“… Στο μεταξύ, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, με την άνεση του αθλητή, πηδά πάνω από τα έδρανα για να φτάσει κοντά στον Παπαδόπουλο. Μόλις τον πλησιάζει, του δίνει μια γερή γροθιά στο πρόσωπο, που αμέσως πλημμυρίζει από αίματα...”
Εάν το παραπάνω επεισόδιο δεν είχε συμβεί τον Μάρτιο του 1963 αλλά τον Ιούνιο του 2014, τα social media θα είχαν πάρει φωτιά. Η Ακροδεξιά του διαδικτύου θα λυσσομανούσε εναντίον του βουλευτή της Αριστεράς – «σοβαρού δήθεν κυρίου, ιατρού μαιευτήρος, ο οποίος εξευτελίζει το Κοινοβούλιον βιαιοπραγών εναντίον συναδέλφων του…» Αλλά και κάμποσοι σοβαροί, μορφωμένοι, ψύχραιμοι παρατηρητές θα αποφαίνονταν, μορφάζοντας με απαρέσκεια, ότι δουλειά του βουλευτή δεν είναι να πλακώνεται μέσα στην αίθουσα συνεδριάσεων, έστω και αν έχει δίκιο. Ότι για την επιβολή της τάξης υπάρχει η αστυνομία.
Δυό μήνες μετά το περιστατικό (το οποίο μάς παραδίδει ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης), ο Γρηγόρης Λαμπράκης δολοφονήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Και έγινε βιβλίο, ταινία, τραγούδι, λεωφόρος, οργάνωση νεολαίας… Και έγινε ο μεγαλύτερος ήρωας που έχει γεννήσει η μεταπολεμική Ελλάδα. Πενήντα χρόνια αργότερα, ο Πύρρος Δήμας εξελέγη βουλευτής Επικρατείας.
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης και ο Πύρρος Δήμας συνδέονται με μια καθοριστική εκλεκτική συγγένεια: Και οι δυό τους μεγάλωσαν και διαπλάστηκαν ως αθλητές σε ένα περιβάλλον αδιανόητης -για τα σημερινά, ευρωπαϊκά, δεδομένα- φτώχειας.
Κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας που έκανε ο τότε διάδοχος Παύλος στην προπολεμική Πελοπόννησο, στοιχημάτιζε –λένε- με τους ακολούθους του σε κάθε πόσα παιδιά (από εκείνα που έτρεχαν να προϋπαντήσουν το πριγκιπικό αυτοκίνητο) θα έβλεπε ένα που να φοράει παπούτσια. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης θα ανήκε μάλλον στους ξυπόλητους. Και θα’ταν σίγουρα ο πιο γοργοπόδαρος, αφού ελάχιστα χρόνια αργότερα αναδείχθηκε Βαλκανιονίκης και συμμετείχε στους Ολυμπιακούς του 1936, τότε που ο καγκελάριος Χίτλερ αρνήθηκε να δώσει το χέρι του στον μαύρο σίφουνα Τζέσυ Όουενς.
Όσο για τον Πύρρο Δήμα, είδε το φως της ζωής στην Χειμάρα, στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα, όπου οι άνθρωποι διακοσμούσαν τα σπίτια τους με ό,τι ξέβραζε η θάλασσα. Στα σαλόνια –δίκην πολύτιμων μπιμπελό- τοποθετούσαν άδεια μπουκάλια από χλωρίνη και τενεκεδάκια κόκα-κόλας, ιταλικής ή ελληνικής προέλευσης.
Γνώρισα τον Πύρρο Δήμα το 1995. Είχε ήδη κερδίσει χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης και ετοιμαζόταν πυρετωδώς για την Ατλάντα. Τέσσερα μόλις χρόνια νωρίτερα, είχε μπει παράνομα στην Ελλάδα, κουβαλώντας τα ελάχιστά του υπάρχοντα σε μια πλαστική σακούλα, τον γάτο του –που έτσι και νιαούριζε θα τον πρόδιδε στους συνοριοφύλακες- και την ευχή της γιαγιάς του. Άμα η φράση «Αλβανός τουρίστας» περνιόταν κατά τη δεκαετία του ’80 ως το συντομότερο ανέκδοτο, ο Αλβανοφερμένος υπεραθλητής των ‘90ς θεωρούνταν –κακά τα ψέμματα- περισσότερο αξιοπερίεργος παρά αξιοθαύμαστος. «Θα πας να τον βρεις!» μου παρήγγειλε η διευθύντρια του περιοδικού Elle, για το οποίο έπαιρνα συνεντεύξεις.
Ο Πύρρος Δήμας κατοικούσε τότε στις εγκαταστάσεις του ΟΑΚΑ, μαζί με την γυναίκα του και το βρέφος –αν δεν κάνω λάθος- παιδί του. Το τσιμεντένιο δάπεδο τού μικρού διαμερίσματος που του είχαν παραχωρήσει θύμιζε περισσότερο αποδυτήρια σταδίου παρά σπίτι. Περίμενα να έρθω αντιμέτωπος με έναν κτηνώδη, σχεδόν άγλωσσο, τύπο – «τι άλλο ξέρει να κάνει» σκεφτόμουν «ένας αρσιβαρίστας παρά να σηκώνει βάρη;» Συνάντησα, κατάπληκτος, ένα πρόσωπο σπάνιας φυσικής ακτινοβολίας, που ανέπτυσσε κάθε λογής ευαισθησίες.
Ξεκίνησε να μού εξηγεί τη φιλοσοφία του αθλήματός του, «όλο το θέμα είναι η στρατηγική» μού τόνισε επανειλημμένα. Μού διηγήθηκε, στη συνέχεια, τα μικρά του χρόνια. «Πύρρο με έβγαλαν» μού είπε «από τον Πύρρο Σπυρομίλιο, που ήταν θρύλος για τους Έλληνες της Χειμάρας…» «Τον αξιωματικό του Ναυτικού; Τον γκόμενο της Μελίνας; Τον διευθυντή της ραδιοφωνίας, που όταν πέθανε νεότατος, έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης το “παλικάρι στη δουλειά, στο σπίτι παλικάρι”;» «Ναι, αυτόν. Δικός μας ήταν!»
Βάλαμε ουίσκι, ανάψαμε τσιγάρα –κάπνιζε ο Πύρρος- κι αφού μού εξομολογήθηκε πως για να βελτιώσει τα ελληνικά του μελετούσε λεξικά και έλυνε μανιωδώς σταυρόλεξα, μου μίλησε με αγανάκτηση για το άθλιο επίπεδο της φυσικής αγωγής στην Ελλάδα. «Στα δημόσια σχολεία, τα παιδιά κάνουν “πάνω τα χεράκια-κάτω τα χεράκια” σε κάτι φρικτά, ανήλιαγα προαύλια. Σε κάθε γειτονιά, ιδιαίτερα στις λαϊκές, φυτρώνουν κάθε μέρα σιδεράδικα για να ολοκληρώσουν την καταστροφή…»
«Σιδεράδικα» αποκαλούνταν τα ιδιωτικά γυμναστήρια, στα οποία δεν γραφόσουν για να ασκηθείς αλλά για να «χτιστείς». Στους τοίχους τους, κρέμονταν φωτογραφίες διαφόρων «Μίστερ». «Μίστερ Κόσμος», «Μίστερ Ευρώπη», «Μίστερ Αιγάλεω»… Πρωταθλητές του body building, τύποι με μύες που κόντευαν να σκάσουν απ’το πρήξιμο, να ποζάρουν φορώντας μικροσκοπικά βρακάκια σε αυτόχρημα γελοίες στάσεις, με απερίγραπτο ναρκισσισμό στο βλέμμα τους. Δεν «χτιζόσουν» βεβαίως τόσο ιδρώνοντας πάνω στον πάγκο του σιδεράδικου, όσο μπουκώνοντας τον οργανισμό σου με κάθε λογής ύποπτα σκευάσματα: Πρωτεϊνες, κρεατίνες, νόμιμα και παράνομα αναβολικά.
Κατά την δεκαπενταετία που ακολούθησε, η Ελλάδα μετατράπηκε σε ένα αχανές «σιδεράδικο»: Φούσκες στο χρηματιστήριο και στη σόου μπιζνες, φουσκωμένοι εγωισμοί και πορτοφόλια, πολιτικοί που κατά φαντασίαν ενσάρκωναν τα πεπρωμένα της φυλής -ή έστω της εργατικής τάξης- και Ολυμπιονίκες μιάς χρήσης, οι οποίοι μιλούσαν για το ελληνικό, νικηφόρο DNA κι όταν τους έπιαναν ντοπαρισμένους, τα έριχναν σε διεθνείς συνομωσίες… Ώσπου το 2010, το κράτος χρεοκόπησε κι όλες οι φούσκες έσκασαν με πάταγο. Όλες εκτός από τη μισαλλοδοξία και την εθνική μας τύφλωση (η μαλακία, έλεγαν παλιά, τυφλώνει), που παροξύνθηκε και μπήκε στην Βουλή.
Ως πρέσβης της καταπολέμησης του ντόπινγκ στον αθλητισμό, ο Πύρρος Δήμας δεν μπορούσε παρά να συγκρουστεί με τον πατριωτισμό του «σιδεράδικου». Με τους ντοπαρισμένους «ελληνόψυχους» της Χρυσής Αυγής.
Αρκεσε, προς το παρόν, να ορθώσει το ανάστημά του για να τους κοπεί η φόρα. Δεν έμεινε κοκαλωμένος παρατηρητής –όπως έκανε κάποιος άλλος, τότε που ο Κασιδιάρης επετέθη στην Λιάνα Κανέλλη- ούτε όμως χρειάστηκε να δράσει σαν άλλος Γρηγόρης Λαμπράκης. Δεν αμφιβάλλω πως εφόσον χρειαζόταν, θα το έπραττε.
Διότι καλός ο εξ αποστάσεως σχολιασμός, οι εμβριθείς και ψύχραιμες αναλύσεις, οι οποίες καταλήγουν στη σχετικοποίηση σχεδόν των πάντων. Μα όταν σού βγάζει γλώσσα το απόλυτο κακό, το ύστατο επιχείρημά σου είναι η ψυχή σου. Και το σώμα σου. Ακόμα κι αν δεν είσαι το «λιοντάρι της Χειμάρας». Ακόμα και αν ξέρεις ότι θα τις φας.
σχόλια