Σταθμός ΜΕΤΡΟ Σύνταγμα, μεσημέρι, Ιούλιος, ζέστη, αποφορά μπερδεμένη με κολώνιες, αναμονή 4 λεπτά, «σας ενημερώνουμε ότι ο ανελκυστήρας στη στάση Πανεπιστήμιο δεν λειτουργεί», νεύρα και τουρίστες, μπουκαλάκια νερό κι ανυπόμονα βήματα στο βιομηχανικό μάρμαρο, πίσω από την κίτρινη γραμμή.
Ο συρμός καταφθάνει, «πρώτα να κατέβουμε κι ύστερα μπαίνετε, ζωάκια», το ίδιο τροπάρι μετά από έναν αιώνα συγκοινωνιακού πολιτισμού, buzzer, πόρτες κλείνουν, ξανανοίγουν και στο μεσοδιάστημα προλαβαίνουν να χωθούν κι οι δυο τους μέσα, γελώντας. Η γνωστή τύχη του κουτρουβαλημένου επιβάτη.
Εκείνος, γύρω στα 40, κολαρισμένος, με τις απαραίτητες συγνώμες σε όσους ψιλοζούληξε για να χωρέσει. Ο άλλος, καμιά 30αριά, clean cut όψη, γυαλάκια, αγοράκι σε σώμα γίγαντα, ίδιο εγκάρδιο χαμόγελο, σ’ ένα αγχωμένο, κατσούφικο βαγόνι. Μιλάνε, γελάνε, αγγίζονται, για κάποια γκάφα στη δουλειά ψιθυρίζουν σκασμένοι στα γέλια, κάποιο project που ταλαιπωρεί τον γυαλάκια εδώ και 3 χρόνια, «τι θα φάμε το βράδυ;», «πες μου τι θες» και πάλι χαμόγελα, βλέμματα συνεννόησης, κύματα αντρικής eau de toilette να «σκάνε» από ένα μικρό νοητό κύκλο ευχάριστης ενέργειας, επόμενος σταθμός Μοναστηράκι.
«Τα λέμε στο σπίτι», «πρόσεχε» και λίγο πριν ανοίξουν οι πόρτες, ένα φιλί στο στόμα, χέρι στο μάγουλο, φριζαρισμένα δευτερόλεπτα στη στιγμή τους, σε κουβέντες που σταμάτησαν ξαφνικά, αμάν, ένα παγωμένο βαγόνι, ο κλιματισμός ωχριά.
Την αμαρτία μου, χωρισμένη σε δύο σκέλη, θα την πω: α) τους χάζευα, χάζευα τον τρόπο τους, το rapid κουβεντολόι, «να σου πω τι έγινε στη δουλειά», να το πω σε 'σένα, β) έκλεισα τα μάτια περιμένοντας ένα (ακόμη, άξεστο) «μπαμ» μετά το φιλί. Η σύνθεση του βαγονιού εγγυόταν ένα τέτοιο. «Ιερές» θύελλες έχουν ξεσηκωθεί για πολύ λιγότερα σε τρένα, λεωφορεία και λοιπά αστικά κονκασέ.
Αλλά τίποτα. Κιχ. Στοιχειωδώς πολιτισμένη ηρεμία. Ένα αμελητέο «σου-μου-σου». Ούτε πηγαδάκια ούτε κουτοπόνηρες ματιές ούτε «τι πράγματα είναι αυτά;». Μια τέτοια «καραμέλα» τρεμόπαιξε για λίγο μπουκωμένη στο στόμα μίας κυρίας με blue marine σκιά στα ήδη βαριά βλέφαρα και επιθετική κάθετη ρυτίδωση, όταν διασταυρώθηκε με μία κάτισχνη και αγριεμένη – από άποψη, μάλλον – πιτσιρίκα.
Καλά ήταν κι έτσι.
Λίγα βράδια νωρίτερα, περιμένοντας στο αμάξι να κατέβει φίλος, δυο κοπέλες που φιλιούνταν σε μια ελάχιστη φωτισμένη στάση βρέθηκαν πάνω στην τσαμπουκαλεμένη βόλτα παρέας λεβεντόπαιδων. Κοιτάχτήκαμε συνοφρυωμένοι μέσα στο αυτοκίνητο, αντήχησε το στενό από το «κράξιμο», κεφάλια γύρισαν, κεφάλια κουνήθηκαν, τα δάχτυλα να χαϊδεύουν την κλήση έκτακτης ανάγκης, το ζήτημα έληξε –ευτυχώς- εκεί.
Οπότε, μετά από αυτή την περίεργα φωτεινή στιγμή- δευτερόλεπτα που πέρασαν ανάμεσα στο χαμόγελο και την αδιαφορία για το τι κάνει ο παραδίπλα -, για ένα φιλί μέσα σ’ ένα φουσκωμένο βαγόνι, Ιούλιος, ζέστη, ώρα αιχμής –ωραρίου και παθών -, είχα την αίσθηση ότι άπαντες στο βαγόνι φωσφορίζαμε. «Ψηλώνοντας».
σχόλια