Η χώρα αντιμετωπίζει εδώ και τέσσερα χρόνια τη σοβαρότερη κρίση στη νεότερη ιστορία της. Στη κρίση αυτή, οι πολιτειακοί θεσμοί έχουν διαδραματίσει αναμφισβήτητα καθοριστικό ρόλο είτε γιατί δημιούργησαν ανεξέλεγκτα ελλείμματα, είτε γιατί ανέχτηκαν την ύπαρξη τους. Η προαναγγελθείσα συνταγματική αναθεώρηση θα επαναφέρει στο προσκήνιο τις πάγιες και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις λόγου χάρη για “μικρό και ευέλικτο κυβερνητικό σχήμα” και δεδομένης και της συγκυρίας η θεσμική οικονομία του κράτους δε μπορεί παρά να τίθεται στο επίκεντρο των αναγκαίων συνταγματικών μεταρρυθμίσεων.
Με τον όρο θεσμική οικονομία (institutional economics) εννοούμε τη βέλτιστη κατανομή των πόρων ώστε οι θεσμοί του κράτους να είναι πιο αποτελεσματικοί και πιο παραγωγικοί με το λιγότερο δυνατόν κόστος. Προς αυτήν τη κατεύθυνση κρίνεται σκόπιμο να επαναξεταστεί η οργάνωση και λειτουργία πολιτειακών θεσμών, που βρέθηκαν στο επίκεντρο της δημοσιότητας λόγω των αρρυθμιών και δυσλειτουργιών που παρουσίασαν όλα αυτά τα χρόνια, όπως η βουλευτική ασυλία, η ευθύνη υπουργών, ο έλεγχος του πόθεν έσχες, η χρηματοδότηση των κομμάτων και τέλος η δομή της κυβέρνησης.
Εκ των ουκ άνευ της θεσμικής αλλαγής οφείλει να είναι η επανεξέταση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας απόδοσης ευθυνών, αφού η ισχύουσα διαδικασία μέσω προανακριτικών και εξεταστικών επιτροπών είναι δυσκίνητη και ανεπαρκής. Σε συνδυασμό μάλιστα με το θεσμό της κοινοβουλευτικής ασυλίας δημιουργείται ένα μείγμα ατιμωρησίας που προκαλεί το κοινό αίσθημα. Η αρχή nemo iudex in causa sua (κανείς δε μπορεί να είναι δικαστής της προσωπικής του υπόθεσης), είναι μία από τις θεμελιώδεις αρχές της δικαιοσύνης η οποία και νοθεύεται όταν η ίδια η Βουλή κρίνει το αξιόποινο των πράξεων μελών της.
Μάλιστα, ο τρόπος που αντέδρασε το κοινοβούλιο της Μεγάλης Βρετανίας όταν ξέσπασε το σκάνδαλο με τις δαπάνες των μελών του μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση και οδηγό της ελληνικής περίπτωσης ώστε να θεσμοθετηθεί ένα ανεξάρτητο σώμα το οποίο να διενεργεί την ανακριτική διαδικασία. Μάλιστα στο ίδιο σώμα θα μπορούσε να ανατεθεί και ο έλεγχος του πόθεν έσχες των υπουργών, βουλευτών και δημάρχων ώστε να υπάρχει άπλετο φως και διαφάνεια στη πολιτική ζωή.
Μετά την υπόθεση των “μαύρων” ταμείων της Siemens έγινε αντιληπτό με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η χρηματοδότηση των κομμάτων γίνεται με αδιαφανείς διαδικασίες και κινείται πέρα από τα όρια της νομιμότητας. Το Σύνταγμα οφείλει πλέον να ρυθμίσει επιτέλους την ύπαρξη του πολιτειακού θεσμού των κομμάτων, τα οποία διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη πολιτική ζωή και στη κοινοβουλευτική διαδικασία του τόπου μας. Η εσωτερική λειτουργία των κομμάτων είναι ζήτημα δημοκρατίας και κρίνεται από τους πολίτες στις εσωτερικές κομματικές διεργασίες και στις περιοδικές εκλογές, αλλά η χρηματοδότηση τους πρέπει να ρυθμιστεί και να οριστεί με όρους ισότητας, πλουραλισμού και διαφάνειας.
Οι ανασχηματισμοί των τελευταίων ετών χαρακτηρίζονται από την συχνή αλλαγή της ονομασίας των υπουργείων και από τη συνεχή μεταφορά αρμοδιοτήτων από το ένα υπουργείο στο άλλο, με συνέπεια αντί να έχουμε ανασχηματισμό των μελών του υπουργικού συμβουλίου, να έχουμε αναδιάρθρωση των υπουργείων. Το κόστος αυτής της διαδικασίας είναι διπλό: αφενός οικονομικό, δεδομένου ότι η επιβάρυνση που προκαλεί η εν λόγω διαδικασία αποτελεί πολυτέλεια σε περίοδο οικονομικής κρίσης, και αφετέρου πολιτικό, δεδομένου ότι η απαιτούμενη μεταβατική περίοδος και η επαναλειτουργία της κρατικής μηχανής δημιουργεί σοβαρά κενά στην απρόσκοπτη λειτουργία της διοίκησης. Λύση στην στρέβλωση αυτή θα μπορούσε να δώσει η συνταγματική καθιέρωση των βασικών υπουργείων της κυβέρνησης, του βασικού κορμού της, ώστε η επίδοση ενός υπουργού να αποτελεί κριτήριο παραμονής ή μη στη θέση του, και να μην παρατηρείται η παγκόσμια πρωτοτυπία της προσαρμογής των θεσμών στα πρόσωπα και στις κομματικές ισορροπίες.
Κατά κοινή ομολογία, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να συζητάς για συνταγματική αναθεώρηση σε περίοδο γενικευμένης κρίσης. Εντούτοις, σε περιόδους όπου η συνήθης κοινωνικοπολιτική πρακτική δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθει, η συνταγματική αναθεώρηση είναι επιτακτική. Και αυτό γιατί μόνο μια θεσμική αλλαγή σε βάθος μπορεί να θεραπεύσει τις στρεβλώσεις που οδήγησαν στο αδιέξοδο και να παράγει λύσεις.
===
Ο Αντώνης Κουρουτάκης είναι υποψήφιος Διδάκτορας Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
σχόλια