{εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαῖρι}
Μήπως και πέσω πάνω στους άταφους, στους άκλαφτους, στους λίγο χωματάκι, έτσι πρόχειρα και μια ευχή στα γρήγορα δέσποτα γιατί έχουμε και δουλειές σε άλλη πόλη.
Αυτούς τρέμω. Όλο και κάποιος θα΄ναι υποψήφιος σε κάτι, όλο και κάποιος εκλογικός θα μου τύχει , κάποιος που του θυμίζω κάτι πολύ έντονο-ίσως ένα σαββατοκύριακο στο γύρο του θανάτου ή μια περφόμανς βιολογικής αντοχής, τι να σας πω κι εγώ κύριε αντιπρόσωπε,να ψηφίσω ήρθα.
Και ξέρω ότι θα τους δω. Κάθε τέσσερα χρόνια τους βλέπω. Δε με σώζουν σκιάδια και ριχτά και μαύρα γυαλιά κυρίας Λούλας. Δε με σώζει το μωρό στο καρότσι,το αύριο φεύγω, το ναι,ναι για τις εκλογές πετάχτηκα, ζω μόνιμα αλλού τώρα.
Και θα καταλάβουν .
Θα καταλάβουν πολύ.
Θα το πιάσουν το υπονοούμενο οι άτιμοι οι άκλαφτοι, οι πρώην συμπολίτες, συμμαθητές, συνοδοί εφηβικής απελπισίας και ορμονικής έκρηξης.
Θα το δουν το χέρι που τρέμει,το σκασίλα μου ποιός θα βγει,να μη με δεις έτσι στα χάλια μου ,είκοσι κιλά και είκοσι χρόνια πλας , προσευχόμουνα.
Να μην ψηφίζουμε σε διπλανά τμήματα ήθελα καταραμένε γείτονα,τις δημοτικές μου μέσα.
Να με θυμάσαι όπως τότε,ήθελα.
σχόλια