηθήκαμε δεν Σε βλαστημήσαμε μήτε καν Σε κουράσαμε στιγμή, μόν’ πάντα μα πάντα σ’ Εσέ προσευχόμασταν και εξακολουθούμε να προσευχόμαστε μες στης καρδιάς τον πλατυσμό,
Τόσο Μακρινέ, μα και τόσο Κοντινέ, Εσύ, ξέρεις ότι είμαστε εδώ για Σε, ότι κάθε γουλιά μας σ’ Εσέ είν’ αφιερωμένη, κάθε τραγούδι και κάθε ποίημα και κάθε ζωγραφιά φέρει και το δικό Σου χνάρι, κάθε ποτηριών μας τσούγκρισμα είναι και προσευχή,
Θεέ, Υπέρτατε, Πελώριε, Θεόρατε,
Πλησίον μας Σε αισθανόμαστε, εδώ, στο τραπεζάκι μας, οι Έξι εμείς, όπως μας λένε, κι εκεί, στην μπάρα, ο Τάσος ο ζωγράφος και οι δύο μυστήριοι, ο Λάμπρος, αν ακούσαμε καλά ότι τον λένε, κι ο Οδυσσέας, κι ο αναπάντεχος που ήρθε και τους τα έψαλλε κι έλεγε μια για τον έναν Μαρσέλ, μια για τον άλλον, μια για τον Μαρσέλ τον Προυστ, και μια για τον Μαρσέλ Ντυσάν,
Ύψιστε, θέλω να το πω και να το ακούσει ο κόσμος όλος,
Και μόνο το ότι θαυματούργησες και κάποιος έφτιαξε το όνομα, το ανυπέρβλητο, το όνομα-μουσική, το όνομα-άσμα, το όνομα-έργο: Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, είναι λόγος να προσευχόμαστε μέρα και νύχτα, και να δοξάζουμε το όνομά Σου,
Πλάστη, Θεέ, και Κύριε,
Καλά κι ωραία τη βγάλαμε και τούτη την Ανάσταση, να ’ναι καλά ο Βαγγέλης, κι ας είναι ευλογημένο το όνομά Σου!
Συνεχίζεται. Αύριο: Από το 1992 στο 1982 κι από κει στο 2002
σχόλια