Θυμάμαι τότε που μιλούσαμε οι δυο μας στο σκοτάδι, τότε που με κρατούσες και μου έλεγες λόγια γλυκά, κι ο αέρας φύσαγε μέσα από τ' ανοιχτά παντζούρια γιατί ήταν καλοκαίρι. Πόσες μέρες χωρίς εσένα πέρασαν από τότε;
Ξέρεις, σε θυμάμαι που και που. Τα μάτια σου που άστραφταν, το αβίαστο χαμόγελο που χαραζόταν στα χείλη σου όταν με κοιτούσες. Το ήξερα ότι κατά βάθος μπορεί και να με αγαπούσες. Ίσως όχι όσο εγώ. Ίσως όχι τόσο έντονα. Στο είχα πει μωρό μου, εγώ τη ζωή δε θέλω να τη ζω με το σταγονόμετρο. Παίρνω μια ανάσα και βουτάω, πηδάω στο κενό, δε χρειάζομαι αλεξίπτωτο. Εγώ μωρό μου δε φοβάμαι την πτώση. Στο είχα πει, αλλά μάλλον εσύ δεν είχες την ίδια δύναμη. Μπορεί και να μην είχες το κουράγιο. Με κοιτούσες μες στα μάτια και ήταν σαν να έβλεπα τον ήλιο.
Πόσες σιωπές περάσανε από τότε, πόσα αμέτρητα βράδια που μόνο το μαξιλάρι ένιωσε τον πόνο μέσα στα δάκρυα μας.. Πόσες νύχτες μοναξιάς, πόσα ποτά, πόσα πακέτα τσιγάρα.. Αλλάξαμε καρδιά μου, μας έφαγαν τα ίδια μας τα θέλω. Στο είχα πει, ψεύτικα είναι όλα, ψεύτικα και προσωρινά, αλλά δε μ' άκουσες. Εγώ θυμάμαι ακόμα την κάθε μας μικρή στιγμή. Εσύ; Εσένα τι σου έχει μείνει να θυμάσαι από μένα;
Και πες μου λοιπόν, πόσους πόθους, πόσα όνειρα πρέπει να σκοτώσουμε ακόμα για να νιώσουμε ζωντανοί; Πόσες αγάπες περασμένες και πόσα γιατί; Πόσα αντίο, πόσα μου λείπεις, πόσα σε θέλω; Πόσες χαμένες μέρες ακόμα;
Εκεί είναι που με πιάνει το γαμώτο, και λέω «έλα, σήκω απ' τον καναπέ, τι ηττοπάθειες είναι αυτές τώρα». Και παίρνω την παρέα και βγαίνω για ποτό, γυρίζω σπίτι, δε θέλω πια να σκέφτομαι. Κουράστηκα. Μια γωνιά του μυαλού μου που δεν θέλω να ακουμπάω. Αυτή τη φορά λέω, θα είναι καλύτερα. Και το πιστεύω, και πέφτω για ύπνο και ονειρεύομαι τα επερχόμενα με δέος. Εκείνους τους ευσεβείς πόθους που κάπου κρατάνε τις χαμένες μέρες των καλοκαιριών μας.